Σπύρος Σκούρας: Από το χωριό της Ηλείας στην κορυφή της 20th Century Fox
Η ζωή σαν παραμύθι.
Πελοπόννησος, δεύτερο μισό 19ου αι. Οι αμπελουργοί της ευλογημένης ελληνικής γης συντηρούν τις οικογένειές τους εξάγοντας το σύνολο της ετήσιας παραγωγής τους σε Ευρώπη και Ασία, έχοντας καλύψει το κενό της Γαλλίας, της οποίας οι αντίστοιχες καλλιέργειες έχουν υποστεί τρομακτική ζημιά από τη φυλλοξήρα.
Αυτή την εποχή η σταφίδα του Μοριά -φρέσκια και αποξηραμένη- είναι βασικό εξαγώγιμο προϊόν. Περισσότεροι από 150.000 τόνοι ελληνικού προϊόντος καταναλώνονται κάθε χρόνο στα τραπέζια του κόσμου. Είναι χρυσή εποχή για την ελληνική γεωργία, αλλά δεν θα κρατήσει πολύ. Στη δεκαετία 1870-80, οι Γάλλοι, με τη βοήθεια της κυβέρνησής τους, φυτεύουν υγιή αμπέλια και σε λίγα χρόνια παίρνουν πίσω το μερίδιο της αγοράς (κυρίως Ρωσία και Βρετανία), που είχε κερδίσει με την απουσία τους η Ελλάδα. Επιπλέον, η Γαλλία, που έως πρότινος αγόραζε τη μισή ελληνική παραγωγή τροφοδοτώντας τους καλούς πελάτες της, προκειμένου να μην τους χάσει, περιορίζει την εισαγωγή του προϊόντος από την Ελλάδα. Οι Έλληνες αγρότες, που αντικατέστησαν τις ελιές με αμπέλια, φτάνουν στο χείλος της καταστροφής. Σε ένα γενικότερο κλίμα ζόφου στον έως πρότινος λαμπρό ορίζοντα του πρωτογενούς τομέα, οι αγρότες δοκιμάζονται σκληρά, ενώ δυνατούς κλυδωνισμούς δέχονται και οι κτηνοτρόφοι. Οι άνθρωποι που κατά κανόνα ζουν από τη γη βλέπουν τις οικογένειές τους να πεινούν. Η Ελλάδα δεν έχει συνέλθει ακόμα από τους αιώνες της σκλαβιάς της και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι είναι ante portas. Οι επιλογές για τους ταλαιπωρημένους κατοίκους της χώρας δεν είναι πολλές. Μετανάστευση. Σε τόπους, όπου υπάρχει ψωμί και μέλλον. Οι ΗΠΑ είναι πάντα ένας ελκυστικός προορισμός.
Το Σκουροχώρι είναι ένα χωριό στους πρόποδες ενός χαμηλού λόφου στην περιφέρεια του Πύργου Ηλείας. Όταν πιάνει Γαρμπής, δροσίζεται από το Ιόνιο. Στα τέλη του 19ου αι. το μισό χωριό καλλιεργεί τη γη και τ΄ άλλο μισό βόσκει ζωντανά. Οι Σκουραίοι είναι μια 12μελής οικογένεια που δύσκολα τα φέρνει πέρα. Ο πατέρας, βοσκός, συντηρεί με κόπο τα 10 παιδιά του. Από μικρά παίρνει τα αγόρια του στη βοσκή, να μάθουν την τέχνη… Στην εφηβεία τους, ο Κάρολος, ο Σπύρος και ο Γιώργης αναλαμβάνουν να βόσκουν τα λίγα πρόβατα και τα γίδια της οικογένειας. Μόλις πάνω από τη χώρα μαζεύονται τα μαύρα σύννεφα της πείνας κι ενός πολέμου που πλησιάζει απειλητικός, τα τρία αδέρφια αποφασίζουν να ξενιτευτούν. Το 1910 ο Κάρολος είναι ήδη 21, ο Σπύρος 17 και ο Γιώργης 14 χρόνων, όταν φορτώνονται στο κατάστρωμα ενός υπερωκεάνιου με προορισμό την Αμερική. Αυτό είναι το πρώτο κύμα μετανάστευσης και είναι μεγάλο. Οι Έλληνες που αναζητούν την τύχη τους μακριά από τη φτωχή Ελλάδα είναι πολλοί (σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, μόνο τη δεκαετία 1901-1910, 167.519 άνθρωποι -95% άνδρες- έχουν εγκαταλείψει την Ελλάδα για τις ΗΠΑ).
