Σύνδρομο burnout: Μόνο το αφεντικό σας μπορεί να το θεραπεύσει
Συνήθως ερμηνεύουμε το burnout ως κάποια μορφή δυσφορίας που αισθανόμαστε, ωστόσο τεχνικά είναι πρόβλημα εργασίας. Και μόνο ο εργοδότης μας μπορεί να το λύσει.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο ψυχαναλυτής Herbert J. Freudenberger άνοιξε μια δωρεάν κλινική για τη θεραπεία άπορων ασθενών στη Νέα Υόρκη. Ήταν ένα όνειρο ζωής: ο Freudenberger εργαζόταν 10 με 12 ώρες στο ιδιωτικό του ιατρείο και , στη συνέχεια πήγαινε στην κλινική για να εργαστεί μέχρι τα μεσάνυχτα ή και περισσότερο. Καταλάβαινε βέβαια οτι ήταν υπερβολική η δέσμευση. “Ξεκινάς τη δεύτερη δουλειά σου όταν οι περισσότεροι άνθρωποι πηγαίνουν σπίτι”, έγραψε ο Freudenberger κάποια στιγμή. “Και βάζεις όλο σου τον είναι στη δουλειά”.
Τελικά, συνειδητοποίησε ότι αυτή η δωρεάν κλινική, που κάποτε του είχε δώσει τόσο νόημα και χαρά στη ζωή του, άρχισε να τον κουράζει υπερβολικά. Πολλοί από τους συναδέλφους του στην κλινική έδειχναν κουρασμένοι, απότομοι και κυνικοί. Ο Freudenberger διέγνωσε τον εαυτό του και τους άλλους γιατρούς με αυτό που ονόμασε “burnout syndrome” (σύνδρομο υπερκόπωσης), μια κατάσταση διαρκούς εξάντλησης που προκαλείται κυρίως από τη δουλειά ενός ατόμου. Το σύνδρομο αυτό, έγραψε, δεν έχει μόνο άσχημες συμπεριφορές, αλλά δημιουργεί πονοκεφάλους, προβλήματα στο στομάχι, προβλήματα ύπνου και δύσπνοια.
Στις μέρες μας, σχεδόν όλοι αισθανόμαστε σαν τον Freudenberger κατά τη 14η ώρα εργασίας του. Έχουμε ήδη περάσει ένα χρόνο εγκλεισμένοι, αποφεύγοντας τους φίλους και την οικογένειά μας, απέχοντας από ταξίδια και φαγητό έξω, πενθώντας για την απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, ενώ παράλληλα διατηρούμε τους ίδιους ρυθμούς εργασίας, φροντίζουμε τα παιδιά μας όλο το 24ωρο, κάποιοι από μας μάλιστα μόνοι μας.
Έρευνες δείχνουν ότι τείνουμε να είμαστε πιο αγχωμένοι όταν αντιμετωπίζουμε συγκρούσεις μεταξύ των διαφορετικών ρόλων μας- για παράδειγμα μητέρα, εργαζόμενη, φίλη ενός εξουθενωμένου συναδέλφου, κόρη ενός γονέα που είναι κατά του εμβολίου. Σχεδόν 3 εκατομμύρια γυναίκες στην Αμερική έχουν αποχωρήσει από την εργασία τους από την έναρξη της πανδημίας, εν μέρει επειδή επωμίζονται δυσανάλογα το βάρος όλων αυτών των διαφορετικών ρόλων.
Παρόλο που κάποιοι χρησιμοποιούν τον όρο burnout αναφερόμενοι στην κρίση μέσης ηλικίας ή σε μαθήματα Pilates, κατά βάση είναι πρόβλημα που σχετίζεται με την εργασία. Αν και influencers της ευεξίας προτείνουν λύσεις για να βγούμε από τον λήθαργο της πανδημίας, οι εμπειρογνώμονες λένε ότι οι συμβουλές και τα tips δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για τη θεραπεία της πάθησης. Αντίθετα, όπως αναφέρουν, το burnout είναι ένα πρόβλημα που δημιουργείται από το χώρο εργασίας και οι αλλαγές σε αυτόν είναι ο καλύτερος τρόπος για να το διορθώσουμε.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει το burnout ως σύνδρομο «που προκύπτει από χρόνιο άγχος στο χώρο εργασίας που δεν έχει αντιμετωπιστεί επιτυχώς». Αυτό προκαλεί εξάντληση, κυνισμό απέναντι στη δουλειά και μειωμένη «επαγγελματική αποτελεσματικότητα».
