Της Κυριακής το ανάγνωσμα
Της Κυριακής το ανάγνωσμα το λυτρωτικό, το ταξιδιάρικο, το αναπάντεχο σε περιμένει.
Της Κυριακής το ανάγνωσμα το λυτρωτικό, το ταξιδιάρικο, το αναπάντεχο σε περιμένει.
Ο δικός μου αγαπημένος αριθμός είναι το επτά. Επτά άντρες είχα όλους και όλους στη ζωή μου. Ο πρώτος, το λίγο που μιλήσαμε, του είπα πως είχε “αύξοντα” επτά. Ο δεύτερος ήταν έβδομος και αυτός. Ο δέκατος πέμπτος επίσης: ο έβδομος άντρας της ζωής μου. Σινεμά: επτά με εννιά. Η αγαπημένη μου ώρα. Ραντεβού: το πρώτο που μου ερχόταν να πω ήταν στις επτά. Η Έβδομη Σφραγίδα, η αγαπημένη μου ταινία. Θυμάσαι την Έβδομη Σφραγίδα; Ο θάνατος που κερδίζει την παρτίδα στο σκάκι, θυμάσαι; Είναι ο έβδομος άντρας. Ο τελευταίος στη σειρά, έβδομος άντρας μου. Ο δεύτερος που ερωτεύτηκα. Σκάκι: αυτό το παιχνίδι το παίζουν δυο. Δεν το έμαθα ποτέ. Τα δύο είναι ένα καλό αντίδοτο, αρκεί να γίνει ένα και να στέκει σαν δύο. Το επτά, όμως, κρύβει μέσα του μεγαλύτερη θαλπωρή. Επτά ήταν ο αριθμός της οικογένειας που ονειρευόμουν μικρή. Άντρας- γυναίκα. Δυο γονείς από κάθε μεριά. Να μην είναι ορφανοί. Μια γιαγιά. Φτάνει μια. Για να φυλάει τον άντρα και τη γυναίκα. Σύνολο επτά. Παιδιά, άλλα επτά. Ξεχωριστή ζωή τα παιδιά. Κάπου μέσα στο ίδιο κτήμα. Στην ίδια Εταιρεία τα παιδιά. Άλλο κοινόβιο. Με επτά δασκάλους το καθένα. Με επτά κατοικίδια το καθένα.
(Μαλβίνα Κάραλη, Πιο πολύ πιο πολλοί, εκδόσεις Αστάρτη).
“Προσπαθώ. Το δουλεύω”, ψιθυρίζει η Τατιάνα. “Θα της τηλεφωνήσω”.
“Ωραία”. Ανάβω τσιγάρο. “Όσο πιο σύντομα τόσο το καλύτερο”.
“Τα πράγματα θα πάρουν το χρόνο που πρέπει να πάρουν”, λέει. “Ακόμα καπνίζεις;”
“…τα πράγματα θα πάρουν το χρόνο που πρέπει να πάρουν”.
Γελάει.
“Επειδή πήγες στη Γαλλία, σημαίνει πως έγινες και πρότυπο υγιεινής ζωής;” λέω, κι ακολουθεί μια αμήχανη παύση. “Εντάξει, δεν έπρεπε να το πω αυτό. Είμαι εντυπωσιασμένος μ’ αυτό που έκανες”.
“Δηλαδή, τι ακριβώς σ΄εντυπωσίασε;” με ρωτά καχύποπτα.
“Να, που έφυγες από τη Νέα Υόρκη…”
“Δεν ξέρω πώς ζω εδώ”.
“Όχι, δεν ξέρω”, ομολογώ. “Όμως ακούγεσαι ευτυχισμένη, ζεις με τον πατέρα σου. Δε νομίζω πως σε θυμάμαι άλλη φορά να το’ χεις τόσο”.
“Ο πατέρας μου είναι στο Μπέρκλεϊ. Μόνη μου είμαι, βασικά”.
“Είμαστε μόνοι μαζί”, λέω, και το μυαλό μου πάει στον Τζίβαν.
Ο Έρικ κι εγώ γαντζωμένοι στη βάρκα του, να τραβάμε νότια προς το Τομπέιγκο Κιζ, στο τέρμα της Καραϊβικής, όταν ο Τζίβαν βλέπει ένα μικρό κόκκινο σημάδι, μια βάρκα, στη μέση του πουθενά. Αμέσως γκαζώνει κι αρχίζει να πηγαίνει καταπάνω της σκίζοντας τ’ ανοιχτά κύματα -ούτε σωσίβια ούτε ασύρματος στο σκυλοπνίχτη. “Τι κάνεις; Τρελάθηκες;” ούρλιαζε ο Έρικ. “Θα μας πνίξεις!” “Είναι φίλος μου”, είπε ο Τζίβαν, όρθιος, δείχνοντας τη βάρκα άφοβα, αγέρωχα. “Θέλω να πω ένα γεια στο φίλο μου”.
“‘Ελα εδώ μετά τις γιορτές. Να μείνεις μαζί μας για λίγο”, λέει η Τατιάνα.
“Μαζί μας;” Επεξεργάζομαι τη σιωπή της καθώς κοιτάζω τα loafers που φοράω, τα loafers που εκείνη μου διάλεξε. “Δεν την έκανες ποτέ εκείνη την έκτρωση, σωστά;”
“Πρώτη φορά είμαι τόσο ευτυχισμένη. ‘Ελα”.
“Δεν είμαι καθαρός”.
“Το ξέρω”, λέει.
“Πώς λένε το γιο σου;”
“Στάθη”.
(Ιωάννης Πάππος, Hotel Living, εκδόσεις Λιβάνη).
Κάποτε την άνοιξη, την ώρα ενός απίθανα ζεστού δειλινού, στη Μόσχα, στις Λίμνες του Πατριάρχη, εμφανίστηκαν δυο πολίτες. Ο πρώτος απ’ αυτούς, ντυμένος με γκρίζο καλοκαιρινό κοστούμι, ήταν μικρού αναστήματος, καλοθρεμμένος, φαλακρός, το καθωσπρέπει καπέλο του το κράταγε προσεχτικά στο χέρι του, και στο καλοξυρισμένο πρόσωπό του πρόβαλαν γυαλιά υπερφυσικών διαστάσεων με μαύρο κοκάλινο σκελετό. Ο δεύτερος ήταν ένας νέος ευρύστερνος άντρας με ανάκατα πυρόξανθα μαλλιά, με μια καρό τραγιάσκα ριγμένη πίσω στο σβέρκο του, με καουμπόικο πουκάμισο και με τσαλακωμένο λευκό παντελόνι και μαύρα παπούτσια.
Ο πρώτος δεν ήταν άλλος από τον Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Μπερλιόζ, πρόεδρο μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες λογοτεχνών της Μόσχας, γνωστής με τ’ αρχικά της ως ΜΟΣΕΛΟΓ, και εκδότης ενός πολυσέλιδου λογοτεχνικού περιοδικού. Ο νεαρός συνοδός του δεν ήταν άλλος από τον ποιητή Ιβάν Νικολάγεβιτς Πονιριόφ, που έγραψε με το ψευδώνυμο Μπεζντόμνι.
(Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα, εκδόσεις Θεμέλιο).