Το ταξίδι διαρκεί κοντά έναν μήνα. Όσοι έχουν λεφτά ταξιδεύουν στην πρώτη και τη δεύτερη θέση. Όσοι δεν έχουν -η συντριπτική πλειονότητα, δηλαδή- κόβουν με χίλια βάσανα ένα εισιτήριο εισόδου στο πλοίο και κάνουν τον σταυρό τους. Οι νέοι στριμώχνονται στα απάνεμα του καταστρώματος και οι μεγαλύτεροι προτιμούν τα αμπάρια, όπου όμως τους περονιάζει η υγρασία. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που χάνουν τη ζωή τους επάνω στο πλοίο από την κακουχία και τον υποσιτισμό. Αλλά οι Σκουραίοι είναι νέοι και γεροί σαν ταύροι. Με την ευχή της μάνας τους στην καρδιά κι ένα καλάθι γεμάτο ελιές και ψωμί ζυμωμένο από τα χεράκια της θα πρέπει οι τρεις τους να βγάλουν το ταξίδι. Είναι αποφασισμένοι να πατήσουν τη μακρινή ήπειρο των ευκαιριών, να δουλέψουν, να προκόψουν, να πλουτίσουν! «Λάτρεψα το δολάριο, το κυνήγησα με πάθος χρόνια και χρόνια, γέρασα, κουράστηκα…» θα δηλώσει χρόνια μετά ο Σπύρος Σκούρας, όταν πλέον θα είναι στην κορυφή της επιτυχημένης πορείας του.
ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΒΟΣΚΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΕΣ;
Ξεφορτώνονται μαζί με τους υπόλοιπους στο Ellis Island. Στο νησί, όπου θα περάσουν από εξονυχιστικές ιατρικές εξετάσεις και θα «ανακριθούν» επισταμένως για το παρελθόν τους, αλλά και τις προσδοκίες τους από την ξένη ήπειρο. Πρέπει να επιτύχουν σε όλα τεστ για να πάρουν το πράσινο φως και να πατήσουν τη γη της Νέας Υόρκης. Τα καταφέρνουν. Άλλωστε, δεν έχουν προϊστορία ψυχικής, ή άλλης, νόσου και τα νεανικά δυνατά χέρια τους είναι πολύτιμα για τις βαριές κατασκευές των ανερχόμενων αμερικανικών μεγαλουπόλεων και της περιφέρειας. Μόνο που εκείνοι είναι βοσκοί κι όταν αντικρίζουν τα κτήρια που αγγίζουν τον ουρανό, τρομάζουν. Τι μπορούν αυτοί να προσφέρουν σε μια πόλη, όπου η μόνη αγωνιώδης παραγωγή είναι αυτή των ουρανοξυστών; Έτσι, αποφασίζουν να πορευτούν προς τα εσώτερα της αμερικανικής ηπείρου, αναζητώντας όχι απαραιτήτως βοσκοτόπια για να συνεχίσουν την παράδοση της οικογένειας, αλλά πάντως ένα περιβάλλον περισσότερο οικείο. Το βρίσκουν στο Σαιντ Λούις, στην πύλη εισόδου στην αμερικανική δύση. Αυτή την εποχή, η πόλη βρίσκεται σε μεγάλη ανάπτυξη. Προσφέρει ευκαιρίες σε όσους είναι διατεθειμένοι να δουλέψουν στο εμπόριο, τις κατασκευές, την εστίαση και τον τουρισμό. Οι Σκουραίοι κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους. Αχθοφόροι, σερβιτόροι, σε εστιατόρια πλένοντας πιάτα, σε μπαρ φτιάχνοντας κοκτέιλ. Καταλήγουν να πωλούν ποπ κορν σε μία αίθουσα προβολής ταινιών βωβού σινεμά. «Δεκάξι ώρες δουλεύαμε, δύο ώρες θέλαμε να πάμε και να ‘ρθουμε στο δωμάτιο που κοιμόμαστε ο ένας απάνω στον άλλο. Σκληρά χρόνια, αλλά μακάρι να τα ξαναζούσα, γιατί ήμουνα νέος. Αχ, να ΄ταν τα νιάτα δυο φορές!» θα εξομολογηθεί ο Σπύρος πολλά χρόνια μετά, στον δημοσιογράφο Δ. Λυμπερόπουλο.
Σε μία 5ετία, με αιματηρές οικονομίες, συγκεντρώνουν μία μαγιά 3.500 δολαρίων (αξιοσέβαστο ποσό) και αγοράζουν την αίθουσα, την οποία μετονομάζουν σε «Olympia». Ο δε Σπύρος ρίχνει την ιδέα, στη βάση της μεγάλης οθόνης να εγκαταστήσουν μία μικρή ορχήστρα, η οποία θα συνοδεύει με ζωντανή μουσική τα δρώμενα στο πανί. Το κοινό ανταποκρίνεται με ενθουσιασμό. Πλήθος ανθρώπων είναι εκεί κάθε βράδυ για να απολαύσουν τον συνδυασμό ταινίας και μουσικής. Τα αδέλφια «κόβουν» χρήμα… Στο μεταξύ, μέσα σε αυτή την αίθουσα, ο Σπύρος δεν πιάνει μόνο τον μίτο των ονείρων του, αλλά βρίσκει και τη σύντροφο της ζωής του. Στην πραγματικότητα, τη γνωρίζει από πριν, από τα θρανία στο νυχτερινό σχολειό, όπου φοίτησαν οι δυο τους. Είναι η Σάρα Μπρουίλια, η «Σαρούλα» του, και την ξαναβρίσκει εδώ, ταμία και λογίστρια της αίθουσας.