Έξι στοιχεία εργασίας προκαλούν burnout, λέει η Christina Maslach, καθηγήτρια ψυχολογίας στο UC Berkeley και η σημαντικότερη ερευνήτρια του συνδρόμου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το πρώτο είναι καθαρά ο φόρτος εργασίας – δλδ το να έχουμε πάρα πολλά να κάνουμε. Ένας λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι αισθάνονται εξουθενωμένοι τώρα είναι ότι εργάζονται περισσότερες ώρες κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Το burnout μπορεί επίσης να προκαλείται “από την κουλτούρα του ανελέητου ανταγωνισμού, προσανατολισμένη στο καθαρό κέρδος και στα άμεσα αποτελέσματα”, δήλωσε η Mandy O’Neill, καθηγήτρια διαχείρισης επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο George Mason, κατά το podcast Women at Work του Harvard Business Review.
Ο δεύτερος παράγοντας έχει να κάνει με τον πόσο έλεγχο ή αυτονομία έχει κάποιος στην εργασία του. Όπως γράφει ο καθηγητής οργανωσιακής συμπεριφοράς του Stanford, Jeffrey Pfeffer στο βιβλίο του Dying for a Paycheck: “Εάν μέσω των ενεργειών τους οι άνθρωποι δεν μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά το τι συμβαίνει σε αυτούς, θα σταματήσουν να προσπαθούν. Γιατί να ξοδεύουν τόση προσπάθεια όταν τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας είναι ανεξέλεγκτα, καθιστώντας την προσπάθεια άκαρπη; ”
Ο τρίτος παράγοντας είναι η έλλειψη αναγνώρισης ή ανταμοιβής για την εργασία . Προσπαθείς σκληρά, ξεπερνάς τον εαυτό σου, αλλά εν τέλει τί αλλάζει;
Ο τέταρτος παράγοντας έχει να κάνει με το αν ο χώρος εργασίας είναι ένα υγιές περιβάλλον που προάγει την ομαδικότητα ή κυριαρχούν ίντριγκες και “πισώπλατα μαχαιρώματα”. Το πέμπτο αναφέρεται στο κατά πόσον οι πολιτικές και οι πρακτικές εφαρμόζονται δίκαια. Τέλος, η εργασία που δεν έχει νόημα ή αξία για τους εργαζόμενους μπορεί να οδηγήσει σε burnout. Είναι διαφορετικό να περνάς 60 ώρες την εβδομάδα για να ελευθερώσεις ένα αθώο από τη φυλακή από το να τις ξοδεύεις προσπαθώντας να εισπράξεις ένα χρέος.
Κάποιες έρευνες δείχνουν ότι το burnout είναι στην πραγματικότητα κατάθλιψη. Σε αρκετές μελέτες του Renzo Bianchi, ψυχολόγου στο Πανεπιστήμιο Neuchâtel της Ελβετίας, πάνω σε δασκάλους, απέδειξαν οτι η πλειονότητα των εκπαιδευτικών που είχαν συμπτώματα burnout είχαν επίσης συμπτώματα μέτριας ή σοβαρής κατάθλιψης. Άλλες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι “το burnout και τα καταθλιπτικά συμπτώματα φαίνεται να συσσωρεύονται και να αναπτύσσονται παράλληλα”.
Ο Bianchi λέει πως η κατανόηση των ομοιότητας μεταξύ burnout και κατάθλιψης είναι σημαντική επειδή εάν κάποιος θεωρηθεί απλά ως εξουθενωμένος, αντί για κλινικά καταθλιπτικός, ενδέχεται να καθυστερήσει την αναζήτηση βοήθειας. Πώς το ξεχωρίζει ο ίδιος; “Το βασικό ερώτημα είναι: Όταν κάτι κακό συμβαίνει σε εσάς, υπάρχει κάτι που μπορείτε να κάνετε για να επιλύσετε το πρόβλημα, να ξεπεράσετε τη δυσκολία, να εξουδετερώσετε τον κίνδυνο που διακυβεύεται; Εάν ναι, δεν πρέπει να αναμένονται συμπτώματα κατάθλιψης “, αναφέρει. “Αλλά αν αισθάνεστε πως δεν υπάρχει τίποτα που μπορείτε να κάνετε, βρίσκεστε σε αδιέξοδο, καταδικασμένοι να υπομείνετε παθητικά τις αρνητικές επιπτώσεις που έχουν αυτά τα προβλήματα / δυσκολίες / στρες σε εσάς, αυτό συμβαίνει γιατί το άγχος αρχίζει να απειλεί την ψυχολογική και σωματική σας υγεία. ” Αυτές τις μέρες, πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ότι πρέπει να “υπομένουν παθητικά” μία από τις τις πιο αγχωτικές καταστάσεις που έχουν συναντήσει ποτέ.
Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι Αμερικανοί ερευνητές του θέματος, συμπεριλαμβανομένης της Maslach, θα έλεγαν ότι το πρόβλημα δεν είναι το ίδιο το burnout αλλά αυτό που το προκάλεσε.
Αυτήν τη στιγμή, για παράδειγμα, οι εργοδότες μπορεί να παροτρύνουν τους εργαζομένους να “κάνουν περισσότερα με λιγότερα” ή να τους κάνουν να ανησυχούν ότι θα απολυθούν ή να τους ζητήσουν να μην αφήνουν τα παιδιά τους να εμφανιστούν στις κλήσεις Zoom τους.
Η Maslach αρνείται να συνδέσει το burnout με την κατάθλιψη ακριβώς επειδή κάτι τέτοιο συνεπάγεται ότι το πρόβλημα έγκειται στους εργαζομένους – ότι το μόνο που χρειάζονται είναι λίγο Lexapro για να είναι εντάξει με τη συμπεριφορά του εργοδότη τους.
Κάποιες εταιρίες έχουν εισαγάγει virtual σεμινάρια ενσυνειδητότητας και μαθήματα γιόγκα μέσω Zoom κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ την ίδια στιγμή οι προσδοκίες των εργοδοτών για παραγωγικότητα των εργαζομένων παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητες. Μια μελέτη της εταιρίας McKinsey που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο σημείωσε ότι πολλές εταιρείες είχαν “διευρυμένες υπηρεσίες που σχετίζονται με την ψυχική υγεία, όπως προγράμματα συμβουλευτικής και εμπλουτισμού”, αλλά πολύ λίγες είχαν “λάβει μέτρα για να προσαρμόσουν τους κανόνες και τις προσδοκίες που είναι πιθανότατα υπεύθυνες για το άγχος και την εξάντληση των εργαζομένων “.
Αν και πρακτικές όπως η γιόγκα και ο διαλογισμός μπορεί να είναι επωφελείς, οι εργαζόμενοι πρέπει να αισθάνονται έχουν το περιθώριο να αφιερώσουν μια ώρα από την ημέρα τους για να τα κάνουν. “Εάν εσείς, ως μεμονωμένος υπάλληλος, θέλετε να πάρετε μια ημέρα άδεια για να αφιερώσετε στην ψυχική σας υγεία, αλλά η πολιτική της επιχείρησης δεν το υποστηρίζει και υπάρχει φόβος για αντίποινα, τότε είναι δύσκολο να επωφεληθείτε από κάτι τέτοιο”. Η Nicole Mason, πρόεδρος του Institute for Women’s Policy Research αναφέρει: “Η ώρα της γιόγκα είναι καλή”, ωστόσο προσθέτει: “κάποια credits στις μητέρες για την φροντίδα των παιδιών και οι ευέλικτες ή μειωμένες ώρες εργασίας θα ήταν ακόμη καλύτερες”.
Αντί να παρέχουν workshops για μείωση του άγχους, ο Pfeffer αναφέρει πως “οι εργοδότες θα πρέπει να αναδιοργανώσουν το εργασιακό περιβάλλον ώστε, στο μέτρο του δυνατού, να αποτρέψουν το άγχος. Θεωρούμε το άγχος και την εξάντληση ως αναπόφευκτη κατάσταση της εργασίας – αλλά δεν είναι. Μπορούμε να δημιουργήσουμε θέσεις και περιβάλλοντα εργασίας για να τα ελαττώσουμε , έτσι ώστε να μη χρειαστεί καν να προσπαθήσουμε να τα θεραπεύσουμε”.
Η συγκεκριμένη χρονική στιγμή δε βοηθά βέβαια για όλα αυτά. Πολλοί γιατροί και νοσοκόμες αισθάνονται εξουθενωμένοι λόγω του τεράστιου όγκου των ασθενών COVID-19 που θεραπεύουν. Κάποιοι από τους στρεσογόνους παράγοντες θα τελειώσουν με την πανδημία, αλλά ακόμη και τότε, η κατάρρευση της οικονομίας θα δημιουργήσει ένα δύσκολο περιβάλλον για τους εργαζόμενους. Ακόμα και μετά τον εμβολιασμό τους, οι Αμερικανοί είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν burnout. Στο podcast του, ο ψυχολόγος Adam Grant, , συνόψισε τα κλειδιά για την πρόληψη του burnout ως “αξίωση, έλεγχος και υποστήριξη”: Υποβάλετε λιγότερες απαιτήσεις στα άτομα, δώστε τους περισσότερο έλεγχο για το πώς να χειριστούν αυτές τις απαιτήσεις και παρέχετε υποστήριξη για την αντιμετώπισή τους. Και οι τρεις είναι στην εξουσία του αφεντικού σας.
Πηγή: The Atlantic