Τι δείχνουν οι έρευνες για όσους χρησιμοποιούν το Tinder;
Οι παράγοντες που καθορίζουν ποιοι τελικά «πετυχαίνουν» στην εφαρμογή, σχετίζονται με βαθύτερα ψυχολογικά μοτίβα
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που καταφέρνουν να χρησιμοποιούν την εφαρμογή «επιτυχημένα», αν και τα ευρήματα μιας νέας μελέτης υποδεικνύουν ότι η επιτυχία αυτή συνδέεται με ορισμένα ανησυχητικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας.
Δεκατρία χρόνια μετά την εμφάνιση του Tinder, η εφαρμογή έχει περάσει από πολλές μεταμορφώσεις: από μια «εναλλακτική του Grindr» για ετεροφυλόφιλες γνωριμίες, σε πεδίο ενοχλητικών σεξουαλικών προσεγγίσεων, χώρος εύρεσης συντρόφου ζωής, μέχρι και ένα σημερινό, σχεδόν άψυχο τοπίο, κατακλυσμένο από ψεύτικα προφίλ, bots και αλγορίθμους. Κι όμως, μέσα σ’ αυτό το χαοτικό πεδίο, υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που καταφέρνουν να χρησιμοποιούν την εφαρμογή «επιτυχημένα», αν και τα ευρήματα μιας νέας μελέτης υποδεικνύουν ότι η επιτυχία αυτή συνδέεται με ορισμένα ανησυχητικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας.
Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε προ ημερών στο περιοδικό Cyberpsychology, Behavior, and Social Networking από τους ψυχολόγους Lennart Freyth του Πανεπιστημίου Johannes Kepler και Peter K. Jonason του Πανεπιστημίου Cardinal Stefan Wyszyński, οι άνδρες που ανέφεραν πως είχαν συχνές ερωτικές επαφές με άτομα που γνώρισαν μέσω Tinder παρουσίαζαν αυξημένα σημάδια ψυχοπάθειας, ενώ οι γυναίκες που δήλωσαν αντίστοιχες εμπειρίες φαίνεται να διακατέχονταν από χαμηλότερα κριτήρια επιλογής συντρόφου.
Ναρκισσισμός, μακιαβελισμός και ψυχοπάθεια
Το δείγμα της έρευνας αποτελούνταν από σχεδόν 500 γερμανόφωνους ενήλικες, ηλικίας 16 έως 70 ετών, οι οποίοι απάντησαν σε ένα εκτενές ερωτηματολόγιο σχετικά με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους, τις εμπειρίες τους με εφαρμογές γνωριμιών και τον τρόπο που παίρνουν αποφάσεις γύρω από το σεξ και τις σχέσεις.
Η μελέτη βασίστηκε στην αξιολόγηση των λεγόμενων «σκοτεινών τριάδων» της προσωπικότητας – ναρκισσισμός, μακιαβελισμός και ψυχοπάθεια – τριών διαστάσεων που συχνά σχετίζονται με την ερωτική και κοινωνική συμπεριφορά. Ο ναρκισσισμός ορίζεται ως μια υπερβολική αίσθηση αυτοσημασίας και αναζήτησης θαυμασμού, ο μακιαβελισμός συνδέεται με την επιτήδεια χειραγώγηση και την ψυχρή στρατηγική στις ανθρώπινες σχέσεις, ενώ η ψυχοπάθεια περιλαμβάνει χαρακτηριστικά όπως μειωμένη ενσυναίσθηση, παρορμητικότητα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιθετικότητα.
Πέρα από την προσωπικότητα, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να μιλήσουν για τη στάση τους απέναντι στο περιστασιακό σεξ, την άνεση με την οποία εκφράζουν τη σεξουαλική τους επιθυμία, αλλά και την ικανοποίησή τους από τα «ταίριασμα» που βρίσκουν στις εφαρμογές. Ζητήθηκε επίσης να αναφέρουν αν έχουν βγει ποτέ ραντεβού μέσω Tinder ή παρόμοιας πλατφόρμας και αν έχουν προχωρήσει σε ερωτική επαφή με άτομα που γνώρισαν εκεί.
Τα ευρήματα είναι αποκαλυπτικά: περίπου το 31% των ερωτηθέντων, άνδρες και γυναίκες, είχαν βγει τουλάχιστον μία φορά ραντεβού μέσω Tinder. Από αυτούς που είχαν κάνει σεξ με κάποιον που γνώρισαν στην εφαρμογή – ποσοστό που η μελέτη δεν προσδιορίζει επακριβώς – το 66% ήταν άνδρες, επιβεβαιώνοντας ότι οι άνδρες παραμένουν πιο ενεργοί στη σεξουαλική διάσταση αυτών των εφαρμογών.
Όταν όμως οι ερευνητές συσχέτισαν τα δεδομένα με τα σκορ στις «σκοτεινές τριάδες», προέκυψε ένα ανησυχητικό μοτίβο: οι άνδρες που είχαν περισσότερες σεξουαλικές εμπειρίες μέσω Tinder εμφάνιζαν υψηλότερα επίπεδα ψυχοπαθητικών χαρακτηριστικών. Το ίδιο μοτίβο δεν παρατηρήθηκε ούτε στους άνδρες που δεν είχαν αντίστοιχες εμπειρίες ούτε στις γυναίκες του δείγματος.
Στις γυναίκες τα αποτελέσματα ήταν διαφορετικά
Στην περίπτωση των γυναικών, τα αποτελέσματα ήταν διαφορετικά: όσες είχαν συνευρεθεί ερωτικά με άτομα που γνώρισαν μέσω Tinder δήλωσαν μεγαλύτερη ικανοποίηση από τις επιλογές τους σε σχέση με εκείνες που δεν το είχαν κάνει. Οι ερευνητές υποθέτουν ότι αυτή η ικανοποίηση ίσως συνδέεται με μια αυξημένη αίσθηση σεξουαλικής αυτοδιάθεσης ή με μια πιο ανεκτική στάση απέναντι σε ασυμβατότητες που μπορεί να εμφανίζονται όταν το διαδικτυακό φλερτ συναντά την πραγματικότητα. Ο Freyth, ωστόσο, εξέφρασε την έκπληξή του όταν παρατήρησε ότι πολλές γυναίκες «χαμήλωναν τα στάνταρ τους μόλις έβγαιναν στο ραντεβού».
Οι ερευνητές δεν αιφνιδιάστηκαν ιδιαίτερα από τη συσχέτιση μεταξύ ψυχοπαθητικών τάσεων και ανδρικής επιτυχίας στο Tinder, καθώς προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι άτομα με υψηλότερα επίπεδα παρορμητικότητας και μειωμένης ενσυναίσθησης συχνά τείνουν να επιδιώκουν πιο γρήγορες και συχνές ερωτικές επαφές. Ωστόσο, το γεγονός ότι αυτό καταγράφεται τόσο έντονα και με συστηματικά δεδομένα φέρνει το φαινόμενο στο προσκήνιο.
Η έρευνα αναγνωρίζει τα όριά της, καθώς τα δεδομένα βασίζονται σε αυτοαναφορές και, επομένως, μπορεί να επηρεάζονται είτε από κοινωνική ντροπή είτε από υπερβολές για λόγους αυτοπροβολής. Ωστόσο, το εύρος ηλικιών κάνει τη μελέτη αξιοσημείωτη: η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν περίπου 40 ετών, γεγονός που διαφοροποιεί την εργασία από τις περισσότερες προηγούμενες έρευνες που επικεντρώνονται αποκλειστικά σε νεότερες γενιές.
Το εύρημα αυτό ανοίγει την πόρτα σε νέα ερωτήματα: πώς επηρεάζει η ηλικία τον τρόπο που οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με το Tinder; Πώς διαφοροποιούνται τα κίνητρα, οι στρατηγικές και οι προσδοκίες ενός 20χρονου από αυτές ενός 45χρονου;
Παράλληλα, οι ερευνητές σημειώνουν ότι τα αποτελέσματα δεν μπορούν να γενικευτούν πέρα από το ευρωπαϊκό πλαίσιο, καθώς πολιτισμικές διαφοροποιήσεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά τα ευρήματα. Σε χώρες της Ανατολικής Ασίας, για παράδειγμα, όπου οι κοινωνικές νόρμες γύρω από το φλερτ και τη σεξουαλικότητα είναι πιο περιοριστικές, είναι πιθανό οι χρήστες να εμφανίζουν διαφορετικά μοτίβα συμπεριφοράς. Στη Λατινική Αμερική, αντίθετα, όπου η εξωστρέφεια και η σεξουαλική έκφραση είναι συχνά πιο απελευθερωμένες, τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να διαφέρουν ριζικά.
Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη φωτίζει ένα παράδοξο που βρίσκεται στην καρδιά της σύγχρονης διαδικτυακής γνωριμίας: το Tinder υπόσχεται ελευθερία επιλογών, απεριόριστες δυνατότητες και πλήρη έλεγχο στην προσωπική ζωή, όμως οι παράγοντες που καθορίζουν ποιοι τελικά «πετυχαίνουν» δεν σχετίζονται με την τεχνολογία, αλλά με βαθύτερα ψυχολογικά μοτίβα.
Από τη μία πλευρά, η παρορμητικότητα και η έλλειψη ενσυναίσθησης ευνοούν την άμεση σεξουαλική επιτυχία, από την άλλη, οι γυναίκες που αισθάνονται μεγαλύτερη αυτοδιάθεση φαίνεται να βιώνουν υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης, ακόμη κι αν οι επιλογές τους δεν ευθυγραμμίζονται πάντα με τα αρχικά τους κριτήρια.
Πηγή: iefimerida.gr