Πτυχίο, Ανεργία και Τεχνητή Νοημοσύνη: Το αβέβαιο μέλλον των νέων

Μια αγορά εργασίας που φθίνει και η τεχνητή νοημοσύνη που ανεβαίνει. Δεν είναι παράλογη η αγανάκτηση των αποφοίτων πανεπιστημίου με αυτήν την κατάσταση

Μαρία Συμεωνίδου
πτυχίο-ανεργία-και-τεχνητή-νοημοσύνη-1068124
Μαρία Συμεωνίδου

Είναι πάλι η εποχή του «μπούμερανγκ». Με άλλα λόγια, η περίοδος του χρόνου όπου τα ενήλικα παιδιά, που φανταζόσουν ότι επιτέλους θα πετάξουν από τη φωλιά, επιστρέφουν στο σπίτι — ένα τελετουργικό που μοιάζει να συμβαίνει κάθε χρόνο και νωρίτερα.

Αν και το πανεπιστημιακό έτος δεν έχει τελειώσει επίσημα ακόμη, πολλά ιδρύματα σταματούν τις γραπτές εξετάσεις και προωθούν τις διπλωματικές εργασίες ή τις διαδικτυακές αξιολογήσεις (οι οποίες είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, πιο φθηνές στη διεξαγωγή), ώστε οι φοιτητές του τρίτου έτους αρχίζουν να περιορίζουν τις απώλειες και τα έξοδά τους για φαγητό επιστρέφοντας στο πατρικό τους λίγο μετά το Πάσχα.

Είναι ανησυχητικός ο αριθμός των περιπτώσεων φοιτητών που φεύγουν χωρίς να έχουν δουλειά να τους περιμένει. Νέοι που βρίσκονται στην πορεία να αποκτήσουν πτυχία από καλά πανεπιστήμια του Russell Group, οι οποίοι επί χρόνια πειθαρχούσαν σε κάθε «εμπόδιο» που τους έβαζε το σύστημα, τώρα δουλεύουν σε μπαρ, ταξιδεύουν ή κάνουν αιτήσεις σε εταιρείες που ξέρουν ότι χρησιμοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη όχι μόνο για να φιλτράρουν βιογραφικά, αλλά και για να διεξάγουν τις πρώτες συνεντεύξεις.

Φαντάσου να κάθεσαι μόνος μπροστά σε μια κάμερα προσπαθώντας να εξασφαλίσεις την πρώτη σου «κανονική» δουλειά, και να σε αξιολογεί ένα ρομπότ, με το οποίο δεν μπορείς ούτε καν να ανταλλάξεις μια χειραψία — πόσο μάλλον να του ξυπνήσεις αναμνήσεις για το πόσο δύσκολο ήταν να μπει κανείς στην αγορά εργασίας όταν ήταν εκείνοι νέοι. Η απόρριψη είναι ήδη αρκετά σκληρή όταν συνοδεύεται από ένα ενθαρρυντικό γράμμα που λέει ότι απλώς κάποιος άλλος ήταν λίγο καλύτερος, πόσο μάλλον όταν σε απορρίπτει ένας αλγόριθμος.

Την ίδια στιγμή, το LinkedIn — και ναι, οι φοιτητές το έχουν εδώ και χρόνια — απλώς ενισχύει τον διαρκή φόβο ότι όλοι οι άλλοι φαίνεται να έχουν ήδη βρει τον δρόμο τους, όπως ακριβώς παλαιότερα το Instagram τροφοδοτούσε το άγχος της εφηβείας για το ποιος πήγαινε σε όλα τα πάρτι. Έτσι, μπορείς να παρακολουθείς διακριτικά ποιος τελικά πήρε τη θέση στο πρόγραμμα αποφοίτων και να βασανίζεσαι αναρωτώμενος τι έχει αυτός που προφανώς δεν έχεις εσύ.