«Ήμασταν δεμένοι σαν κληματόβεργες» θα περιγράψει τη σχέση του με τα αδέλφια του ο Σπύρος. «Λυγίζαμε, μα δεν σπάγαμε. Φεύγαμε μπροστά χωρίς φόβο. Αποκτούσαμε τη μία αίθουσα μετά την άλλη. Ανάμεσα στους δύο μεγάλους πολέμους καταφέραμε να αποκτήσουμε εκατοντάδες κινηματοθέατρα. Αγοράσαμε όλα τις αίθουσες του Σαιντ Λούις και φτάσαμε τις 600 στις νότιες πολιτείες! Όπως ήταν λογικό, με τόσες αίθουσες, επιλέγαμε πια τις ταινίες. Δημιουργήσαμε τη δική μας εταιρεία παραγωγής ταινιών. Κάποτε συνειδητοποιήσαμε ότι πλέον μας υπολόγιζαν μεγαθήρια του σινεμά. Ο Γουόρνερ, ο Μάγιερ, ο Ζανούκ…».
Παρά τα πάμπολλα αποκτήματα και παρά την αναγνώριση από τον κόσμο του σινεμά, του Σπύρου το όνειρο, που είχε περάσει και στα αδέλφια του, δεν είχε γίνει ακόμη πραγματικότητα. Μία πολυτελής αίθουσα, ένα σινεμά παγκοσμίου κλάσεως, που να σφραγίζει την επικυριαρχία τους.
Η μεγάλη στιγμή έρχεται το 1926. Είναι η περίοδος, που έπεται του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Η υπέρβαση βγάζει μάτι. Ο πλούτος είναι σκανδαλώδης. Οι σκύλοι δένονται με τα λουκάνικα… Το «Ambassador», μία επένδυση 5,5 εκατομμυρίων δολαρίων (!), ανοίγει τις πύλες του και θαμπώνει τη μεγάλη κινηματογραφική οικογένεια και όχι μόνον. Είναι ένα σύμπλεγμα αιθουσών σε ένα επιβλητικό πολυτελές κτήριο, που προκαλεί τον θαυμασμό ακόμη και των πλέον δύσπιστων. Έχουν κάνει πραγματικότητα το κοινό όνειρο, αλλά δεν θα κρατήσει για πολύ. Τα μονοπώλια επιτίθενται στην αυτοκρατορία των Ελλήνων από το… παγκοσμίως άγνωστο Σκουροχώρι και το παγκόσμιο κραχ είναι προ των πυλών. Οι αδελφοί Γουόρνερ της περίφημης Warner Bros, που ηγούνται της βιομηχανίας του θεάματος, στριμώχνουν τους Έλληνες αδελφούς, που αδυνατούν πλέον να συντηρήσουν τις εκατοντάδες αίθουσές τους και κάμπτουν τις αντιρρήσεις τους για πώληση, αντί παροχής διευθυντικών θέσεων. Σε τρία χρόνια, οι αδελφοί Σκούρα δεν έχουν δικές τους επιχειρήσεις, αλλά διευθύνουν 500 αίθουσες του ουγγρικού κολοσσού Fox-West Coast και ανακατεύονται στα πόδια των Γουόρνερ. Η τηλεόραση, που μπαίνει συστηματικά στα σπίτια των Αμερικανών χαλάει τη… συνταγή του σινεμά. Οι μεγάλες αίθουσες παίρνουν την κατρακύλα και οι κινηματογραφικοί οργανισμοί παλεύουν να επιβιώσουν από την οικονομική κρίση και την εισβολή του νέου «φρούτου», που διαθέτει κι αυτό οθόνη, αλλά μικρή, και απειλεί την παντοδυναμία τους. Οι πάλαι ποτέ γίγαντες της μεγάλης οθόνης αναζητούν τρόπο επιβίωσης, μέσα από περιορισμούς, συρρικνώσεις και συγχωνεύσεις. Το 1935, ο Σπύρος μεσολαβεί για τη συγχώνευση της Fox με την 20th Century, σώζοντας την… τιμή της πρώτης και χρήζοντας τον εαυτό του κυρίαρχο του παιχνιδιού.
Στην πραγματικότητα, αυτό το deal είναι μία ακόμη θαυμαστή εμπορική ντρίπλα του τετραπέρατου Έλληνα. Η Fox, κολοσσός στον χώρο του σινεμά, είναι στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Έχει δάνεια στην Chase National Bank, που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει. Από την άλλη, η 20th Century είναι μια μικρή, σχεδόν ασήμαντη κινηματογραφική εταιρεία, χωρίς δάνεια και οφειλές. Ο Σπύρος ρίχνει στα αδέλφια του την ιδέα να αγοράσουν την 20th κι εκείνα δέχονται αμέσως. Ύστερα, πηγαίνει στην τράπεζα και προτείνει τη συγχώνευση των δύο εταιρειών, προκειμένου να μην πτωχεύσει η Fox και χαθεί η οφειλή της. Ο τραπεζίτης κάνει τη δουλειά του και οι Σκουραίοι τη δική τους. Η τράπεζα πείθει τη Fox για τη συγχώνευση και ο Σπύρος βρίσκεται μεγαλομέτοχος στην εταιρεία κολοσσό. Η συμφωνία τον οδηγεί στην κορυφαία καρέκλα του νεότευκτου οργανισμού υπό τον τίτλο «20th Century Fox». Μια νέα ανοδική πορεία ξημερώνει για το «μπροστοκρίαρο» από το Σκουροχώρι. Καλός ο Κάρολος, εργατικός και ο Γιώργης. Ο Σπύρος όμως είναι δαίμονας. Έχει ιδέες και δεν διστάζει να ρισκάρει για να τις εφαρμόσει. Έτσι κι αλλιώς, είναι τόσο επισφαλής η εποχή, που το βυθισμένο σινεμά μόνο να κερδίσει έχει από τα άλματα. Από κοντά στη φιλόδοξη διαδρομή του και η σύζυγός του Σαρούλα, αλλά και τα τέσσερα παιδιά με τα διπλά ονόματα, που στο μεταξύ έχουν αποκτήσει. Ο Σπύρος Σολών (1923), η Ντιάνα Αθανασία (1925), η Διονυσία Κολίν (1926) και ο Πλάτων Αλέξανδρος (1930). Ένα άτυχο βρέφος, η Δάφνη Ντολόρες, που έχει γεννηθεί το 1924 κι έχει πεθάνει πριν καλά καλά ζήσει, είναι το πρώτο καρφί της οικογένειας. Το επόμενο, μεγαλύτερο καρφί, θα έρθει το 1950, όταν στα μόλις 24 της θα χάσει τη ζωή της σε ατύχημα -ο Τύπος κάνει σαφώς λόγο για αυτοκτονία- η Διονυσία Κολίν. Στις εφημερίδες, τις φωτογραφίες με το ματωμένο κορμί της νεαρής στο πεζοδρόμιο συνοδεύουν μονόστηλα, που επικεντρώνουν στην αίγλη του πατέρα της… «Η κόρη του Σκούρα αυτοκτονεί βουτώντας στο κενό» είναι ο τίτλος στο δημοσίευμα της “Courier Post” εκείνη τη Δευτέρα στις 17 Ιουλίου του 1950. «Η Διονυσία Σκούρα, 23 χρόνων, της οποίας ο πατέρας Σπύρος Σκούρας είναι από τους υψηλότερα αμειβόμενους παραγωγούς του κινηματογράφου, εξέπνευσε λίγες ώρες μετά το άλμα, ή την πτώση, της από τον τέταρτο όροφο ενός κτηρίου. Η δις Σκούρα έπεσε από τον τελευταίο όροφο του κτηρίου Fox West Coast Theater του θείου της Κάρολου Σκούρα, στελέχους της βιομηχανίας του κινηματοθέατρου. Κάτοικος της Νέας Υόρκης, η δις Σκούρα επισκέφθηκε τον θείο της στο πολυτελές ρετιρέ του κτηρίου, όπου στεγάζεται το θέατρο. Τον περασμένο Δεκέμβριο, η δις Σκούρα είχε τραυματιστεί στο χέρι από σφαίρα αστυνομικού κατά τη διάρκεια ενός άγριου κυνηγητού από αυτοκίνητο της αστυνομίας, στον δρόμο Boston Post, όπου εκείνη οδηγούσε με 80 μίλια την ώρα. Μετά τη σύλληψή της δέχθηκε τις πρώτες βοήθειες. Η ετήσια αμοιβή του πατέρα της φτάνει τα 500.000 δολάρια (!)».
Ο Σπύρος Σκούρας δεν θα κάνει ποτέ λόγο για αυτοκτονία της κόρης του. Θα θρηνήσει την απώλειά της περνώντας απομονωμένος μία περίοδο κατάθλιψης, ώσπου θα επανέλθει δριμύτερος σε αυτό που τον κάνει να νιώθει δυνατός και ασφαλής. Στο σινεμά. Η 20ετία της θητείας του ως προέδρου του κινηματογραφικού κολοσσού της εποχής, θα ταυτιστεί με λάμψη και πρόοδο της 7ης τέχνης. Ο Σπύρος στερείται μόρφωσης, μιλάει τα Αγγλικά όσο κακά μιλάει και τα Ελληνικά (μνημειώδης είναι η ατάκα του Μπομπ Χόουπ «ο Σπύρος είναι είκοσι χρόνια εδώ και ακόμα μιλάει τα Αγγλικά σα να πρόκειται να έρθει την ερχόμενη εβδομάδα!»), αλλά διαθέτει ένα κτηνώδες ένστικτο, που προάγει τόσο εντυπωσιακά τη βιομηχανία του σινεμά, ώστε θα μείνει στην ιστορία της ως ο απόλυτος μέντοράς της. Σε αυτό το ένστικτό του θα βρει στήριγμα το σινεμά και θα σωθεί, την περίοδο της απειλητικής εισβολής της τηλεόρασης στην καθημερινότητα των Αμερικανών. Είναι τότε που ο Σπύρος θα λανσάρει το CinemaScope, ένα φορμάτ κινηματογραφικής προβολής ευρείας εικόνας, που θα σημάνει την υπεροχή της μεγάλης οθόνης και θα φέρει και πάλι στις αίθουσες το κοινό που την είχε εγκαταλείψει. Η πρώτη ταινία που προβάλλεται σε αυτό το νέο περιβάλλον οθόνης είναι «Ο Χιτών» (1953) σε σκηνοθεσία Χένρυ Κόστερ, με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Τζην Σίμμονς, που δίνει το φιλί της ζωής στο σινεμά και χαρίζει δύο Όσκαρ στους συντελεστές της.
«ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ;» – Η ΝΟΡΜΑ ΤΖΙΝ ΚΑΤΑΚΤΑ ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΩΣ ΜΕΡΙΛΙΝ
Δύο χρόνια νωρίτερα, σε ένα πάρτι παρουσίασης των κινηματογραφικών παραγωγών της 20th, ο Σπύρος Σκούρας προσέχει μία κομψή φιγούρα, που έχει συγκεντρώσει επάνω της βλέμματα θαυμασμού των ανδρών και φθόνου των γυναικών. Από το σημείο που βρίσκεται βλέπει μόνο μία θαυμάσια γυμνή πλάτη που χαϊδεύουν οι άκρες μιας πλούσιας ξανθής κόμης και ακούει ένα γάργαρο γέλιο. Ρωτάει «ποιο είναι αυτό το κορίτσι», αλλά η απάντηση που παίρνει δεν είναι και η πλέον διαφωτιστική: «Νόρμα Τζιν, ένα κάποιο μοντέλο, σχέση του διάσημου παίκτη του μπέιζμπολ Τζο Ντι Μάτζιο» (σε λίγα χρόνια θα παντρευτούν, αλλά ο γάμος τους δεν θα χρονίσει). Η μύτη του Σπύρου χτυπάει κόκκινο… «Τόσο δημοφιλής εδώ, αντίστοιχα και στο σινεμά» σκέφτεται και την πλησιάζει για να επικυρώσει την απόφαση που έχει πάρει ήδη, τσεκάροντας και την όψη που δεν βλέπει. Η γυναίκα πληροί τις προϋποθέσεις και με το παραπάνω. Καλοσχηματισμένα χείλη, όμορφα μάτια, σπινθηροβόλο πολλά υποσχόμενο βλέμμα. Ο Σπύρος, που αναζητεί την κατάλληλη ξανθή σταρ για τις καυτές σκηνές των τολμηρών -για τα δεδομένα της εποχής- ταινιών του, έχει βρει την πρωταγωνίστρια της επόμενης τουλάχιστον 20ετίας. Την καθίζει δίπλα του στο τραπέζι του δείπνου και την πείθει. Εκείνο το βράδυ γεννιέται η Μέριλιν Μονρόε και ο Σπύρος βαφτίζεται για τη μούσα του «papa Spyros». Η Μέριλιν δεν είναι ηθοποιάρα, δεν… τα λέει, είναι κυκλοθυμική, ασυνεπής και κακότροπη στα γυρίσματα, αλλά όλα αυτά ουδόλως αφορούν τον πρόεδρο της 20th Century Fox. Τα… φέρνει, έχει μετατραπεί στην απόλυτη σταρ, έχει αποκτήσει ένα τεράστιο fan club και ανεβάζει τις… κοινωνικές μετοχές του «papa Spyros» ο οποίος κολακεύεται να τη συνοδεύει και να τη συστήνει σε μεγαλοεπιχειρηματίες, πολιτικούς, ακόμη και βασιλείς που υποκλίνονται στην ποδιά της… Μόνο τα έτη 1951 και 1952 το όνομα της Μέριλιν εμφανίζεται στους τίτλους επτά ταινιών της 20th Century Fox!
ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΟΣ ΚΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΑΡΧΗ…
Το περιβάλλον του Σκούρα, ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνο στη βιομηχανία της μεγάλης οθόνης και των αστέρων της. Η εμπλοκή του με πρόσωπα της εκκλησίας και της πολιτικής, του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών, είναι για πολλούς ύποπτη και οπωσδήποτε εντυπωσιακή. Ως ισχυρή φυσιογνωμία του ελληνικού λόμπι στηρίζει με θέρμη τον Ελληνοαμερικανό φέρελπι πολιτικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, Σπύρο Άγκνιου, ο οποίος αρχικά εκλέγεται κυβερνήτης του Μέριλαντ και ακολούθως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Νίξον, θώκο από τον οποίο παραιτείται αποδεχόμενος εμπλοκή του σε σκάνδαλα. Επιπλέον, χρηματοδοτεί γενναιόδωρα την Αρχιεπισκοπή και το Πατριαρχείο, ενώ νωρίτερα -μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου (!)- αυτός ο σαρωτικός Έλληνας συνδέεται με βαθιά φιλία τόσο με τον Αμερικανό Πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, όσο και με τον Σοβιετικό ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ, τον οποίο μάλιστα για κάμποσα χρόνια μετά επισκέπτεται συχνά στη Μόσχα.
Γνωρίστηκαν το 1957 σε επίσημη επίσκεψη του Σοβιετικού στις ΗΠΑ, ύστερα από πρόσκληση του Αϊζενχάουερ, ο οποίος ζήτησε από τον Σκούρα να ξεναγήσει τον επίσημο καλεσμένο στο Χόλυγουντ. Χρουστσόφ, Χρουστόβα, κόρη και γαμπρός έφτασαν στην Πόλη των Αγγέλων για μια γερή χορταστική δόση καπιταλισμού, με τον … κατάλληλο ξεναγό.
Μία στιχομυθία τους παρόντων σταρ του Χόλυγουντ και δημοσιογράφων έχει περάσει ατόφια στην ιστορία σινεμά και πολιτικής:
Σκούρας: Σύντροφε, ήμουν τσοπανόπουλο και δες πού έφτασα. Διαφεντεύω χιλιάδες εργαζόμενους, που ο καθένας τους έχει δικό του αυτοκίνητο. Τις δε ταινίες μου τις βλέπουν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο.
Χρουστσόφ: Κι εγώ ήμουν γιος ανθρακωρύχου και τώρα κυβερνάω 350 εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν δωρεάν σπίτι, παιδεία και νοσοκομείο.
Στο πέρασμα του χρόνου οι δύο τους δένονται με βαθιά αληθινή φιλία κι ας μη μιλούν την ίδια γλώσσα. Όταν κοιτάζονται, κοιτάζουν θαρρείς καθρέφτη. Ίδιο σουλούπι, ίδια κοψιά, ίδια αφετηρία και αντίστοιχη κατάληξη. Δύο άνδρες που πάλεψαν πολύ ο καθείς για το δικό του πάθος. Το χρήμα ο Σκούρας, την εξουσία ο Χρουστσόφ.
«Ο ένας μαζεύει τον κόσμο στις σκοτεινές αίθουσες για ψυχαγωγία κι ο άλλος στις πλατείες για επανάσταση» σχολιάζει ο Καζάν.
Άνθρωπος με την επαρχιώτικη ευθύτητα και τον αυτοσαρκασμό στο αίμα του ο Σκούρας, άνθρωπος με ταπεινή καταγωγή και χιούμορ και ο Χρουστσόφ, όταν βρίσκονται οι δυο τους, οι διάλογοί τους καταγράφονται από τους παρόντες ως «παροιμιώδεις».
Στο Λος Άντζελες ο Σκούρας, για χάρη του επίσημου ζεύγους, ζητά από τις κοπέλες που χόρευαν Καν Καν σε κάποια ταινία, να αναπαραστήσουν τη σκηνή. Μετά το τέλος του χορού, ο Χρουστσόφ σηκώνεται όρθιος χειροκροτώντας με θέρμη τα κορίτσια που, χάριν της τέχνης, είχαν αποκαλύψει στα μάτια του τα καλλίγραμμα πόδια τους και τους ευειδείς πισινούς τους. Το στιγμιότυπο του ηγέτη των Σοβιετικών να χειροκροτεί με πάθος τις χορεύτριες από την πρώτη σειρά των θεατών δημοσιεύεται από το σύνολο του Τύπου. Του αμερικανικού, βέβαια. Όχι του Σοβιετικού…
Παρότι αρχικά φοβήθηκε για διπλωματικό επεισόδιο, εντέλει με αυτό το περιστατικό ο Σπύρος βλέπει καθαρά να ανοίγεται η φιλία του με τον Νικήτα. Αργότερα, θα διηγηθεί: «Ο Νικήτας… Μου μοιάζει και του μοιάζω. Εγώ έτυχε να έρθω στα δολάρια κι εκείνος έτυχε να γραφτεί στο Κόμμα. Ήταν εργατικός και πονηρός σαν κι εμένα και να πού έφτασε. Για δέκα χρόνια ήταν το μεγάλο αφεντικό στο Κρεμλίνο. Ποιος; Ο γιος του μουζίκου. Που γεννήθηκε σ’ ένα χαμόσπιτο από πλίθρα… Τώρα, για εκείνο το Καν-Καν που είδε με τη Νικήταινα… Καθόμουν δίπλα τους και τους παρακολουθούσα, που χαίρονταν το θέαμα, θαρρείς και βρίσκονταν στα Μπολσόι… Ήξερα πως στο φινάλε οι χορεύτριες θα έρχονταν μπροστά μας και θα δείχνανε τα βρακιά τους… Ε, όταν έγινε αυτό, μέσα στο θόρυβο της μουσικής και στα ξεφωνητά τους, ο Χρουστσόφ χάζευε και απολάμβανε το θέαμα σαν παιδί που πρωτοπάει στη Ντίσνεϊλαντ. Οι σωματοφύλακές του δείχνανε ξετρελαμένοι με τα μεταξωτά βρακιά και τις δαντέλες, καθώς οι γάμπες τιναζόντουσαν ψηλά και πέφτανε με πάταγο στο πάτωμα. Η Χρουστσόβα χειροκρότησε μαζί του, αλλά είδε πρώτη ν’ αστράφτουνε τα φλας. Έσκυψε και κάτι ψιθύρισε στον άντρα της, που άρχισε να κοιτάζει με τα μικρά μάτια του αυτούς που τον φωτογραφίζανε… Εγώ στεναχωρήθηκα. Φοβήθηκα μήπως έγινα αίτιος διπλωματικού επεισοδίου, αλλά εκείνος γύρισε και μου χαμογέλασε. Ζήτησε τότε από τον διερμηνέα να μου πει: μην ανησυχείς. Και οι μπαλαρίνες του Μπολσόι δείχνουν τα βρακιά τους…».
ΟΤΑΝ ΠΕΤΑΣ ΨΗΛΑ, ΚΑΙΓΟΝΤΑΙ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΣΟΥ… ΤΟ ΦΙΑΣΚΟ ΤΗΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ
Αλλά υπάρχει και ο Ίκαρος και η ιστορία του έχει πάντα πολλά να διδάξει. Μόνο που ο «papa Spyros» φαίνεται πως δεν την έχει εμπεδώσει… Είναι κυρίαρχος σε μία ξένη ήπειρο, και όχι μόνον, αναγνωρισμένος από όλους τους χώρους, πλούσιος, δημοφιλής. Κάνει άλματα και τα περισσότερα του… βγαίνουν. Αυτή τη φορά, όμως, θα πετάξει πολύ κοντά στον… ήλιο και τα φτερά του θα τσουρουφλιστούν.
Η παγίδα λέγεται «Κλεοπάτρα». Το 1958 ο 20th Century Fox είναι ένα κολοσσός στον χώρο του σινεμά. Ο Σκούρας έχει δοκιμάσει με επιτυχία το… καράβι πότε σε φουρτούνες και πότε σε μπουνάτσες. Οι ταινίες της εταιρείας γεμίζουν τις αίθουσες και τις τσέπες των μετόχων… Ώσπου ο παραγωγός Γουόλτερ Γουάνγκερ, που ονειρεύεται μία έγχρωμη μεταφορά της ζωής της Κλεοπάτρας στο σινεμά, κάνει στον Σκούρα την πρόταση να δουλέψει το concept υπό τη σκέπη της 20th, με τον δοκιμασμένο Ρούμπεν Μαμούλιαν στη σκηνοθεσία και την Ελίζαμπεθ Τέηλορ στον ομώνυμο ρόλο. Ο σκηνοθέτης βέβαια δεν έχει μείνει ικανοποιημένος από το σενάριο, αλλά δέχεται την πρόταση του Γουάνγκερ υπό τον όρο ότι αυτό θα ανασκευαστεί. Κάτι η «Κλεοπάτρα», που χτυπάει την ελληνική του φλέβα, κάτι η φιλόδοξη παραγωγή, που ονειρεύεται να πάει ακόμη ψηλότερα την εταιρεία, κάτι και το όνομα της μεγάλης ντίβας, ο Σκούρας δέχεται, παρότι το μπάτζετ της ταινίας με το «καλημέρα σας» εκτοξεύεται στον ουρανό… Η Τέηλορ απαιτεί και παίρνει για τον ρόλο της ένα εκατομμύριο δολάρια (!), ενώ από την πρώτη κιόλας μέρα, στα Pinewood Studios έξω από το Λονδίνο, όπου ξεκινούν τα γυρίσματα, φέρνει τους δικούς της κομμωτή και στιλίστα αναγκάζοντας τους επαγγελματίες του στούντιο να διακόψουν την κινηματογράφηση. Την τρίτη, δε, ημέρα των γυρισμάτων κι έτσι καθώς είναι υγρός Σεπτέμβριος στο βροχερό Λονδίνο και η Τέηλορ πρέπει να εμφανίζεται στους εξωτερικούς χώρους με ορθάνοιχτο το υπέροχο μπούστο της, πέφτει στο κρεβάτι με πυρετό. Αλλά η υγεία της επιδεινώνεται. Παθαίνει πνευμονία και τα γυρίσματα διακόπτονται σε έναν μόλις μήνα αφότου ξεκίνησαν. Ο προϋπολογισμός έχει φτάσει στα ύψη και ο ωφέλιμος χρόνος της ταινίας δεν ξεπερνά τα 10 λεπτά! Ο Σκούρας τρελαίνεται. Παρά τις συμβουλές πολλών να ακυρώσει την παραγωγή, δεν κάμπτεται. Το θέμα του είναι ότι δεν μπορεί να παρουσιάσει στους μετόχους απλά ως πεταμένα στα σκουπίδια τα έως τώρα υπέρογκα έξοδα των γυρισμάτων. Θεωρεί πως η καλύτερη επιλογή είναι να ολοκληρωθεί η ταινία, προσδοκώντας να καλύψει το κόστος της και να φέρει και κέρδος στην προβολή της στις αίθουσες. Στην προσπάθειά του να τελειώσει την παραγωγή, πέφτει στην ανάγκη διαφόρων επιτήδειων, που βρίσκουν την εμμονή του σαν ευκαιρία να «αρμέξουν» το ταμείο της 20th Century Fox. Ο σκηνοθέτης που δεν παίρνει στα χέρια του το νέο σενάριο, που ζήτησε, παραιτείται και ο Σκούρας «κλείνει» έναν ακριβότερο, τον Τζόζεφ Μάνκιεβιτς, θεωρώντας τον δοκιμασμένο και ικανό να δώσει ώθηση στην παραγωγή. Και φυσικά, με το αζημίωτο… Διότι και το νέο απόκτημα χαρακτηρίζει το σενάριο αποκρουστικό και για να πειστεί να αναλάβει τη δουλειά, ο Σκούρας βάζει βαθιά το χέρι στο ταμείο της Fox, προσθέτοντας στην αμοιβή του τρία επιπλέον εκατομμύρια. Αλλά ο… νόμος του Merfy είναι γνωστός για τα χουνέρια του… Το ένα κακό διαδέχεται το άλλο. Οι δύο πρωταγωνιστές αποχωρούν και στη θέση τους προσλαμβάνονται, αντί εξαιρετικά παχυλών αμοιβών, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον και Ρεξ Χάρισον, η «Κλεοπάτρα» πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, τα γυρίσματα μεταφέρονται στην ηλιόλουστη Ρώμη και τα studios της Cinecittà, όπου στήνονται νέα σκηνικά (τα παλιά μαζί με τις κόπιες των πρώτων γυρισμάτων καταλήγουν στα σκουπίδια) ο Σκούρας τραβάει τα μαλλιά του, αλλά πια δεν έχει άλλη επιλογή. Και μέσα σ΄ όλα τα άλλα, όταν κάποτε αρχίζουν τα γυρίσματα, Τέηλορ και Μπάρτον ερωτεύονται τρελά μεταξύ τους, διαλύουν τους γάμους τους και προκαλούν τέτοιο σκάνδαλο, που αποφασίζουν να μη βρεθούν ούτε στην πρεμιέρα προβολής της ταινίας, πέντε (!) χρόνια μετά, σε αίθουσα της Νέας Υόρκης.
Ο τελικός λογαριασμός της παραγωγής φτάνει τα 44 εκατομμύρια δολάρια! Το 1963! Το ποσό αντιστοιχεί σε σημερινά περί 300 εκατομμύρια δολάρια. Βέβαια, το κοινό ανταμείβει την ταινία, καλύπτει τα έξοδά της και της δίνει και κέρδη. Ωστόσο, ο Σκούρας βρίσκεται υπόλογος στους μετόχους για το μπάχαλο. Η καρέκλα του κλονίζεται τόσο, που αναγκάζεται σε παραίτηση «για λόγους υγείας». «Η συγκέντρωση στη διάρκεια της οποίας αναγκάστηκε να παραιτηθεί, υπήρξε στην πραγματικότητα η τελευταία μάχη ενός αγώνος για την εξουσία μεταξύ δύο ρευμάτων που αλληλοσυγκρούονταν εδώ και κάμποσο καιρό. Στο βάθος της γιγαντιαίας διαμάχης διαγράφονται σε γιγαντιαίες διαστάσεις οι σκιές της Ελίζαμπεθ Ταίηλορ και της Μαίριλιν Μονρόε, των δύο ωραιοτέρων σταρ του αιώνος μας. Γιατί αυτή είναι ουσιαστικά η μοναδική μάχη, που έχασε ο ακατάβλητος Σκούρας στην πολύχρονη και γραφική του σταδιοδρομία» θα δημοσιεύσει με ευθείς υπαινιγμούς την ίδια χρονιά η εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» υπό τον πηχυαίο τίτλο «Πώς εξεθρονίσθη ο Σπύρος Σκούρας – ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΗΣ ΟΥΩΛΛ ΣΤΡΗΤ ΚΑΤΑ ΤΟΥ «ΥΠΕΘΥΝΟΥ» ΔΙΑ ΤΑΣ ΖΗΜΙΑΣ – ΘΥΜΑ ΤΗΣ ΤΑΙΗΛΟΡ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΟΝΡΟΕ»…
Ο ατσάλινος mister Fox λιώνει… Αλλά μόνο για τη βιομηχανία του σινεμά. Σιγά μην τα παρατήσει. Αντίθετα, ανασυντάσσεται, θεριεύει και πάει να κατακτήσει άλλον χώρο. Αγοράζει βαπόρια. «Είμαι Έλληνας εγώ. Πρέπει να αφήσω προίκα στα παιδιά μου» λέει.
Στα 78 του φεύγει ήσυχα από καρδιακή προσβολή.
Στα εκατοντάδες συλλυπητήρια τηλεγραφήματα που δέχεται η οικογένειά του είναι και εκείνο του δραστηριότατου την περίοδο του ψυχρού πολέμου, με πλείστες όσες παρακολουθήσεις κομμουνιστών, ηγετών του κινήματος χειραφέτησης Αφροαμερικανών και αστέρων του σινεμά στο ενεργητικό του, Τζ. Έντγκαρ Χούβερ: «Είμαι παρήφανος που ήταν φίλος μου»…
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ ΜΠΕ της Τόνιας Α. Μανιατέα
*ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ: 100 ΧΡΟΝΙΑ HOLLYWOOD – Μαρ. Κουσουμίδης (Εκδ. Γιάννης Β. Βασδέκης, 1989)/ ΤΑ ΟΣΚΑΡ – Μαρ. Κουσουμίδης (Εκδ. Γιάννης Β. Βασδέκης, 1983)/ Μπ. Μαλαφούτης «Οι Έλληνες της Αμερικής 1528 – 1948» (Ν. Υόρκη, 1948)/ An Annotated Bibliography of Greek Migration – Evagelos C. Vlachos (EKKE 1966)/ MyHeritage.gr/ Geni.com