Εκκλησιά ζωγραφιστή και πλινθοπελεκητή
Ο Άρης Παπάζογλου μας δείχνει εικόνες των εκκλησιών της πόλης.
Με το Διάταγμα των Μεδιολάνων (Μιλάνου) περί ανεξιθρησκίας, το 313, ο αριθμός των πιστών στη χριστιανική ιδέα αυξάνεται. Μέσα στη γενική φθορά του αρχαίου κόσμου, η Θεσσαλονίκη, με το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου, αλλά και των άλλων μαρτύρων της νέας πίστης (Ματρώνα, Ειρήνη, Αγάπη, Χιονία, Ειρηναίος, Περεγρίνος κ.α) αποκτά τα εχέγγυα για την αναγνώρισή της ως χριστιανική πόλη.
Ήδη από τον 4ο αιώνα υπάρχουν τρία χριστιανικά μνημεία. Ο οικίσκος στον τόπο όπου μαρτύρησε ο Πολιούχος, ο οικίσκος «Σεργίου Πραγματευτού», όπου συνελήφθη ο Δημήτριος διδάσκοντας τη νέα θρησκεία και ένα σταυρικό μαρτύριο στο ανατολικό νεκροταφείο της πόλης, ανάμεσα στις εγκαταστάσεις της Δ.Ε.Θ. και του Γ’. Σώματος Στρατού.
Στις αρχές του 5ου αι., το 412/13, ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος κτίζει, στη θέση του οικίσκου του Αγίου Δημητρίου, τρίκλιτη βασιλική αφιερωμένη στον Μεγαλομάρτυρα. Στα μέσα του αιώνα ιδρύεται ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου (Αχειροποίητος), ενώ ως το τέλος του ιδίου αιώνα είχαν κτιστεί ο ναός του Αγίου Μηνά, η τεράστια βασιλική που βρίσκεται κάτω από τον ναό της Αγίας Σοφίας, η Μονή Λατόμου (Όσιος Δαβίδ) και το οκταγωνικό μαρτύριο στην περιοχή των τουρκικών λουτρών «Φοίνιξ», αφιερωμένο κατά πάσα πιθανότητα στον Άγιο Νέστωρα που, σύμφωνα με το ανώνυμο Μαρτυρολόγιο, κατά διαταγή του Γαλέριου αποκεφαλίσθηκε στα δυτικά της πόλης, κοντά στη Χρυσή πύλη.
Μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 620, στον οποίο καταστρέφεται σχεδόν το σύνολο των μνημείων της πόλης, περίπου στα μέσα του 7ου αι. κτίζεται ο σημερινός ναός της Αγίας Σοφίας, τρεις φορές μικρότερος από τη μεγάλη βασιλική που υπήρχε στο χώρο της. Στις αρχές του 11ου αι. ιδρύεται από τον Άγιο Φώτιο Θεσσαλίας η Μονή Ακαπνίου και το 1028 η Παναγία Χαλκέων από τον πρωτοσπαθάριο Χριστόφορο, «κατεπάνω» Λογουβαρδίας, την γυναίκα του Μαρία, τον γιο του Νικηφόρο και τις κόρες του Άννα και Κατακαλή. Στο 3ο τέταρτο του ιδίου αιώνα κτίζεται από τον διοικητή της πόλης και δομέστιχο ( στρατηγό) της Δύσης Ιωάννη Κομνηνό, αδελφό του αυτοκράτορα Ισαακίου, κοντά στον οικίσκο «Σεργίου Πραγματευτού» και πάνω στις στοές του λουτρού όπου δίδασκε και συνελήφθη ο Άγιος Δημήτριος, ο ναός της Παναγίας Καταφυγής, απ’ όπου την παραμονή της γιορτής του Πολιούχου ξεκινούσε η λιτανεία του κιβωρίου του Αγίου και κατέληγε στον ναό του.
Μετά από δύο αλώσεις, το 904 από τους Σαρακηνούς πειρατές του εξωμότη Λέοντα Τριπολίτη και το 1185 από τους Νορμανδούς της Σικελίας, από το 1204 η Θεσσαλονίκη γίνεται διαδοχικά πρωτεύουσα του φράγκικου βασιλείου του Βονιφάτιου του Μομφερατικού μέχρι το 1224 και στη συνέχεια των ηγεμόνων της Ηπείρου Θεόδωρου, Μανουήλ, Ιωάννη και Δημητρίου Αγγέλου μέχρι το 1246 που το βασίλειο της Θεσσαλονίκης παραδίδεται στον αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη, με πρώτο κυβερνήτη τον μεγάλο δομέστικο Ανδρόνικο Παλαιολόγο.
Μεγάλη ανάπτυξη της τέχνης θα γνωρίσει η Θεσσαλονίκη κατά την Παλαιολόγεια περίοδο. Ο 14ος αιώνας θεωρείται «ο χρυσούς αιώνας» της πόλης και η Θεσσαλονίκη αποκαλείται από τους νεότερους βυζαντινολόγους «Αι βυζαντιναί Αθήναι του Βορρά»! Την περίοδο αυτή έχουμε την ίδρυση αξιόλογων ναών, όπως οι Άγιοι Απόστολοι (1310-14) από τον Πατριάρχη Νίφωνα Α’, ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός (1310-20), η Αγία Αικατερίνη (1320-30), ο ναός των Ταξιαρχών που ήταν καθολικό μικρής ανδρικής μονής, κτίσμα των αρχών του 14ου αι., ο ναός του Σωτήρος, στην Εγνατία, κτισμένος στο πρώτο μισό του 14ου αι. ως παρεκκλήσι της μονής του Κυρ Ιωήλ, ο ναός του Αγίου Παντελεήμωνα, που ήταν καθολικό της μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Περιβλέπτου, ο ναός του Προφήτη Ηλία κτισμένος μεταξύ 1360-70, το καθολικό της Μονής Βλατάδων (Τσαούς Μοναστίρ), που πήρε το όνομα από τους μοναχούς αδελφούς Βλατάδες, οι οποίοι στα μέσα του 14ου αι. μετασκεύασαν και αναδιοργάνωσαν πιθανότατα ένα μεσοβυζαντινό ναό που προϋπήρχε.
Σύμφωνα με μαρτυρίες βυζαντινών πηγών και από αρχαιολογικά ευρήματα, οι ναοί, οι μονές και τα αγιορείτικα μετόχια στη Θεσσαλονίκη κατά την βυζαντινή περίοδο ξεπερνούσαν την εκατοντάδα! Άλλοι, ίσως με κάποια υπερβολή, ισχυρίζονται ότι τα θρησκευτικά καθιδρύματα ήταν τόσα, όσες και οι ημέρες του χρόνου και ότι κάθε μέρα γιόρταζε και κάποιος ναός, μοναστήρι, μετόχι, παρεκκλήσι.
Και το ερώτημα που ανακύπτει είναι: Τί απέγιναν όλα αυτά; Την απάντηση μας τη δίνει ο Ιωάννης Αναγνώστης στο Χρονικό του για την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους το 1430. «Κάποια από τα ιερά καθιδρύματα μετατράπηκαν σε κοινά καταγώγια…Κάποια άλλα διατηρούν απομεινάρια μόνο της παλιάς τους ομορφιάς και του τόπου όπου βρίσκονταν. Τα περισσότερα κατέρρευσαν τελείως, ούτως ώστε να μη μπορεί κανείς να ξέρει την ακριβή τους θέση. Τα οικοδομικά τους υλικά εκλάπησαν και ξαναχρησιμοποιήθηκαν σε καινούργιες οικοδομές και κυρίως στο λουτρό που φαίνεται σήμερα στο κέντρο της πόλης (πρόκειται για το Μπέη Χαμάμ, τα γνωστά λουτρά ‘Παράδεισος’ που κτίσθηκαν το 1444). Μονάχα από τους πιο ηλικιωμένους μπορεί πια κανείς να μάθει τη θέση του ενός ή του άλλου ναού, καθώς και την ομορφιά και τις χάρες του καθενός. Αυτό συνέβη σε όλους τους ναούς της πόλης. Τα μοναστήρια, από την άλλη, γεννούν αισθήματα λύπης σε όσους τα αντικρίζουν, όχι μόνο γιατί ερημώθηκαν…αλλά και γιατί αφαιρέθηκαν τα στολίδια τους…και όλα τα υλικά τους ήταν στη διάθεση οποιουδήποτε ήθελε να τα αρπάξει. Τα μοναστήρια σήμερα παρέχουν ένα άθλιο θέαμα που προκαλεί δάκρυα στην ψυχή όλων».Τελικά από την αγαρινή λαίλαπα σώθηκαν μόνο οι λίγες εκκλησίες που έμειναν στα χέρια των χριστιανών και εκείνες που μετατράπηκαν σε τζαμιά αμέσως μετά την άλωση ή λίγο αργότερα.