Η περσινή έρευνα του Ινστιτούτου Εργοδοτών Φοιτητών (Institute of Student Employers) κατέγραψε αναλογία 140 αιτήσεων για κάθε θέση αποφοίτου. Ένα μέρος αυτής της πλημμύρας αιτήσεων ίσως οφείλεται στο ότι πολλοί νέοι, υποψιασμένοι πως έτσι κι αλλιώς οι αιτήσεις τους δεν θα διαβαστούν από ανθρώπους, χρησιμοποιούν το ChatGPT για να τις συμπληρώσουν και να τις στείλουν μαζικά — σε σημείο που η τεχνητή νοημοσύνη ουσιαστικά μιλά με την τεχνητή νοημοσύνη. 

Αυτό όχι μόνο δεν κάνει τη διαδικασία πρόσληψης πιο αποτελεσματική, αλλά το αντίθετο: οι εργοδότες κατακλύζονται από βιογραφικά χωρίς στόχευση, ενώ οι υποψήφιοι νιώθουν — και δικαίως — αγανακτισμένοι. Και φέτος τα «παιχνίδια πείνας» ίσως αποδειχθούν ακόμη σκληρότερα, με την αγορά εργασίας να επιβραδυνθεί λόγω της αύξησης των εισφορών εθνικής ασφάλισης και της αβεβαιότητας που τροφοδοτείται από τους εμπορικούς πολέμους.

Επιστρέφοντας κανείς στο παλιό του κολέγιο στο Cambridge — ένα μέρος όπου θα φανταζόταν κανείς πως οι φοιτητές νιώθουν ότι κέρδισαν το «χρυσό εισιτήριο» — είναι εντυπωσιακό το πόσοι ακόμη δεν ήξεραν τι θα κάνουν όταν αποφοιτήσουν, και η αίσθηση πως είχαν ήδη συμβιβαστεί με το ότι τους περιμένει ένας μακρύς και δύσκολος δρόμος.

Αν είναι δύσκολα για εκείνους, φανταστείτε για τους υπόλοιπους. Tα φοιτητικά threads στο Reddit ξεχειλίζουν από οργισμένες, απελπισμένες ιστορίες ανθρώπων που έστειλαν εκατοντάδες αιτήσεις, πήγαν σε δεκάδες κέντρα αξιολόγησης, και τελικά δεν βρήκαν τίποτα — ανάμεσα σε συχνές προτροπές να μεταναστεύσουν, γιατί «η Βρετανία τελείωσε».

Αυτό που πονάει περισσότερο είναι η προδοσία: Τους μάθαμε πως, αν δούλευαν σκληρά στο σχολείο και κατάφερναν να μπουν στο πανεπιστήμιο, τότε ο κόσμος θα ήταν στα πόδια τους. Όμως η στάσιμη οικονομία απλώς δεν έχει δημιουργήσει αρκετές θέσεις εργασίας επιπέδου αποφοίτου για να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις αυτές — ειδικά εκτός Λονδίνου, όπου ταυτόχρονα φαίνεται οι περισσότεροι να μην μπορούν καν να ζήσουν.

Αυτό μεταφράζεται σε μια πληθώρα υποψηφίων, την οποία οι εργοδότες περιορίζουν αυξάνοντας διαρκώς τον πήχη: ακόμη και ένα πτυχίο πλέον δεν αρκεί για τα πιο περιζήτητα προγράμματα αποφοίτων, καθώς το μεταπτυχιακό εξελίσσεται γρήγορα στο νέο «ελάχιστο προσόν». Αλλά από τη στιγμή που τα πανεπιστήμια μπορούν να χρεώνουν ό,τι θέλουν για μεταπτυχιακές σπουδές — πάνω από £83.000 για ένα MBA στη φανταχτερή Said Business School της Οξφόρδης, για να πάρουμε ένα ακραίο παράδειγμα — αυτό κινδυνεύει να καταστήσει ορισμένα επαγγέλματα προνόμιο των πλουσίων, αποκλείοντας ουσιαστικά τα παιδιά όλων των υπολοίπων από αυτόν τον «εκπαιδευτικό αγώνα εξοπλισμών».

Και την ίδια στιγμή, η τεχνητή νοημοσύνη πλησιάζει ύπουλα τις θέσεις εισαγωγικού επιπέδου που κυνηγούν οι νέοι. Οι εργασίες που συνήθως αναθέτουν οι εταιρείες σε άπειρους, νεοεισερχόμενους εργαζόμενους — οι επαναλαμβανόμενες, «βαρετές» δουλειές που δύσκολα μπορεί κάποιος να κάνει λάθος και που ελέγχονται εύκολα από ανώτερους — είναι ακριβώς εκείνες που είναι πιο ευάλωτες στην αυτοματοποίηση, ακριβώς επειδή είναι ρουτίνα.

Οι νέοι δικηγόροι μαθαίνουν τη δουλειά συντάσσοντας ατέλειωτα συμβόλαια, αλλά η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να τα φτιάξει μέσα σε δευτερόλεπτα. Πιθανότατα μπορεί να κάνει πολλά και από αυτά που κάνουν οι νεαροί δημοσιογράφοι στην αρχή της καριέρας τους — όπως να μετατρέψει ένα απλό δελτίο Τύπου σε άρθρο (ή, πιο αποκαρδιωτικά, να «ξύνει» clickbait περιεχόμενο από ανταγωνιστικά sites).

Αλλά αν οι εταιρείες αυτοματοποιήσουν το κατώτερο σκαλοπάτι της σκάλας, τότε πώς θα φτάσει κανείς στο επόμενο; Χαρακτηριστικά, ο ιστότοπος αναζήτησης εργασίας Adzuna ανέφερε, σε ανάλυση που κοινοποιήθηκε αυτή την εβδομάδα στους Financial Times, πως οι ευκαιρίες για απόφοιτους μειώνονται πιο απότομα απ’ ό,τι για όσους δεν έχουν πτυχίο. Οι πιο κρίσιμες ελλείψεις καταγράφονται σε χαμηλόμισθες δουλειές, όπως η φροντίδα ηλικιωμένων, που προς το παρόν μπορούν να γίνουν μόνο από πραγματικούς ανθρώπους.

Αν μπορεί να υπάρξει κάποια παρηγοριά για τους αγχωμένους γονείς, είναι ότι τα περισσότερα από τα «παιδιά μπούμερανγκ» φέτος θα βρουν τελικά τον δρόμο τους. Μπορεί να τους πάρει περισσότερο χρόνο και να ακολουθήσουν πιο δαιδαλώδεις διαδρομές απ’ ό,τι παλιότερα, αλλά η σημερινή οικονομική αβεβαιότητα δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα — και οι δουλειές για τις οποίες είναι καταρτισμένοι, εφόσον καταφέρουν να βρουν μια πρώτη ευκαιρία, εξακολουθούν να προσφέρουν προοπτικές και μακροπρόθεσμο όφελος.

Εκείνοι που πρέπει πραγματικά να μας ανησυχούν είναι τα παιδιά που δεν μπορούν — ή δεν θέλουν — να επιστρέψουν στο πατρικό τους όσο περιμένουν να εμφανιστεί κάποια ευκαιρία.

Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να το κάνουμε αυτό στους νέους και μετά να ξαφνιαζόμαστε που είναι θυμωμένοι. Αν εξακολουθούμε να τους σπρώχνουμε με το ζόρι μέσα από ένα εκπαιδευτικό σύστημα, υποσχόμενοι ότι οι κόποι τους θα ανταμειφθούν — και τελικά δεν εκπληρώνουμε αυτή την υπόσχεση — τότε αργά ή γρήγορα, οι συνέπειες θα επιστρέψουν σ’ εμάς σαν μπούμερανγκ.

Πηγή: The Guardian

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα