Της Κυριακής το ανάγνωσμα

Το σταθερό κυριακάτικο ραντεβού της parallaxi με τη λογοτεχνία.

Γιώτα Κωνσταντινίδου
της-κυριακής-το-ανάγνωσμα-265382
Γιώτα Κωνσταντινίδου

Της Κυριακής το ανάγνωσμα το αναγκαίο, το τυχαίο, το χουχουλιάρικα λατρευτικό. Κάθε Κυριακή η parallaxi ξεφυλλίζει τα ωραιότερα βιβλία.

[Η Τασία στρέφεται τώρα, δε βλέπει τη Βαλέραινα, κλειδώνει την πόρτα και, σιγά σιγά, κάθεται σε μια καρέκλα να την περιμένει. Σε λίγο, η Βαλέραινα μπαίνει δεξιά. Είναι χλωμή, αλλαγμένη. Κρατεί στα χέρια της τη χρυσή Παναγία].

ΤΑΣΙΑ: (Φαιδρά). Ετοιμάστηκες;

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: (Με βαθιά φωνή). Ναι! (Προχωρεί σιγά στην πολυθρόνα της και κάθεται). Έκλεισες την πόρτα καλά;

ΤΑΣΙΑ: Ναι, την κλείδωσα. (Κοιτάζει τη Βαλέραινα περίεργα και της έρχεται αθέλητα ένα μικρό, νευρικό γέλιο).

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Γελάς;… Από τη χαρά σου…

ΤΑΣΙΑ: Όχι. Έτσι μου ‘ρθε… Μ’ αυτό το ύφος που πήρες…

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Πώς σου φάνηκε το ύφος μου;

ΤΑΣΙΑ: Δεν ξέρω… αλλιώτικο… πολύ επίσημο.

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Μα το ‘χεις για μικρό; Αγκαλά… το ξαστόχησα: Εσύ λογαριάζεις τώρα να το πουλήσεις και θα το ‘χες για μεγάλο;…

ΤΑΣΙΑ: (Σοβαρά). Με συγχωρείς! Μα μόνο τα μικρά πράματα πουλούμε; Και το σπίτι μας, στην Πλατεία Ρούγα, το πουλήσαμε, μα στοχάζουμαι πως δεν ήταν καθόλου μικρό. (Με πίκρα). Κοτζάμ παλάτι, μάνα!

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Είναι κι άλλα παλάτια, μεγαλύτερα, που τα γκρεμίζουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε… Ε, αυτά δεν βλέπουνται παρά με τα μάτια της ψυχής. Και μ’ αυτά πάλι, σαν είναι «πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα», όπως το λέει κι ο Σολωμός. Ας είναι! Έλα τώρα και δεν έχουμε πολύ καιρό… (Συλλογίζεται για ν’ αρχίσει). Το ξέρεις όμως πως δεν έχω να σου φανερώσω κανένα μυστικό;

ΤΑΣΙΑ: (Τρομαγμένη). Τι;

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Μη φοβάσαι… Θέλω να πω πως το μυστικό μου το ξέρεις.

ΤΑΣΙΑ: Εγώ; Μα δεν ξέρω τίποτα!…

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Καλά· και δεν ξέρεις πώς και με τι φτιάνω το γιατρικό; Πες, πες!

ΤΑΣΙΑ: Με σουπιοκόκαλο, με ζάχαρη και με κάτι άλλο.

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Ε, με τίποτ’ άλλο! Μ’ αυτά που είπες μοναχά.

ΤΑΣΙΑ: (Δύσπιστα).  Μοναχά;…

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Ναι, ναι. Ηλιάζω τα σουπιοκόκαλα, τα παστρεύω, τους βγάζω, είδες, με το σουγιά το απάνου απάνου στρώμα, τα κοπανίζω ύστερα με ζάχαρη —δυο μερτικά ζάχαρη, ένα μερτικό σουπιοκόκαλο— τα περνώ από την ψιλή κρισάρα, κι η σκόνη η θαματουργή είναι έτοιμη.

ΤΑΣΙΑ: Με γελάς, μάνα!…

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Όχι, θα ιδείς. Σας άφηνα να πιστεύετε πως βάνω και κάτι άλλο, γιατί μου ήταν δύσκολο να κρύβω από τους σπιτικούς τα δυο συστατικά· κι αν δεν είχατε την ιδέα πως υπάρχει και τρίτο, ίσως και τέταρτο, δε θα ‘ταν μυστικό. Η Όρσολα μάλιστα θα στοχάζεται πως λέω και κανένα ξόρκι, την ώρα που κοπανίζω.

ΤΑΣΙΑ: (Κατάπληκτη). Αλήθεια; Η σκόνη λοιπόν που γιατρεύει ως και τη θέλα, είναι από κόκαλο σουπιάς και από ζάχαρη κοινή; Μπορούσα λοιπόν να την κάνω κι εγώ, χωρίς να το ξέρω, όπως και κάθε άλλος που το ξέρει εδώ μέσα, χωρίς να το φαντάζεται, το φανερό σου μυστικό;

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Ναι.

ΤΑΣΙΑ: Τι περίεργο πράμα!

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Χωρίς να το ξέρεις… Αυτή είναι η διαφορά. Ε, με πόσα μυστικά στον κόσμο συμβαίνει το ίδιο, και πόσο θα μας ξάφνιζε ο μάγος που θα μας τα φανέρωνε!… (Αισθάνεται πόνο). Να, κι εγώ, πριν από λίγο, δεν ήξερα πως θα πεθάνω τόσο γλήγορα, μα τώρα το ξέρω καλά.

ΤΑΣΙΑ: Ω, μα τι λέγαμε πριν; Δε βαριέσαι! Θα πας εκατό χρονώ και συ, σαν τη μάνα σου.

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Έλα… γλήγορα… και πρέπει να τελειώσουμε. Να κι η χρυσή Παναγία του Κρητικού, που θα σου βεβαιώσει ό,τι σου είπα. (Βιαστικά, αρχίζει να την ξεβιδώνει με το σουγιαδάκι της).

ΤΑΣΙΑ: Σιγά σιγά… Γιατί τόση βία;

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: (Αισθάνεται πόνο δυνατότερο). Μα δεν έχουμε καιρό…

ΤΑΣΙΑ: Δεν έχουμε καιρό… Τι λες!… Νομίζεις πως θα ‘ρθει ο Πάπουζας τούτη τη στιγμή;

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Όχι αυτός… μα κάποιος άλλος… (Ξεβιδώνει βιαστικά, ενώ πονεί).

ΤΑΣΙΑ: Ποιος;

[Η Βαλέραινα δεν απαντά. Έχει βγάλει το πισινό ξύλινο σκέπασμα της μικρής εικόνας και τότε φαίνεται, σφηνωμένο κει μέσα, ένα δεματάκι από χαρτί, που κρύβει άλλο χαρτί περγαμηνό. Η Βαλέραινα το ανοίγει και το ξεδιπλώνει. Η Τασία, ορθή από πίσω της, παρακολουθεί την εργασία].

ΤΑΣΙΑ: Α, να η συνταγή!

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Ναι. Παρ’ τη τώρα και διάβασ’ τη… Μα γλήγορα. (Κρυφομορφάζει από πόνους).

ΤΑΣΙΑ: (Αρπάζει το χαρτί και το διαβάζει με κόπο). «Για τη θέλα των ματιών, γιατρικό αλάθευτο. Έπαρε σουπιοκόκαλο, ξέρανέ το στον ήλιο ημέρες οχτώ και κοπάνισέ το καλά σε γουδί μπρούντζινο, ήγουν μπακιρένιο…» (Σιγά-σιγά η φωνή της αδυνατίζει και διαβάζει κάμποσο μουρμουριστά, από μέσα της. Έπειτα δυνατότερα εξακολουθεί:) «…δύο βολές την ημέρα, ταχινό και λιόγερμα, και θέλεις ιδείν την υγεία σου, με την βοήθεια του Παντοδυνάμου και της Θεοτόκου, αμήν. — Δια χειρός Αγαπίου Ιερομονάχου του Κρητός, Αυγούστου γιώτα-βήτα…»

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Δώδεκα.

ΤΑΣΙΑ: «Άλφα – χι – κάπα».

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Χίλια εξακόσια είκοσι.

ΤΑΣΙΑ: Ναι! Έτσι είναι… Όπως μου είπες.

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Είδες;… Φέρε τώρα ‘δω το χαρτί. (Παίρνει το χαρτί, το διπλώνει όπως ήταν, το ξαναβάζει μέσα στο εικόνισμα και το βιδώνει βιαστικά).

ΤΑΣΙΑ: Τι περίεργο! Χάλασα τον κόσμο να μάθω ένα πράμα… που το ‘ξερα! (Γελά).

