Η μεγάλη κατάρρευση των ειδήσεων και των κοινωνικών μέσων
Η σχέση των Big Tech με τη δημοσιογραφία είναι πολύ πιο περίπλοκη από ό,τι φαίνεται.
Την τελευταία δεκαετία, η Silicon Valley έμαθε το μάθημα ότι οι ειδήσεις είναι ένα χαοτικό, δαπανηρό, χαμηλού περιθωρίου κέρδους επιχείρηση – του είδους που, αν δεν είσαι προσεκτικός, μπορεί να μετατρέψει έναν ανεπίδεκτο διευθύνοντα σύμβουλο σε διεθνή κακοποιό και να τον “σύρει” μπροστά από το Κογκρέσο.
Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν, το ότι οι Big Tech αποφάσισαν να αποχωρήσουν εντελώς από αυτό το εγχείρημα. Μετά τις εκλογές του 2016, οι ειδήσεις έγιναν βάρος αντί για όφελος, μια επιβάρυνση που κανένα στέλεχος δεν ήθελε να αντιμετωπίσει. Σιγά-σιγά, και μετά όχι τόσο σιγά, οι εταιρείες αποχώρησαν από τον τομέα των ειδήσεων.
Το Facebook μείωσε την ορατότητα ειδήσεων στις ροές των χρηστών. Τόσο η Meta όσο και η Google περιόρισαν τη διανομή περιεχομένου ειδήσεων στον Καναδά. Ο επικεφαλής του Instagram της Meta, Adam Mosseri, σημείωσε ότι το καινούργιο κοινωνικό τηςς δίκτυο, το Threads, δεν θα κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια να ενισχύσει το περιεχόμενο ειδήσεων. Ο Elon Musk κατέστρεψε το Twitter, ως μέρος του αντιδραστικού πολιτικού του έργου εναντίον του Τύπου και πήρε αποφάσεις οι οποίες οδήγησαν στην αντικατάστασή του, το λεγόμενο X, να πλημμυρίζει με ανούσιο περιεχόμενο. Όπως ανακοίνωσε πρόσφατα το The New York Times, “Οι κύριες online πλατφόρμες “χωρίζουν” με τα νέα.”
Η παρατήρηση αυτή είναι σωστή, αλλά κάτι φαίνεται πως λείπει από την αφήγηση. Οι δημοσιογράφοι τείνουν να επικεντρώνονται στο πώς η δουλειά μας μπορεί να διανεμηθεί ή όχι. Αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι οι αλγόριθμοι και τα κοντόφθαλμα και ασταθή στελέχοι της τεχνολογίας φέρουν πλήρως την ευθύνη όταν η δουλειά μας δεν καταναλώνεται από το κοινό. Είναι λογικό: Οι πλατφόρμες, ιδιαίτερα το Facebook, έχουν ενθαρρύνει τους οργανισμούς ειδήσεων να αναπροσαρμόσουν τις στρατηγικές δημοσίευσής τους στο παρελθόν, συμπεριλαμβανομένης της καταστροφικής στροφής στο βίντεο, μόνο και μόνο για να αλλάξουν ξαφνικά κατεύθυνση με ένα update στον αλγόριθμο ή την πλαστογραφία βασικών μετρήσεων. Έχουν επίσης επιτρέψει στις πλατφόρμες τους να χρησιμοποιούνται για επικίνδυνη προπαγάνδα που εκτοπίζει τις έγκυρες πληροφορίες. Ωστόσο, υπάρχει επίσης ένα λιγότερο βολικό και ίσως πιο υπαρξιακό μέρος στο ότι η αποχώρηση της τεχνολογίας από τα νέα δεν αφορά μόνο τις πλατφόρμες: Οι αναγνώστες “χωρίζουν” και αυτοί με τα παραδοσιακά νέα. Την προηγούμενη εβδομάδα, το Pew Research Center δημοσίευσε μια νέα μελέτη που δείχνει ότι λιγότεροι ενήλικες από τον μέσο όρο δήλωσαν ότι παρακολουθούν τα νέα σε τακτική βάση το 2021 ή το 2022 σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο έτος που ερευνήθηκε. (Το Pew άρχισε να κάνει αυτήν την ερώτηση το 2016.) Υπάρχει μία αστάθεια όταν αναλύονται τα δεδομένα από δημογραφική σκοπιά, αλλά σε γενικές γραμμές, το 38% των Αμερικανών ενήλικων παρακολουθεί τακτικά τα νέα, έναντι του 52% το 2018. Αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλες έρευνες: Το 2022, το Axios κατέγραψε δεδομένα από διάφορες εταιρείες που παρακολουθούν τη “κίνηση” στο διαδίκτυο, τα οποία έδειξαν ότι η κατανάλωση νέων έπεσε κατακόρυφα μετά το 2020 και, παρά τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, τον πόλεμο στην Ουκρανία και άλλα σημαντικά γεγονότα, η συμμετοχή σε όλα τα μέσα ενημέρωσης – ιστότοπους ειδήσεων, εφαρμογές ειδήσεων, καλωδιακή τηλεόραση και κοινωνικά μέσα – όλα ήταν σε πτώση.
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα “παραδοσιακά” μέσα ειδήσεων δεν έχουν μια απλή εξήγηση. Η εμπιστοσύνη στα μέσα ενημέρωσης έχει πέσει ραγδαία τις τελευταία δύο δεκαετίες, και ειδικά τα τελευταία χρόνια, αν και πολύ περισσότερο μεταξύ των Ρεπουμπλικανών. Κάποιες από αυτές τις δυσκολίες οφείλονται σε “αυτοτραυματισμούς” των ειδησεογραφικών οργανισμών, κυρίως στο γεγονός ότι αυτοί οι οργανισμοί παρουσιάζουν λάθη στις ειδησεις που μεταφέρουν στο κοινό και πλέον αυτά τα λάθη είναι πιο ορατά και, συνεπώς, υπόκεινται σε κριτική τόσο δικαιολογημένη όσο και κακόβουλη, από ποτέ άλλο. Μεγάλο μέρος αυτής της ευθύνης προέρχεται επίσης από τις προσπάθειες της Δεξιάς η οποία αμφισβητεί τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Τα τοπικά μέσα ενημέρωσης αργοπεθαίνουν στα χέρια των hedge funds (Κεφάλαιο). Βλέπουμε επίσης και αλλαγές ανάμεσα στις γενειές: Εκατομμύρια νέοι βλέπουν πλέον τους influencers στο Instagram και ιδιαίτερα στο TikTok, μαζί με τους παρουσιαστές podcast, ως αξιόπιστες πηγές ειδήσεων. Σε αυτά τα πλαίσια, η εμπιστοσύνη του καταναλωτή δεν βασίζεται απαραίτητα στην ποιότητα της αναφοράς ή στο κύρος και την ιστορία του brand, αλλά σε ισχυρές παρακοινωνικές σχέσεις.
Μπορούμε επίσης να δούμε την αλλαγή της κοινής γνώμης σε έρευνες που καλύπτουν τη δεκαετία από το 2000-2010. Το 2014, ακριβώς στα χρυσά χρόνια των κοινωνικών ειδήσεων, το 75% των ενηλίκων που ερωτήθηκαν από το Pew δήλωσαν ότι το διαδίκτυο και τα κοινωνικά μέσα τους βοήθησαν να αισθανθούν περισσότερο ενημερωμένοι για τις εθνικές ειδήσεις. Αλλά μέχρι το 2020, η συμβατική σοφία είχε ήδη αλλάξει. Εκείνη τη χρονιά, μια έρευνα του Pew που περιλάμβανε περισσότερους από 10.000 ανθρώπους έδειξε ότι “οι ενήλικες στις ΗΠΑ που κυρίως λαμβάνουν τα πολιτικά τους νέα μέσω κοινωνικών μέσων τείνουν να έχουν λιγότερη ενασχόληση με τα νέα” και κυρίως, καταλήγουν λιγότερο ενημερωμένοι γενικότερα για τα τρέχοντα γεγονότα και την πολιτική.
Ίσως ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε αυτό το γεγονός είναι να εξετάσουμε τα αμοιβαία αποτελέσματα που είχαν τα διαδικτυακά νέα και οι κοινωνικές πλατφόρμες μεταξύ τους. Το φθινόπωρο του 2013, ενώ εργαζόμουν στο BuzzFeed News, Εγώ και οι συνάδελφοί μου παρατηρήσαμε ότι, σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη, το Facebook ξεκίνησε να προωθεί περισσότερο τα άρθρα ειδήσεων στην εφαρμογή του- και όχι μόνο τα δικά μας άρθρα. Σύμφωνα με δεδομένα που είχα αποκτήσει τότε, σε διάστημα τριών μηνών, μια μικρή τροποποίηση στον αλγορίθμου του News Feed του Facebook οδήγησε σε περισσότερες από 200 διαφορετικές ειδησεογραφικές οργανώσεις να γίνουν πολύ πιο ορατές στο κοινό της πλατφόρμας.
Τα επόμενα χρόνια, οι εκδότες κυνηγούσαν τα “κλικ”. Όσοι περισσότεροι άνθρωποι έκαναν κλικ στα άρθρα τους σήμαινε πως περισσότεροι άνθρωποι έβλεπαν τις διαφημίσεις στην ιστοσελίδα τους, πράγμα που στη συνέχεια οδηγούσε σε μεγαλύτερα κέρδη. Οι οργανισμοί ειδήσεων υιοθέτησαν στρατηγικές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που ήταν σχεδιασμένες να προωθούν και να παρουσιάζουν τα άρθρα τους με τρόπους που ήταν αλγοριθμικά ευχάριστοι και ευανάγνωστοι για τους ανθρώπους που τα διαβάζουν στα τηλέφωνά τους. Αυτά τα χρόνια παρατηρήθηκε και η άνοδος του λεγόμενου “clickbait”. Κάποιες από αυτές τις στρατηγικές ήταν κυνικές προσπάθειες να γίνουν “viral”, αλλά οι περισσότερες ήταν ειλικρινείς προσπάθειες ώστε να αυξήσουν το κοινό τους μέσω της τεράστιας ευκαιρίας για διαφήμιση που προσφέρουν τα μεγάλα κοινωνικά δίκτυα.
Οι κύκλοι ειδήσεων έγιναν πολύ πιο γρήγοροι. Αν και τα κοινωνικά μέσα επέτρεψαν σε νέες φωνές να μπουν στη συζήτηση, η κεντρικότητα αυτών των πλατφόρμων δημιούργησε επίσης ένας “μπουλούκι” γύρω από την ενημερωτική κάλυψη. Οι ειδήσεις θα δημοσιεύονταν, οι διάφορες απόψεις για αυτές τις ειδήσεις θα δημοσιεύονταν και αυτές, και όλα αυτά διανέμονταν μέσω κοινωνικών δικτύων, όπου οι δημοσιογράφοι μπορούσαν εύκολα να παρακολουθούν μετρήσεις για να δουν ποια είδηση αποδίδει καλύτερα και έπειτα να προσαρμόζουν ανάλογα την κάλυψή τους.
Συγκεκριμένα το Twitter, έγινε ουσιαστικά ο επιμελητής αναθέσεων για τις αίθουσες σύνταξης, προκαλώντας ανταγωνισμό μεταξύ εκδοτών που έδινα υπερβολική σημασία σε διαδικτυακά “δράματα”. Η πλατφόρμα βοήθησε στο να μετατραπούν ορισμένοι δημοσιογράφοι σε online influences και celebrities και έφερε στην δημοσιότητα τη διαδικασία συλλογής ειδήσεων. Αλλά, εξανθρωπίζωντας τους δημοσιογράφους, αυτές οι πλατφόρμες τους άφησαν ευάλωτους σε προσωπικές επιθέσεις και παρενόχληση. Οι παραδοσιακοί οργανισμοί ειδήσεων ενθάρρυναν τους δημοσιογράφους τους να χρησιμοποιούν τα κοινωνικά μέσα για να προωθήσουν τη δουλειά τους, αλλά στη συνέχεια αντέδρασαν με οργή όταν οι ίδιοι δημοσιογράφοι εξέφρασαν τις προσωπικές απόψεις τους.
Στην πολιτική, διαμορφώθηκε μια παράξενη, κυκλική σχέση. Οι αλγόριθμοι κοινωνικών μέσων σχεδιασμένοι να προωθούν δημοσιεύσεις που θα έχουν τη περισσότερη συμμετοχή και κλικς, έδωσαν ένα φυσικό πλεονέκτημα στους πιο ξεδιάντροπους πολιτικούς, και κανείς δεν ήταν πιο διάσημος από τον Donald Trump, του οποίου η κάθε δήλωση προκαλούσε το είδος της διχαστικής συμμετοχής που ταιριάζει τέλεια στο να γίνει “viral” σε αυτές τις πλατφόρμες. Η προβολή του Trump στα κοινωνικά μέσα δεν τον βοήθησε μόνο να κερδίσει οπαδούς ή να συγκεντρώσει χρήματα – οδήγησε επίσης σε περισσότερη κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης. (Ακόμα και τώρα, οι αναρτήσεις του στο Truth Social καλύπτονται ως γεγονότα ειδήσεων.) Σύμφωνα με τη λογική των κοινωνικών μέσων, η δημοφιλία του Trump τον έκανε αξιόλογο για να είναι αντικείμενο ειδήσεων, πράγμα που, με τη σειρά του, τον έκανε πιο δημοφιλή και τον έκανε ακόμα πιο αξιόλογο για ειδήσεις. Από το 2013 έως το 2017, το περιεχόμενο των ειδήσεων ήταν το υλικό για το “εργοστάσιο” των κοινωνικών μέσων. Οι πολιτικές ειδήσεις είχαν μεγάλη επίδραση στις πλατφόρμες, οι οποίες δημιούργησαν ένα νέο είδος τοξικής πολιτικής ενασχόλησης. Μαζικές, κόμματικες σελίδες στο Facebook μοιράζονταν πολιτικά νέα σχεδιασμένα να προκαλέσουν αντίδραση μεταξύ των χρηστών έγιναν, για ένα διάστημα, μερικές από τις σελίδες με την περισσότερη επιρροή παγκοσμίως. Κάποια στιγμή, ένα εριστικό, “τρολικό” στυλ αναρτήσεων έγινε η προεπιλεγμένη γλώσσα των κοινωνικών μέσων. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, ακτιβιστές, δημοσιογράφοι, προπαγανδιστές, πολιτικοί, λευκοί εθνικιστές και συνωμοσιολόγοι συγκεντρώθηκαν σε αυτές τις πλατφόρμες, και οι πλατφόρμες αυτές εξελίχθηκαν σε πεδία μάχης όπου οι ειδήσεις ήταν το κύριο πολεμοφόδιο. Όπως έχει γράψει ο ερευνητής Michael Caulfield, ένα τραγικό μακελειό ή ακόμα και μια ιστορία για ένα δυστύχημα υποβρύχιου έγιναν αιτία για να προωθήσει ο καθένας την ιδεολογία του – ένας τρόπος για να επιτεθούν στον εχθρό. Αυτή η τοξικότητα έκανε τα κοινωνικά δίκτυα εχθρικά προς τον λογικό διάλογο.
Η κατανάλωση ειδήσεων πάντα είχε ένα συναισθηματικό τίμημα, αλλά μέχρι το 2020, η εμπειρία του να ψάχνεις μέσα στα “ερείπια” των κοινωνικών μέσων για να μάθεις νέα για τον κόσμο είχε καταλήξει απαίσια. Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά τις πιο σκοτεινές μέρες της πανδημίας του κορονοϊού, η ίδια η πράξη του διαβάσματος των ειδήσεων αναδιαμορφώθηκε ως “doomscrolling”, και διάφοροι χρήστες περιγράφουν εδώ και καιρό το Twitter ως “κόλαση”. Δεν είναι λοιπόν έκπληξη που άνθρωποι – και πλατφόρμες – άρχισαν να αποφεύγουν τις ειδήσεις. Η εμπειρία ήταν απάνθρωπη! Εξίσου λογικό είναι ότι ορισμένες μετατροπές έκαναν τον αλγόριθμο να δίνει λιγότερη βαρύτητα στις ειδήσεις αναφέρθηκε από τους χρήστες ως μία θετική αλλαγή: Μια πρόσφατη έρευνα του Morning Consult κατέληξε ότι “Αρέσει περισσότερο στον κόσμο το γεγονός ότι το Facebook έχει πλέον λιγότερες ειδήσεις.”
Σε ένα πρόσφατο άρθρο του New York, ο John Herrman πιστεύει ότι η προεκλογική εκστρατεία του 2024 στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να είναι “η πρώτη σύγχρονη προεκλογική εκστρατεία που το κοινό θα μπορεί να αποφεύγει τις ειδήσεις”. Αυτό ενδεχομένως να μην είναι μια κακή εξέλιξη από μόνο του, αλλά είναι πιθανό να είναι, τουλάχιστον, αποπροσανατολιστική. Και αν και είναι φυσικά εγωκεντρικό εκ μέρους μου να υποστηρίζω ότι η πτώση της δημοφιλίας των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης μπορεί να έχει διαβρωτικές επιπτώσεις στη δημοσιογραφία, στην κατανόησή μας του κόσμου και στη δημόσια συζήτηση, αξίζει να σημειωθεί ότι μια προσέγγιση της ειδησεογραφίας βασισμένη στους δημιουργούς μετατοπίζει την εμπιστοσύνη από οργανισμούς ειδήσεων με πρότυπα και αρχές, σε άτομα με τα δικά τους κίνητρα και επιρροές.
Εάν αυτή η εποχή του εντελώς ανοργάνωτου δημόσιου διαλόγου κάποτε τελειώσει, θα υπάρχει ένα στοιχείο τραγωδίας – ή τουλάχιστον ειρωνείας – στη γέννησή της. Η απρόσκοπτη πρόσβαση και η παραγωγική διανομή των κοινωνικών μέσων θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες να ήταν ένας ιδανικός σύντροφος για τα νέα, το είδος σχέσης που θα μπορούσε να ενισχύσει την εμπιστοσύνη στα θεσμικά όργανα. Δυστυχώς όμως, κανένα από αυτά τα οφέλη δεν υλοποιήθηκε. Τα κοινωνικά μέσα ενίσχυσαν τα χειρότερα χαρακτηριστικά της βιομηχανίας των ειδήσεων, και αντίστροφα, οι ειδήσεις έφεραν στην επιφάνεια τα χειρότερα χαρακτηριστικά των κοινωνικών δικτύων.
Πηγή: The Atlantic