Ο διευθυντής Πληροφορικής του ΜΙT Media Lab για τα προσωπικά δεδομένα
Ο διευθυντής Πληροφορικής του ΜΙT Media Lab, Μιχάλης Μπλέτσας, μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τα προσωπικά δεδομένα, με αφορμή και την Covid-19.
Την απαγόρευση της πολιτικής διαφήμισης που στοχεύει με ακρίβεια σε μικρές ομάδες πολιτών, όπως αυτή του Ντόναλντ Τραμπ στις τελευταίες Προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, αλλά και τη φορολόγηση της ανταλλαγής των προσωπικών δεδομένων των χρηστών στα social media, προτείνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο διευθυντής Πληροφορικής του Μedia Lab του περίφημου Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), Μιχάλης Μπλέτσας.
Η συζήτηση με τον Μιχάλη Μπλέτσα, έναν από τους εφευρέτες του φορητού υπολογιστή των 100 δολαρίων, που από κοινού με τον Nicholas Negroponte έθεσε τις βάσεις του μη κερδοσκοπικού οργανισμού «One Laptop Per Child (“Ένα λάπτοπ για κάθε παιδί”)», έγινε διαδικτυακά μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βοστόνης.
Στράφηκε δε, γύρω από τα προσωπικά δεδομένα, με αφορμή τα σοβαρά ζητήματα παραβίασης ιδιωτικότητας, που αναδείχτηκαν στη διάρκεια της Covid-19 σε χώρες όπως η Κίνα και η Νότια Κορέα, αλλά και σε ευρωπαϊκά κράτη όπως η Μολδαβία και το Μαυροβούνιο, όπου -σύμφωνα με καταγγελίες τοπικών μέσων κι οργανισμών- δημοσιοποιήθηκαν ακόμη και ονόματα νοσούντων.
Γεγονότα και …εναλλακτικά γεγονότα
Στοιχειοθετώντας τη θέση του για την απαγόρευση της εξαιρετικά στοχευμένης πολιτικής διαφήμισης με χρήση προσωπικών δεδομένων, ο κ. Μπλέτσας εξηγεί ότι, στο παρελθόν, αν μια τέτοια διαφήμιση ήταν ψευδής, υπήρχε δημόσιος έλεγχος, επειδή την έβλεπε και την έκρινε μεγάλο ποσοστό πολιτών. Σήμερα, με τη δυνατότητα που υπάρχει για εκατομμύρια εξατομικευμένα μηνύματα, π.χ, στο Facebook, βλέπουν τη διαφήμιση μόνο αυτοί στους οποίους απευθύνεται, με αποτέλεσμα πολύ μικρότερη δυνατότητα δημόσιου ελέγχου και πολύ μεγαλύτερη πόλωση.
«Μπορούμε ως κοινωνία να απορροφήσουμε τις συνέπειες αυτής της υπερβολικής ακρίβειας στη στόχευση του μηνύματος; Νομίζω όχι. Πιστεύω πως θα έπρεπε να απαγορευτούν οι πολιτικές καμπάνιες που στοχεύουν σε μικρό κοινό, σαν αυτή που έκανε ο Τραμπ στις προηγούμενες εκλογές, οπότε δημιούργησε χιλιάδες διαφορετικές, μικροστοχευμένες διαφημίσεις. Η κοινωνία δεν τις είδε συνολικά και πολλές επικαλούνταν ψεύτικα γεγονότα ή δεδομένα, κάτι που τελικά παραδέχτηκαν και οι ίδιοι, λέγοντας “υπάρχει η αλήθεια και η εναλλακτική αλήθεια, there are facts and there are alternative facts”», σημειώνει.
Ο διάλογος σε άσπρο-μαύρο, η περίπτωση Δημάκη κι οι κάμερες στις τάξεις
Προσθέτει ότι ο πολωτικός τρόπος λειτουργίας των πραγμάτων, που έρχεται ως απόρροια της αλγοριθμικής στόχευσης και της χρήσης προσωπικών δεδομένων, περιορίζει το περιθώριο για ουσιαστικό δημόσιο διάλογο.
«Δυστυχώς, παρότι σε έναν πολύπλοκο κόσμο τα πράγματα δεν είναι άσπρα ή μαύρα, ο δημόσιος διάλογος γίνεται πολύ συχνά στη λογική του άσπρου-μαύρου. Για να δώσω ένα παράδειγμα, προσπάθησα να δω τι γίνεται με την υπόθεση του Βασίλη Δημάκη στην Ελλάδα. Αν πιστέψει κάποιος αυτά που διαβάζει και στα social media, οι Ελληνες ζούμε είτε σε ένα κράτος που παραβιάζει όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου είτε σε ένα κράτος που εκβιάζεται. Τι ακριβώς ισχύει, εγώ προσωπικά δεν το έχω καταλάβει, δεν είδα να γίνεται μια σοβαρή έρευνα», υποστηρίζει.
Σχολιάζοντας μια άλλη πτυχή της επικαιρότητας στην Ελλάδα, που σχετίζεται με προσωπικά δεδομένα, επισημαίνει: «αυτή η ιστορία με τις κάμερες στις τάξεις, κατά τη γνώμη μου δείχνει πόσο διυλίζουμε τον κώνωπα καταπίνοντας την κάμηλο. Όταν όλα τα παιδιά χρησιμοποιούν social media, χωρίς να έχουν καμιά εκπαίδευση στο μοίρασμα προσωπικών δεδομένων στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, δεν μπορεί ξαφνικά αυτό που μας καίει να είναι μη φανεί μια γκριμάτσα ή αντίδραση στην τάξη. Να ανησυχούμε για τα σωστά πράγματα».
Η ζημία που προκαλεί η «κουλτούρα του τζάμπα»
Κατά τον Μ. Μπλέτσα, η ανταλλαγή δεδομένων επιβάλλεται να φορολογηθεί. «Εσύ, ως άτομο, συνεισφέρεις δωρεάν, μέσω των social media, συμπεριφορικά δεδομένα, που πουλιούνται πολύ ακριβά στους διαφημιστές κτλ. Τα δίνεις δωρεάν, αυτοί σου δίνουν μια δωρεάν υπηρεσία επίσης, κανένας δεν πληρώνει φόρο. Αυτή η “κουλτούρα του τζάμπα” έχει δημιουργήσει πάρα πολλά προβλήματα, οπότε πιστεύω ότι ένας τρόπος να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με τα προσωπικά δεδομένα είναι η φορολόγηση της ανταλλαγής. Όταν έχεις αίσθηση της αξίας των δεδομένων σου, αρχίζεις και τους δίνεις μεγαλύτερη προσοχή. Ίσως λοιπόν οι κυβερνήσεις πρέπει να δείξουν στους πολίτες, μέσω της φορολόγησης, ότι τα δεδομένα τους έχουν αξία», λέει.
Μήπως όσα έφερε η πανδημία ήρθαν για να μείνουν;
Ερωτηθείς αν πιστεύει πως οι υποδομές (π.χ., ψηφιακής παρακολούθησης), που χρησιμοποιήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας σε διάφορες χώρες (εφαρμογές σε κινητά, κάμερες, δεδομένα από συναλλαγές), ήρθαν για να μείνουν, απαντά: «Πιστεύω πως θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Διότι όταν δίνεις στις κυβερνήσεις τέτοιου είδους δυνατότητες, πάντα κάποιος θα βρεθεί που θα τις κρατήσει. Γι’ αυτό η χρήση και η συλλογή προσωπικών δεδομένων θα πρέπει να είναι κάθε φορά απόλυτα τεκμηριωμένη, για να καλύψει μια πραγματική ανάγκη, στη διάρκεια μιας κρίσης για παράδειγμα».
Ποιος όμως το διασφαλίζει αυτό; «Αυτό το διασφαλίζουν οι νόμοι, οι θεσμοί, οι ανεξάρτητες ελεγκτικές αρχές και, κυρίως, η διάκριση των εξουσιών στις δυτικές κοινωνίες. Τα ζητούμενα είναι δύο: η ποιότητα των θεσμών και η διάκριση των εξουσιών, τα οποία διασφαλίζονται από την ποιότητα της παιδείας των πολιτών σε μια χώρα» εκτιμά.
Η αγορά δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα από μόνη της
Σε μια εποχή που η τεχνολογία έχει αποκτήσει κεντρικό ρόλο στη ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων, τον φοβίζει η κυβερνο-φτώχεια; Όπως επισημαίνει, η τεχνολογία είναι ενισχυτική προέκταση των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Συνεπώς, όταν υπάρχει μια ανισότητα, αν δεν υπάρξουν ρυθμιστικές παρεμβάσεις κι η αγορά αφεθεί να λύσει το πρόβλημα μόνη της, η τεχνολογία θα αυξήσει την ανισότητα αυτή.
Υπάρχουν όμως περιθώρια παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων: «Στην Ελλάδα με γνωρίζετε ίσως περισσότερο για το λάπτοπ των 100 δολαρίων. Ήταν μια παρέμβαση που έγινε (στο ΜΙΤ) κυρίως για να “σπρώξουμε” τη βιομηχανία προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, γιατί αν την άφηνες μόνη της ο σκοπός της ήταν μόνο η μεγιστοποίηση του κέρδους. Άλλο παράδειγμα: τι συμβαίνει σήμερα με την πρόσβαση στο Διαδίκτυο στην Ελλάδα; Αν δεν υπήρχαν οι δράσεις για τις αγροτικές περιοχές, όπου επιδοτούνται οι πάροχοι, δεν θα είχαμε υπηρεσία εκεί. Η αγορά δεν έλυσε κανένα πρόβλημα μόνη της. Στην Ελλάδα έχουμε σχετικά ελεύθερη αγορά, με πολλές στρεβλώσεις μεν, αλλά ελεύθερη, και πάλι είμαστε τελευταίοι στην ΕΕ στη διείσδυση του Διαδικτύου» σημειώνει.
Συμπληρώνει ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε τον πραγματικό ρόλο των κυβερνήσεων, ο οποίος είναι η ρύθμιση, η καταπολέμηση των ανισοτήτων και η ύπαρξη ποιοτικών υπηρεσιών για όλους. «Οι δύο χώρες που είναι πρωταθλήτριες στην ελεύθερη αγορά και το μικρό κράτος, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο των Συντηρητικών, «είχαν τα χειρότερα αποτελέσματα στην πανδημία, γιατί η κυβέρνηση άργησε να παρέμβει», τονίζει.
Όσο αυξάνεται η πολυπλοκότητα, τόσο αυξάνονται οι «μαύροι κύκνοι»
Ο καπιταλισμός, λέει ο Μιχάλης Μπλέτσας, με την έμφαση που δίνει στην όσο το δυνατόν αποδοτικότερη εκμετάλλευση των πόρων -έναν στόχο θετικό κατά τα άλλα- σε αφήνει τελείως εκτεθειμένο σε περιπτώσεις που υπάρχουν «μαύροι κύκνοι» (σ.σ. εντελώς απρόβλεπτα γεγονότα). «Ο χρόνος συμπιέζεται, χτίζουμε συνέχεια ένα σύστημα με αυξανόμενα επίπεδα πολυπλοκότητας, επομένως όσο αυξάνεται η πολυπλοκότητα, τόσο θα αυξάνονται και οι “μαύροι κύκνοι”. Το να γυρίσουμε πίσω είναι ανέφικτο. Σε όλους αρέσουν τα αποτελέσματα αυτής της πολυπλοκότητας: ζούμε καλύτερα και περισσότερο, ζωές πολύ πιο πλούσιες σε εμπειρίες, όχι μόνο στη Δύση, αλλά σταδιακά και στην Ασία και πλέον και στην Αφρική. Ο κόσμος δεν γυρίζει πίσω, αλλά χρειάζεται να δούμε τις ρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν σε αυτό το σύστημα, για να λειτουργεί καλύτερα» υπογραμμίζει.
Προσθέτει ότι ενώ παλαιότερα οι ισορροπίες στον πλανήτη μπορούσαν εύκολα να μοντελοποιηθούν σαν εκκρεμή στο μυαλό κάποιου, πλέον δεν είναι έτσι: «τραβάνε πολλοί από πολλές κατευθύνσεις και πια η ισορροπία γίνεται όλο και πιο δύσκολη, για αυτό και είναι τόσο σημαντικό να υπάρχουν ποιοτικοί θεσμοί και ποιοτική δημόσια διοίκηση»._
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ ΜΠΕ / Αλεξάνδρα Γούτα