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: (Της προσφέρει το εικόνισμα). Πάρ’ το, κοντέσσα. Τώρα είναι δικό σου. Και το εικόνισμα, και το μυστικό, και όλα δικά σου.

ΤΑΣΙΑ: (Της φιλεί το χέρι, ενώ παίρνει την Παναγία). Μάνα, σ’ ευχαριστώ!

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Εγώ δεν έχω πια τίποτα… εγώ δεν είμαι πια τίποτα. (Πονεί). Γι’ αυτό δεν πρέπει να ζήσω άλλο.

ΤΑΣΙΑ: (Επιπληκτικά). Ου!… Μα τι λόγια είν’ αυτά;

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: (Με κόπο). Τίποτα… μη δίνεις σημασία… παραμιλώ… Ωστόσο εγώ έκαμα το χρέος μου. Και να πεθάνω τώρα δεν πειράζει… Το γιατρικό είναι πια δικό σου… Μπορείς να το κάμεις ό,τι θες… Εγώ σου δίνω… την ευχή μου! (Κλονίζεται από τον πόνο).

ΤΑΣΙΑ: (Αφήνοντας το εικόνισμα στο τραπέζι, ορθό κοντά σ’ ένα βάζο). Ω, μάνα! με τι λόγια να σ’ ευχαριστήσω, για τη θυσία που ‘καμες για μας; (Στρέφεται και, καθώς βλέπει τη Βαλέραινα αλλοιωμένη να κλονίζεται και να στηρίζεται στην πολυθρόνα, ορμά κοντά της με τρόμο). Μάνα!… τι έχεις;… εχλώμιασες… Είσ’ άρρωστη!

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: (Κάθεται στην πολυθρόνα της). Τίποτα… όχι… μια ζάλη μου ήρθε… και πήγα να πέσω…

ΤΑΣΙΑ: (Πιάνει για να τη βοηθήσει). Μα τα χέρια σου είναι κρύα… σε περιχύνει ίδρωτας… υποφέρεις… Μα περίεργο να σου κάνει τόση εντύπωση, τόση συγκίνηση αυτό!… Να το ‘ξερα…

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: (Τη διακόπτει). Η θυσία… Δεν το ‘δες εσύ; Έτσι κάνει κανείς μια θυσία;… Μα δεν έχω τίποτα… θα μου περάσει…

ΤΑΣΙΑ: Αέρα!… Να πάρεις λίγο αέρα… (Τρέχει, διαπλατώνει τα παράθυρα, ξεκλειδώνει κι ανοίγει την αριστερή πόρτα). Έτσι… να σε φυσήξει… Αισθάνεσαι καλύτερα τώρα;…

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: (Ησυχότερη). Ναι… Μα πάρε την Παναγία… Φύλαξέ τη στον κόρφο σου.

ΤΑΣΙΑ: Α όχι! πολύ μεγάλο φυλαχτό για μένα… Θα το φυλάξω οτο συρτάρι μου.

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Όπως θες… Μην του δώσεις όμως την ίδια τη συνταγή. Να τη διαβάσει μόνο και να την αντιγράψει. Ακούς, Τασία; Η Παναγία κάνε ας μείνει στο σπίτι έτσι όπως είναι.

ΤΑΣΙΑ: Καλά, καλά, ησύχασε (φαιδρά πάλι). Να σου πω όμως τώρα την αμαρτία μου; Στην αρχή ενόμισα πως με γελάς… Αληθινά!

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: (Με θλίψη). — Το κατάλαβα. Στοχάστηκες πως θα σου έκρυβα την αληθινή συνταγή και θα σ’ έκανα να πουλήσεις του ανθρώπου ένα ψεύτικο γιατρικό, που θα έβλαβε ίσως τον κόσμο… Κακή υποψία, κοντέσσα μου, μα δεν είχες και τόσο άδικο!… Αμ’ αρχινήσει κανένας να πέφτει… ποιος ξέρει ως πού θα φτάσει!… Ο κατήφορος είναι πάντα γλιστερός… (Της ξανάρχεται πόνος). Ναι… είχες δίκιο να με υποψιαστείς… Γιατί τη στιγμή που με είδες να πέφτω, δεν εφαντάστηκες πως είχα βρει κιόλας τον τρόπο να σηκωθώ…(σηκώνεται μ’ ένα σπασμό) ν’ ανεβώ ψηλότερα κι από κει που στεκόμουν.

ΤΑΣΙΑ: Έσφαλα. Συμπάθησέ με, μάνα, βλέπω πως έσφαλα… Μα τι τρόπο λες; Δεν καταλαβαίνω…

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Γιατί;… (Πιάνεται απ’ την πολυθρόνα και μιλά βιαστικά). Δεν μπορούσα τάχα να βρω κι εγώ έναν τρόπο; μια λύση; μια σωτηρία;… Να, την ίδια ώρα που ο Καρρέρης σου έπαιζε τη «Μαρία Αντουανέττα» μου τραγουδούσε και μένα εδώ απόξω ένας γείτονας… Και μου ήρθε και μένα μια ιδέα… Ω, αν δεν ήταν αυτό, βεβαιώσου, Τασία, πως δε θα με κατάφερνες στον αιώνα!

ΤΑΣΙΑ: Μάνα! με τρομάζεις!

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Μη φοβάσαι τίποτα. Ο τρόπος μου δεν έχει καμιά σχέση με το δικό σου. Το ένα δε θα εμποδίσει το άλλο.

ΤΑΣΙΑ: Μα τ’ είν’ αυτά; Τώρα με τρομάζεις περισσότερο… Ου! μα δεν μπορώ εγώ να ξεδιαλύνω αινίγματα! Τι θα κάμεις;… Γιατί είπες πως ο τρόπος σου θα σ’ ανεβάσει ψηλότερ’ απ’ όπου στεκόσουν; Τι σημαίνει αυτό; Μίλησε καθαρά…

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: (Που πονεί τώρα πολύ). Αργότερα… θα μιλήσω… Τώρα μ’ έπιασε πάλι εκείνη η κακοδιαθεσία… Δεν είναι τίποτα… Άφησέ με να πάω να ξαπλωθώ λίγο στο κρεβάτι, να μου περάσει. (Με μεγάλο κόπο για να κρατηθεί). Κι άμα γυρίσει ο Μανόλης, μου φωνάζεις… (Κινάει για την κάμαρά της, με βήμα που προσπαθεί να το κάνει σταθερό).

ΤΑΣΙΑ: Μη θέλεις βοήθεια;… (Τρέχει κοντά της).

ΒΑΛΕΡΑΙΝΑ: Όχι, όχι, τίποτα. (Την εμποδίζει). Άσε με… Κι ο Παυλάκης δεν πιστεύω ν’ αργήσει… (Φεύγει δεξιά και κλει από μέσα την πόρτα).

ΤΑΣΙΑ: (Μονάχη). — Της κόστισε… Μα τι να της κάνω;…(Παίρνει στα χέρια της και κοιτάζει την Παναγία). Τέσσερες χιλιάδες κολονάτα… (Την αφήνει στη θέση της). Θα της περάσει!…

(Το μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας, θεατρικό έργο του Γρηγόριου Ξενόπουλου, εκδ:ΒΛΑΣΣΗΣ).

Το μεσημέρι, ενώ έτρωγα, με καλεί το τηλέφωνο. Σήκωσα το ακουστικό και:

Μπρος!… κάνω με το στόμα γιομάτο.

— Δε μου λες κύβγιε Πετάμενε… είμαι να τρελαθώ — με πβοσέχεις;

— Ναι, ναι, ναι!… κάνω. Ήταν ο γιατρός, τον εγνώρισα. Είχε κάμει λάθος στο νούμερο.

— Στο Ιατρείο μου όταν ήρθες, ποιους βρήκες εδώ να κρατάν τη σειρά;

—… Μα, κάνω, το Μακή και το Γιάννη.

— Ποιον Γιάννη; τον… μπουλντόκ;

— !…; !…

— Άλλον, άλλον;

— Κανείν!

— Μπρε τι λες!… Δε βρήκες και τρεις Κυβγίες μαζί;

— Τρεις Κυρίες;… Όχι. Αν ήσαν, ασφαλώς θα τις έβλεπα. (Κι απόθεσα το ακουστικό χαμογελώντας. Έκλεισα και το ‘να μάτι με νόημα…).

Δεν παίρνω, λέω, τον Πετάμενο, να τον κατατοπίσω, να ξέρει; Κι άμ’ έπος άμ’ έργον!.. Γυρίζω τον τηλεφωνικό δίσκο στο νούμερο και υψώνω το ακουστικό στο δεξί μου: «Συ ‘σαι Γιώργο;»

— Ναι, είμαι ο Πετάμενος… Αλλά θα το αλλάξω. Καλά, η «ονομαστ

— Ακου να ιδείς… Θα γελάσουμε!… Αύριο που θα ξαναπάς στο… — Συμφωνεί και ο Μακής. Στο τηλέφωνο που πριν λιγάκι ρώτησα, συμφωνεί να το αλλάξω. Καλά, η «ονομαστική » αλλά η «γενι-»…

— …που θα ξαναπάς λοιπόν στο γιατρό, θα σου πει για τις Κυρίες.

— Ποιες Κυρίες;

— Τις τρεις αδελφές Αιγυπτιώτισσες που ήσαν το πρωί στο Ιατρείο.

— Ήσαν τίποτις αδελφές στο Ιατρείο;

— Μπρε τι λες; Δεν ήσαν οι τρεις Κυρίες που…

— Δεν είδα! Σένα και τον Μακή είδα κει — για Κυρίες δεν ξέρω!…

Και μου ‘κλεισε το ακουστικό: κρι… κρι… κρι

Έμεινα με το στόμα ανοιχτό, γιατί την μπουκιά την είχα λίγο πριν καταπιεί… Αχ τι έλεγε!… Δεν είμαστε καλά!… συλλογίστηκα. «Πράγματι, (μου φάνηκε πως ξανά κείνες οι τρεις άδειες καρέκλες μου λέγαν): Διόλου δεν είμαστε καλά!»

Και τώρα, ζητάω το Μακή: «Μπρος!… Συ ‘σαι Νίκο;… Ωραίο… κάνω, το αστείο μας!… Τι επιτυχία!… Τι διάνα!…»

— Ποιο πράμα; τον ακώ — δεν εννόησα!

— Να, με το γιατρό!… λέω, με τις Κυρίες!…

— Ποιες Κυρίες; Δε μου λες και μένα να ξέρω… Έγινε τίποτε;

— Μπρε τι λες; Δεν είπαμε του γιατρού, ότι δεν είδαμε στην «αναμονή» τρεις Κυρίες;

— Πράγματι…, λέει, είπαμε.

— Ναι, μα αυτό ήταν ψέμα… Τις είχαμε δει τις Κυρίες.

— Δεν είμαστε καλά!… Αγγελοκρούστηκες; Εγώ δεν είδα τίποτις Κυρίες!

Και μου ‘κλείσε τ’ ακουστικό: κρι… κρι… κρι

Έμεινα με το μηχάνημα στο χέρι. Παράξενες εντυπώσεις και σχήματα διάβαιναν κινηματογραφημένα απ’ το νου μου. Θυμήθηκα που μια μέρα είπα «ναι» και μου ‘φερε το γκαρσόνι μια πάστα. «Βρε κύριε…, του λέω, τι με ρώτησες;»

»— Αν δεν θα πάρετε και σεις πάστα.

»— Εγώ τι σ’ απάντησα;

»— Ναι.

»— Δηλαδή δενθα πάρω… Άντε να μου χαθείς, είσαι ηλίθιος!»

(Τρεις άδειες καρέκλες, Γιάννης Σκαρίμπας, εκδ:ΝΕΦΕΛΗ).

«Σήμερα, μετά απ’ ό, τι ακολούθησε, σκέφτομαι πως δεν θα ‘ταν φοβερό ν’ ανάβαμε ένα κερί. Αφού τόσοι άνθρωποι στον κόσμο ανάβουν τόσα κεριά και καντήλια, θα πρέπει να πιστέψουμε ότι αυτό βοηθάει κι ότι κάθε τόσο, απ’ τις αμέτρητες φλόγες που τρεμοσβήνουν, όλο και κάποια προσελκύει την προσοχή Του ή, πάλι, ότι τις ανάβουμε απλώς για να μη νιώθουμε ολομόναχοι μες στο ανθρώπινο σκοτάδι. Όμως, αν σκεφτεί κανείς πόσες φλόγες άναψε ο άνθρωπος σε ολόκληρη την ιστορία του, τις αναρίθμητες προσευχές και γονυκλισίες, τότε κάλλιστα μπορεί να πει ότι ο Θεός, αν υπάρχει, δεν περιμένει πια τίποτα από εμάς.»

(Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων, Ζαν – Μισέλ Γκενασιά, μετάφραση: Φωτεινή Βλαχοπούλου, εκδ: ΠΟΛΙΣ).

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα