Στα Θεσσαλονικιώτικα μπαλκόνια για μπιρίμπα και κοκτέιλ
H συνήθεια που δεν ξεθωριάζει όσες γενιές κι αν περάσουν.
Στις 20:00, στο μπαλκόνι, το φωτιστικό δαπέδου από το σαλόνι μεταφέρεται έξω, η τσόχα στρώνεται στο ξύλινο με κενά τραπέζι, ξηροκάρπια και κρασί, στα παιδικά δωμάτια αντηχεί δυνατά η έκφραση “παίρνω μπιριμπάκι”, οι πόντοι σημειώνονται σε ένα ξεχασμένο ημερολόγιο που έχει γίνει σημειωματάριο αποκλειστικά για την μπιρίμπα, ατού σπαθιά. 10.600 η μία ομάδα, 7.000 η άλλη.
Θρίλερ.
Αυτή η εικόνα, με έχει σημαδέψει από τότε που ήμουν μικρή. Κάθε φορά που άνοιγε ο καιρός, και άνθιζαν τα λουλούδια στο μπαλκόνι το ραντεβού δύο φορές την εβδομάδα ήταν καθιερωμένο, με τα ίδια άτομα να “σπαταλούν” χρόνο για ώρες πάνω από ένα τραπέζι. Δεν κατάλαβα ποτέ την αξία αυτού, μέχρι που έμαθα μπιρίμπα πάτησα τα 25 και η συνήθεια μεταφέρθηκε και στην δική μου παρέα.
Ίσως είναι το μόνο παιχνίδι που σε κάθε παρέα έχει διαφορετικούς κανόνες, σε κάθε σπίτι ακούς και διαφορετικές εκδοχές, περιορισμούς, αρσενικά, χωρίς αρσενικά ο καθένας έμαθε κάτι άλλο, κι αν βρει το ταίρι του, δύσκολα το αλλάζει. Ένα σαγηνευτικό θηλυκό, που προκαλεί, γοητεύει και κάνει ολόκληρες φιλίες να διαλυθούν! Ένα πάθος, για τα καπρίτσια της που με αυτά ξελογιάζει το μυαλό και γεμίζει ολόκληρα μπαλκόνια και αυλές. Η μπιρίμπα ανήκει στα παιχνίδια που έχουν σαν βάση το πινάκλ. Η προέλευσή της είναι από τη Λατινική Aμερική, καθώς το παιχνίδι έγινε γνωστό στην Ουρουγουάη στα μέσα της δεκαετίας του ’40 με την ονομασία Μπουράκο (Burraco). Είναι επίσης παρόμοιο με το Αραβικό Banakil που παίζεται στην Ιορδανία, την Παλαιστίνη, τη Συρία και το Λίβανο.
Περπατούσα στο κέντρο και παρατηρούσα όσους ξέμειναν για Πάσχα εδώ, μία παρέα τεσσάρων κοριτσιών στον δεύτερο όροφο μίας νεοκλασσικής πολυκατοικίας μοιράζει την τράπουλα ενώ ταυτόχρονα μέσα στο σπίτι ακούγεται φέρνω τα απερολάκια κάντε χώρο! Κάθομαι για λίγο από κάτω και τις παρατηρώ, όσο τα φύλα απλώνονται στο τραπέζι. Δεν έχουν καμία διαφορά με την δικούς μου φίλους.
Δίνουμε ραντεβού κάθε Παρασκευή στο μεγαλύτερο μπαλκόνι της παρέας! Κάποιοι φέρνουν το ποτό κι άλλοι τα σνακ, δύο γατιά χαϊδεύουν τα πόδια μας και ο σκύλος καρτερικά μας κοιτά περιμένοντας να πέσει χάμω κανένα πατατάκι για να το αρπάξει. Ο καθένας έχει την δική του ιστορία στην μπιρίμπα και στο πώς ξεκίνησε, και φυσικά ο καθένας έχει διαφορετικούς κανόνες. Όμως για να μπορέσουμε να συνυπάρξουμε όλοι μαζί, πρέπει να συμβιβαστούμε με τα κοινά.
Έμαθα να παίζω μπιρίμπα το 2017, μόλις είχα τελειώσει το σχολείο και έφυγα για 2 εβδομάδες με την μαμά μου στο εξοχικό. Ε, όπως καταλαβαίνετε, την 5η ημέρα, μετά από απανωτές ταινίες, κρασιά, δουλειές και συζητήσεις κάτι έπρεπε να βρούμε να κάνουμε και κάπως έτσι λέει “έλα να σου μάθω μπιρίμπα, αν αρχίζεις να παίζεις τώρα δεν θα σταματήσεις σε όλη σου την ζωή” -είχε δίκιο. Η μαμά μου παίζει με αρσενικά η παρέα μου πάλι όχι-δράμα, μέχρι σήμερα τσακωνόμαστε για τον σωστό τρόπο, όμως την ευγνωμονώ που με έβαλε στο κόλπο και σήμερα περνάω ίσως τα καλύτερα αστικά μου βράδια.
Η Κυριακή λέει πως τα καλοκαίρια στα μπαλκόνια με μπιρίμπα είναι μια εικόνα που μεγάλωσε μαζί της:
“Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα έρθει η στιγμή που θα ζω μια σκηνή που, ως παιδί, δεν καταλάβαινα αλλά πάντα παρατηρούσα με περιέργεια: οι γονείς μου στο μπαλκόνι, καλοκαιρινό βραδάκι, παρέα με φίλους, ποτά, ξηροκάρπια και γέλια πάνω από μια τράπουλα. Μου έμοιαζε ξένη, σχεδόν βαρετή εκείνη η εικόνα μια στιγμή “των μεγάλων”. Κι όμως, στα 25 μου, αυτή η εικόνα έγινε σχεδόν το ιδανικό μου βράδυ.
Ξαφνικά, ένα παιχνίδι μπιρίμπας στο μπαλκόνι με φίλους μοιάζει με απόλυτη πληρότητα. Όλα ξεκίνησαν μια Κυριακή απόγευμα, που έψαχνε αφορμή να γίνει συνήθεια. Και έγινε. Τώρα, δεν χρειάζεται καν να κανονίσουμε κάτι. Μπορεί να είναι Τρίτη, μπορεί να είναι Πέμπτη, αρκεί ένα μήνυμα «Μπιρίμπα σε μισή ώρα στο μπαλκόνι» και ξέρεις ότι η μέρα θα κλείσει σωστά. Φωνές, μικρές διαφωνίες για το ποιοι θα παίξουν μαζί.
Στον κόσμο της μπιρίμπας, πάντα κάποιος φταίει ή το ταίρι σου που έκανε λάθος κίνηση, ή οι αντίπαλοι που είναι τυχεροί και τους κάθονται όλα τα μπαλαντέρ. Δεν υπάρχει ενδιάμεσο. Αλλά δεν έχει σημασία. Εκεί, ανάμεσα στις κάρτες και στα παγάκια που λιώνουν αργά, υπάρχει κάτι πιο βαθύ μια συντροφικότητα που έχει χτιστεί με τον χρόνο.
Σ’ αυτή την παρέα, όλοι ξέρουν πού είναι τα ποτήρια στην κουζίνα, ποια γωνιά του μπαλκονιού είναι η πιο δροσερή, πότε να φέρουν πατατάκια από το περίπτερο χωρίς να τους το ζητήσει κανείς. Κάποιοι έχουν ήδη αντικλείδι του σπιτιού σου, γιατί κάπως, χωρίς να το καταλάβεις, έγινε και δικό τους. Κι έτσι, ένα βράδυ μπιρίμπας δεν είναι απλώς ένα χαρτοπαίγνιο. Είναι ένα κομμάτι της νέας σου ρουτίνας, αυτής που μοιάζει τόσο με εκείνη που νοστάλγησες μεγαλώνοντας. Της ρουτίνας που λέει ότι η ευτυχία δεν είναι πάντα κάτι θεαματικό. Μπορεί να είναι μια στοίβα τραπουλόχαρτα, λίγο τζιν με πάγο, φίλοι που γελούν με το ίδιο αστείο για δέκατη φορά και ένα μπαλκόνι που μυρίζει ξεγνοιασιά.”
Η Πηνελόπη, είναι 27 και όπως λέει κάθε φορά που μαζεύεται με την παρέα της, απολαμβάνει την δική τους μυσταγωγία:
“Θέλει θάρρος και θράσος για να βγεις από την ασφάλεια του κλιματιστικού σου το καλοκαίρι και να αράξεις με την παρέα σου στο μπαλκόνι, εμείς περιμένουμε να πέσει ο ήλιος, μαζευόμαστε γύρω στις 20:00, φτιάχνουμε σπιτικά μοχίτο, αφού στο μπαλόνι του οικοδεσπότη υπάρχει γλάστρα μέντας ή δυόσμου, βγάζουμε έξω τον ανεμιστήρα σε μακρινή απόσταση ίσα-ίσα να μας χτυπά την πλάτη και ξεκινάμε να στήνουμε. Το πρόβλημα μας είναι εδώ και 6 χρόνια που καθιερώσαμε το μπιρίμπα night, ότι δεν έχουμε πάρει ακόμη τσόχα, οπότε αρκούμαστε στα σεμεδάκια της γιαγιάς μου κι αυτό έχει την πλάκα του, είναι cult.
Οι ομάδες είναι πάντα ίδιες και πρόκειται για δεδομένη νίκη -κανένας δεν θέλει να αλλάξει ταίρι. Λέμε κάθε φορά πως θα φτάσουμε τις 5.000 και πάντα ξεπερνάμε τις 10.000 είναι εθιστική και θέλει εγρήγορση μυαλού, αν κάποιος υπερσκέφτεται και αργεί να παίξει, οι υπόλοιποι τον βρίζουμε και καλά κάνουμε δηλαδή γιατί ξεχνάμε την κίνηση που θέλαμε να κάνουμε. Η παρέα αυτή, δημιουργήθηκε στην σχολή, όλοι ήμασταν από διαφορετικές πόλεις, οπότε πολλές φορές στις αργίες δεν επιστρέφαμε στα σπίτια μας και μαζευόμασταν με έναν σκοπό. Αποτελούμαστε από 2 αγόρια και δύο κορίτσια κι αυτό έχει τρομερό ενδιαφέρον. Γιατί βλέπεις εντελώς διαφορετικές αντιδράσεις! Η μία ομάδα είναι πιο εγωίστρια από την άλλη, αν χάσουμε δεν μιλιόμαστε μέχρι το επόμενο ραντεβού. Για εμένα, είναι μία πολύ γλυκιά συνήθεια που συνεχίζεται από τους γονείς μου ή τους παππούδες μου στα καφενεία. Είναι κορυφαίο να γεμίζουν τα μπαλκόνια με βρισιές από τα χαρτιά. Και μακάρι να υπάρχουν εκεί έξω κι άλλα νέα παιδιά που κρατούν την συνήθεια!”
Η Χριστίνα μιλά για τα δικά της σταθερά ραντεβού: “Δεν είμαστε ακριβώς high stakes χαρτοπαίκτες — περισσότερο μοιάζουμε με κάτι θείες που παίζουν με το ροζάκι στο χέρι και σχολιάζουν ποιος πέρασε από κάτω. Αλλά κάθε Τρίτη βράδυ, μόλις πέσει ο ήλιος, η πολυκατοικία παίρνει φωτιά. Στο μπαλκόνι της Εύας (που χωράει οριακά τραπέζι και τέσσερις καρέκλες IKEA σε ελαφρώς unstable κατάσταση), στήνεται το τελετουργικό.
Η τσόχα μας είναι ένα παλιό ριχτάρι που κάποτε ήταν λευκό, αλλά πια έχει προσωπικότητα σε μπεζ χρώμα. Τα ποτάκια είναι homemade — δηλαδή λικέρ που ‘χει φτιάξει η μαμά της Ντίνας το 2011 και ακόμα “κρατάει”. Παίζουμε μπιρίμπα με πάθος, βρίζουμε με αγάπη και πανηγυρίζουμε με κραυγές που ακούγονται μέχρι το περίπτερο. Αν κερδίσω εγώ (πράγμα σπάνιο), το κάνω θέμα σε όλα τα group. Αν χάσω, “δεν το έπαιρνα στα σοβαρά, ρε παιδιά, χαλαρώστε λίγο”.”
O Πάνος έμαθε να παίζει μπιρίμπα με την γιαγιά του στα 14 στο εξοχικό του και σήμερα παίζει με την παρέα του: “Όταν δεν έχουμε καύσωνα, έχουμε υγρασία. Κι όταν δεν έχουμε τίποτα απ’ τα δύο, μάλλον απλώς έχουμε μπιρίμπα. Μαζευόμαστε στο μπαλκόνι του Πέτρου, που υποστηρίζει πως “το έχει ανακαινίσει”, αλλά στην πραγματικότητα απλά άλλαξε θέση στο φυτό. Φέρνουμε καρέκλες από την κουζίνα (μία ακόμα έχει τη νάιλον ζελατίνα, δεν ξέρω γιατί) και ξεκινάει η νύχτα.
Η μπιρίμπα μας είναι το πιο σοβαρό πράγμα που κάνουμε. Παρόλο που έχουμε ξεχάσει τους κανόνες και τους ανακαλύπτουμε κάθε φορά από την αρχή. Η Μαρία παίζει λες και βρίσκεται σε παγκόσμιο τουρνουά, ο Στέλιος σκονάκιζει κάτω απ’ το τραπέζι, κι εγώ, ε… εγώ προσποιούμαι ότι δεν με νοιάζει, αλλά αν χάσω, με πιάνει υπαρξιακή κρίση.
Η τελετή ολοκληρώνεται πάντα με την κλασική ατάκα: “Τελευταίο, ε;” και μετά παίζουμε άλλα πέντε. Μία συνήθεια που γίνεται λατρεία θέλεις δεν θέλεις, αρκεί να παίξεις μία φορά.”
Η Χαρά σχολιάζει: “Αν κάποιος περάσει μια Τετάρτη βράδυ από την γειτονιά μας και κοιτάξει πάνω, θα δει το πιο παράδοξο θέαμα: τέσσερα άτομα, καθισμένα σε καρέκλες, να στήνουν μπιρίμπα σε ένα μπαλκόνι που «χρειάζεται επειγόντως βάψιμο». Εμείς το λέμε “θέατρο του παραλόγου”, αλλά το έχουμε αποδεχτεί. Εδώ και χρόνια, η συνήθεια είναι αμετάβλητη. Σχεδόν ιερή. Μπορεί να έχει 40°C και να μας περιτριγυρίζουν κουνούπια όσα φιδάκια ή καφέ κι αν κάψουμε, αλλά η μπιρίμπα παραμένει μπιρίμπα ότι και αν γίνει κι ας βάζουμε παγάκια μέσα στα ρούχα μας για να μην λιώσουμε πάνω στα τσιμέντα.
Η Μαρία φέρνει πάντα φρέσκες φέτες καρπούζι, ενώ ο Κώστας (που νομίζει ότι το ‘χει με τα λικέρ) αναλαμβάνει τα cocktail τα οποία μοιάζουν περισσότερο με σπιτικό χυμό -προχωράμε. Στο background, πάντα ακούμε τα μηχανάκια της πόλης, άντε και λίγο Θανάση Παπακωνσταντίνου από το μισοχαλασμένο Jbl ηχειάκι. Στο μπαλκόνι, όμως, εμείς έχουμε τη δική μας μικρή πραγματικότητα: αν το χέρι σου αργήσει να παίξει, τότε ξέρεις ότι κάποιος θα σου φωνάξει. Γιατί η μπιρίμπα είναι σοβαρή υπόθεση!
Η παρέα μας είναι γεμάτη ετερόκλητους χαρακτήρες: η Εύα με την αργή στρατηγική που πάντα φαίνεται αχρείαστη και στο τέλος μας κερδίζει όλους, ο Θανάσης που θεωρεί ότι η μπιρίμπα είναι “το σκάκι της λαϊκής τάξης” και εγώ, που κανένας δεν με θέλει γιατί χάνω. Ξεσπάμε σε γέλια μέχρι δακρύων, οι φωνές μας αντηχούν στους ακάλυπτους και γύρω στις 00:00 πάντα μας φωνάζουν για ησυχία και δίκιο έχουν αλλά είμαστε τόσο χωμένοι μέσα στο παιχνίδι που είναι αδύνατον να κάνουμε ησυχία.”