Ο σπουδαίος λογοτέχνης που μιλούσε για την εποχή του χωρίς φόβο και πάθος
Λίγα λόγια για τον Άμοζ Οζ και τη λογοτεχνία του με αφορμή τον πρόσφατο χαμό του.
“Your works will resonate all over the world”https://t.co/I6bcZzXysY
— Haaretz.com (@haaretzcom) December 28, 2018
«Όλες οι ιστορίες μου ξεκινούν ρεαλιστικά και τελειώνουν σαν όνειρο ή σαν εφιάλτης. Καμία, όμως, δεν πρέπει να διαβαστεί σαν πολιτική αλληγορία για το Ισραήλ. Οι ιστορίες μου μιλούν για την ανθρώπινη συνθήκη: για την απώλεια, για τη μοναξιά, για τον θάνατο. Δεν αποτελούν πολιτικές δηλώσεις. Αν θέλω να κάνω μια πολιτική δήλωση, γράφω ένα άρθρο και στέλνω την κυβέρνησή μου εκεί που πρέπει. Οι ιστορίες των συγγραφέων δεν μας λένε πώς να ψηφίσουμε: γράφονται για να συνειδητοποιήσει ο κάθε αναγνώστης τον εαυτό του. Ατυχώς, πάντως, οι δικές μου ιστορίες εξακολουθούν να διαβάζονται ως πολιτικές δηλώσεις». Αυτό ξεκαθάριζε για τη λογοτεχνία του, πριν από ακριβώς πέντε χρόνια, στη συνομιλία που είχε με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη, για τη συλλογή διηγημάτων του «Εικόνες από τη ζωή στο χωριό», στο βιβλιοπωλείο «Ιανός», ο Άμος Οζ, ο οποίος έφυγε πριν από μερικές ημέρες (28/12) από τη ζωή σε ηλικία 79 ετών.
Ο Οζ δημοσίευσε μυθιστορήματα, διηγήματα, πολιτικά δοκίμια και παιδικά βιβλία, αλλά έγινε διεθνώς γνωστός με τα μυθιστορήματά του (όλα του τα βιβλία στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη) «Ο Μιχαέλ μου» (το έργο που τον καθιέρωσε ως έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς του Ισραήλ), «Το μαύρο κουτί», «Η γυναίκα που γνώρισα», «Φίμα», «Νύχτα στο Τελ Κένταρ», «Η ίδια θάλασσα», «Ιστορία αγάπης και σκότους» και «Ιούδας». Η συμμετοχή του Οζ στην πολιτική ζωή της χώρας του (το πραγματικό του όνομα ήταν Άμος Κλάουσνερ, γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ και μετά την αυτοκτονία της μητέρας του έζησε για πολλά χρόνια σε κιμπούτς) έκανε εύλογα το αναγνωστικό του κοινό, τόσο στο Ισραήλ όσο και εκτός συνόρων, να διαβάσει τη λογοτεχνία του πολιτικά. Ο ίδιος άλλωστε πήρε μέρος στον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, υπήρξε υποστηρικτής του Εργατικού Κόμματος και στενός φίλος του Σιμόν Πέρες και τάχθηκε από πολύ νωρίς υπέρ της δημιουργίας δύο κρατών στην Παλαιστίνη. Σε αντίθεση, όμως, με άλλα μέλη του φιλειρηνικού κινήματος στο Ισραήλ, δεν έκρινε αρνητικά την κατασκευή του τείχους στη Δυτική Όχθη, αν και αντιτάχθηκε στην πολιτική του εποικισμού της, όντας ταυτοχρόνως από τους πρώτους που χαιρέτισαν τη Συμφωνία του Όσλο και τις συνομιλίες με την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης.
Στα περισσότερα από τα έργα του Οζ η πλοκή τοποθετείται στη γειτονιά όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ενώ οι ήρωες παρουσιάζονται με μιαν ελαφρώς ειρωνική διάθεση. Ο Όζ θέλησε ανέκαθεν να προσεγγίσει τα πολιτικά προβλήματα του Ισραήλ μέσα από το πρίσμα της πολυπλοκότητας τους, έχοντας σαφή συνείδηση της ιστορικής τους διάστασης. Δεν προσπάθησε, ωστόσο, ποτέ ούτε να καταγγείλει ούτε να στρατευτεί προς την οποιαδήποτε κατεύθυνση. Όπως το έλεγε και στη συνομιλία του με τον Σ. Χρυσοστομίδη, μέριμνά του ήταν κυρίως η καθημερινότητα των ανθρώπων. Ο Οζ έγραψε στο μυθιστόρημά του «Ιούδας» (μετάφραση Μάγκυ Κοέν, 2016) για το πώς χωρίστηκε η Ιερουσαλήμ στα δύο (την ισραηλινή και την εβραϊκή), δημιούργησε ήρωες με σοσιαλιστικές πεποιθήσεις, όπως ο ίδιος, μίλησε για την αποσταλινοποίηση της Σοβιετικής Ένωσης και καταπιάστηκε εξονυχιστικά με τα κομβικά πρόσωπα του χριστιανισμού, τον Χριστό και τον Ιούδα. Θα υπήρχε χριστιανισμός χωρίς την προδοσία του Ιούδα; Θα καταδικάζονταν δια βίου και σε όλη την οικουμένη οι Εβραίοι χωρίς τη μεσολάβηση του Ισκαριώτη; Και τι γίνεται με τον Ιησού, που υπήρξε επίσης Εβραίος. Ο τρόπος με τον οποίο θέτει τα ερωτήματά του ο συγγραφέας είναι μυθιστορηματικός, αλλά υποδεικνύει πριν και πάνω απ’ όλα το ανεξάρτητο φρόνημά του, που πηγαίνει πέρα από θρησκευτικές και πολιτικές αγκυλώσεις, φτιάνοντας μέχρι και το Ολοκαύτωμα, το οποίο αποτελεί την αποκορύφωση της παγκόσμιας προκατάληψης κατά των Εβραίων. Όσο για τον ίδιο τον Ιησού, παραμένει ο καλός άγγελος και το υπερβατικό πρόσωπο το οποίο αδίκως μπήκε στο στόχαστρο πολλών εβραίων συγγραφέων.
Στο άλλο σημαντικό του μυθιστόρημα, την «Ιστορία αγάπης και σκότους» (μετάφραση Ιακώβ Σιμπή, 2004), ο Οζ ασχολείται και πάλι με την Ιερουσαλήμ, παρατηρώντας χαρακτηριστικά: «Είχα καταλάβει από πού ερχόμουν: από ένα ξεφτισμένο κουβάρι θλίψης και προσποίησης, πόθου και παραλογισμού, επαρχιώτικης σπουδαιοφάνειας και αισθηματικής αγωγής, και απαρχαιωμένων ιδανικών, και πνιγμένων φόβων, και υποταγής και απελπισίας. Μια απελπισία από εκείνο το ξινόγλυκο είδος, το σπιτικό, όπου μικροψεύτες προσποιούνταν τους επικίνδυνους τρομοκράτες και τους ηρωικούς απελευθερωτές». Ο Οζ μετατρέπεται με το παιδικό του βλέμμα (διαθλασμένο μέσα από την ενήλικη οπτική) σε μάρτυρα της γέννησης του κράτους του Ισραήλ το 1948, έτοιμος να απορρίψει κάθε αρνητική πραγματικότητα: τη μεγαλαυχία και την ιδεοκρατία, την κούφια ρητορική της πατρίδας και τις φρούδες βλέψεις, την πίστη στον ορθόδοξο εβραϊσμό, αλλά και στον αφελή μαρξισμό, τη μετατροπή της ισραηλινής κοινωνίας σε ένα αχανές στρατόπεδο, τη συνθηματολογία των κιμπούτς, τους ταξικά κυρίαρχους, καθώς και όσους σπεύδουν να διακηρύξουν την πενία τους. Και συνδέοντας το δράμα της οικογένειάς του (η μητρική αυτοχειρία) με τα πολιτικά αδιέξοδα του Ισραήλ, κάνει λόγο για τον τόπο και την εποχή του χωρίς φόβο και πάθος, δίχως να διστάζει να επιρρίψει τις ευθύνες στον λαό του, καθώς και επιμένοντας στην ενδοσκόπηση και την εσωτερική εστίαση, τις μόνες ικανές να οδηγήσουν στην αυτεπίγνωση. Και όλα αυτά ενόσω η ιστορική μνήμη γίνεται ο ρυθμός και η ανάσα της μυθιστορηματικής γραφής, την ώρα που η ελεγεία συναντά την ανάγκη για αναγέννηση, για συνέχιση και για επαναβεβαίωση της ζωής.
«Είμαι γηραιότερος από τη χώρα μου», ολοκλήρωνε την εκδίπλωση της σκέψης του ο Οζ, μιλώντας στον Σ. Χρυσοστομίδη στην Αθήνα: «Έχω ζήσει πέντε πολέμους, πολλούς φανατισμούς και άπειρη τρέλα. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν. Κυοφορούμε τους γονείς μας όπως κι εκείνοι κυοφορούσαν τους δικούς τους πριν από μας. Παρ’ όλα αυτά είναι αναγκαίο να μην ανήκουμε στο παρελθόν: οφείλουμε να απαγκιστρωθούμε οπωσδήποτε από αυτό».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