Τα όμορφα μυαλά …όμορφα «καίγονται»
Δυο λόγια για τα χαρισματικά παιδιά που ζουν στην Ελλάδα.
Μπορεί η φύση να τα προίκισε με επιπλέον πνευματικά χαρίσματα, η δημόσια παιδεία όμως στην Ελλάδα, δεν φαίνεται διατεθειμένη να τα «φροντίσει», αλλά και να αξιοποιήσει τις δυνατότητές τους. Τα χαρισματικά παιδιά στην Ελλάδα υπάρχει κίνδυνος, σύμφωνα με τους ειδικούς, να χαρακτηριστούν ακόμα και ως παιδιά με προβληματικές συμπεριφορές, εάν δεν διαγνωστούν άμεσα οι ικανότητές τους, ενώ σίγουρα δεν υπάρχουν δημόσια προγράμματα να τα στηρίξουν και να τα βοηθήσουν να αναπτύξουν ακόμα περισσότερο τις δυνατότητές τους, όπως ισχύει στο εξωτερικό.
Η ειδική παιδαγωγός, επίκουρη καθηγήτρια στην Α΄ Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του νοσοκομείου Παπαγεωργίου και υπεύθυνη της εξωτερικής υπηρεσίας διάγνωσης μαθησιακών διαταραχών, μιλώντας στο Αθηναϊκό και Μακεδονικά Πρακτορείο Ειδήσεων και την Αλεξάνδρα Χατζηγεωργίου, υπογράμμισε πως «πολλές φορές, αυτά τα παιδιά, λόγω του ότι έχουν πιο υψηλές ικανότητες, μπορεί να δίνουν μια εικόνα στο σχολείο με συμπεριφορικά προβλήματα, διότι βαριούνται, γιατί κουράζονται, τους είναι όλα εύκολα και εάν αυτό δεν γίνει έγκαιρα αντιληπτό, μπορεί αυτό το παιδί να χαρακτηριστεί ως ένα παιδί με πρόβλημα συμπεριφοράς και να μη διαγνωστεί ποτέ ως χαρισματικό».
Υπάρχει νομοθεσία για τα χαρισματικά παιδιά που δεν εφαρμόστηκε ποτέ
«Κατά καιρούς γίνονται διάφορες τροποποιήσεις στους νόμους που αφορούν αυτές τις κατηγορίες των παιδιών, που περικλείονται στη νομοθεσία της ειδικής αγωγής. Η τελευταία τροποποίηση του νόμου της ειδικής αγωγής που έγινε το 2008 με τον νόμο 3699, είχε μια αναφορά και στα χαρισματικά παιδιά, η οποία όμως δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή» επισήμανε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η Σοφία Βαβέτση, που ανήκει στο εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό στο τμήμα μαθησιακών δυσκολιών στο νοσοκομείο Παπαγεωργίου. Μάλιστα, αναφέρει ότι «τα χαρισματικά παιδιά, σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελλάδας και με συγκεκριμένα άρθρα, έχουν κάθε δικαίωμα στη μάθηση, άρα όταν το κράτος δεν βρίσκει τρόπο να εφαρμόσει διατάξεις για αυτά τα παιδιά, είναι αντισυνταγματικό. Για τα παιδιά αυτά, δεν έχουμε καμία πρόβλεψη από τη δημόσια παιδεία, διότι εντάσσονται στην ίδια κατηγορία με τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες. Ενώ ξεκάθαρα είναι άλλη κατηγορία».
Δεν υπάρχει δημόσιος οργανισμός και εκπαιδευτικό πλαίσιο για τα παιδιά με υψηλό δείκτη νοημοσύνης
«Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάτι για αυτά τα παιδιά» επισημαίνει η Δρ. Τέσσα Χριστοδούλου, κλινική ψυχολόγος- νευροψυχολόγος, εγκληματολόγος, η οποία πρόσφατα αξιολόγησε τον οκτάχρονο μικρό «Αϊνστάιν» από την Πέλλα, Τάσο Γεραντίδη, ο οποίος ήδη μετακόμισε στη Γερμανία με την οικογένεια του, για να αποκτήσει τα απαραίτητα εφόδια. «Δεν υπάρχει ένας δημόσιος οργανισμός που να μπορέσει να βάλει αυτά τα παιδιά σε ένα πλαίσιο εκπαιδευτικό, ώστε ακόμα και σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο της χώρας μας, να μπορέσουν να ασχοληθούν με κάτι παραπάνω. Σίγουρα υπάρχουν και πολλοί χαρισματικοί καθηγητές, που θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν αυτά τα παιδιά μέσα από ένα ερευνητικό πρόγραμμα, να ασχοληθεί το καθένα με την επιστήμη που έχει επιλέξει σύμφωνα με τη χαρισματικότητά του» τόνισε. Η κ. Χριστοδούλου σε επαφές που είχε με γονείς χαρισματικών παιδιών της μετέφεραν τον προβληματισμό τους. «Οι γονείς στη χώρα μας που έχουν χαρισματικά παιδιά με κλίση κυρίως στα μαθηματικά, αναρωτιούνται προς τα πού θα πρέπει να κινηθούν. Το ερώτημα είναι τι θα κάνουμε με το παιδί; Αυτά τα παιδιά, τα οποία μάλιστα συχνά μπορεί να βαριούνται και να θεωρούν πολύ τυποποιημένα αυτά που διδάσκονται, δεν μπορούν αυτή τη στιγμή στη χώρα μας να απορροφηθούν κάπου».
Χρειάζεται διεπιστημονική προσέγγιση για να καταλήξουμε σε έγκυρη διάγνωση
Η υπεύθυνη της εξωτερικής υπηρεσίας διάγνωσης μαθησιακών διαταραχών, Ελίνα Μπόντη, αναφέρει πως «δυστυχώς δεν υπάρχει ένα ενιαίο σταθμισμένο εργαλείο στη Ελλάδα, αλλά μόνο μεμονωμένα, που αξιολογούν μεμονωμένες ικανότητες. Εγώ χρησιμοποιώ την άτυπη μαθησιακή εκτίμηση, μια σειρά διαγνωστικών δοκιμασιών, την οποίο συμπληρώνει το τεστ νοημοσύνης, το WISC-5, το οποίο είναι σταθμισμένο και έτσι έχουμε μια πλήρη εικόνα για το μαθησιακό προφίλ του παιδιού και το νοητικό προφίλ του παιδιού, δηλαδή πέρα από έναν δείκτη νοημοσύνης, μας δίνει και ενδοατομικές ικανότητες. Βλέπουμε το λεκτικό σκέλος, την αντίληψη, τη μνήμη, την ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών και πολλά στοιχεία για το γνωστικό προφίλ του παιδιού και έχουμε και μια παιδοψυχιατρική εκτίμηση, καθώς οι μαθησιακές δυσκολίες είναι μία πολυπαραγοντική κατάσταση, στην οποία πρέπει να έχουμε μια διεπιστημονική προσέγγιση για να καταλήξουμε σε μια έγκυρη διάγνωση».
Τονίζει δε πως «το νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα είναι ελλιπές. Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα αυτό, διότι η μόνη γνωμάτευση που ισχύει και μπορεί να εφαρμοστεί είναι η απαλλαγή από τις γραπτές εξετάσεις. Δυστυχώς όλοι θέλουν αυτή την απαλλαγή, αλλά δεν είναι για όλα τα προφίλ των μαθητών» και προσθέτει ότι «τα χαρισματικά παιδιά που οι ικανότητες τους είναι πάνω από τον μέσο όρο σε κάποιους τομείς ή σε όλους είναι και αυτά παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Όπως επίσης ένα παιδί με διαταραχές του λόγου, δεν υπάρχει επίσημα κάποιος διαφορετικός τρόπος αντιμετώπισης στο σχολείο, όπως υπάρχει στο εξωτερικό, ιδίως για τα χαρισματικά παιδιά, αλλά και για τα παιδιά με άλλου τύπου διαταραχές πέραν της δυσλεξίας. Αυτό είναι ένα έλλειμα τεράστιο στη χώρα μας».
«Στη συγκεκριμένη υπηρεσία έχουμε επίσης την ιδιαιτερότητα ότι είμαστε από τις ελάχιστες υπηρεσίες στην Ελλάδα που μπορούμε και βλέπουμε ηλικίες και άνω των 16 ετών. Η επίσημη διάγνωση των μαθησιακών μπορεί να γίνει μετά τη δευτέρα δημοτικού και εμείς μπορούμε να δούμε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Από παιδιά δημοτικού και εφήβους ώς ενήλικες. Οι ενήλικες μάλιστα είναι αυτοί που αντιδρούν με έναν βαθιά συναισθηματικό τρόπο, καθώς όταν αντιλαμβάνονται ότι οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στη μάθηση οφείλονταν για παράδειγμα στη δυσλεξία είναι σαν να δικαιώνονται και μερικές φορές ξεσπούν σε κλάματα» εκμυστηρεύτηκε η κ. Μπόντη.
Οι οδηγίες που δίνουμε δύσκολα εφαρμόζονται από τους εκπαιδευτικούς
Σχετικά με το τι ισχύει στη χώρα μας και πώς συμπεριφέρονται στα δημόσια σχολεία στα παιδιά που εντάσσονται στην ειδική αγωγή, ανάμεσα τους και τα χαρισματικά παιδιά, η Ελίνα Μπόντη ανέφερε πως «σε δημόσιο επίπεδο, δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες που να εφαρμόζονται για αυτές τις περιπτώσεις. Εμείς δίνουμε συγκεκριμένες οδηγίες, αλλά επίσης θεωρώ ότι εξαρτάται από την καλή θέληση και την ευαισθητοποίηση των εκπαιδευτικών και ειδικά στο γυμνάσιο και στο λύκειο είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί, διότι κάθε εκπαιδευτικός θα πρέπει να μπει σε αυτή την διαδικασία». Διευκρίνισε δε, ότι θα πρέπει να υπάρχουν από το υπουργείο Παιδείας, «συγκεκριμένες οδηγίες και συγκεκριμένη ύλη για το εκπαιδευτικό, όπως αυτό που ζητάμε να μειώνεται η ύλη και να τροποποιείται ανάλογα με τις ανάγκες του παιδιού. Δυστυχώς όμως αυτό που ζητάμε στη θεωρία, να υπάρχει δηλαδή διαφοροποιημένη διδασκαλία για τα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, στην πράξη, δεν εφαρμόζεται, παρά μόνο εάν το επιθυμεί και έχει τη διάθεση να το κάνει ο εκπαιδευτικός».
Αλεξάνδρα Χατζηγεωργίου/AΠΕ-ΜΠΕ