Της Κυριακής το ανάγνωσμα

Κάθε Κυριακή, το σταθερό μας ραντεβού με τη λογοτεχνία.

Γιώτα Κωνσταντινίδου
της-κυριακής-το-ανάγνωσμα-268520
Γιώτα Κωνσταντινίδου

Της Κυριακής το ανάγνωσμα το αναγκαίο, το τυχαίο, το χουχουλιάρικα λατρευτικό. Κάθε Κυριακή η parallaxi ξεφυλλίζει τα ωραιότερα βιβλία.

“Library Interior with Maid Reading” by Edouard John Mentha, ca.1915.

“Έγνεψε παιχνιδιάρικα στο σκυλάκι και, όταν αυτό πλησίασε, το φοβέρισε κουνώντας απειλητικά το δάχτυλό του. Το σκυλί γρύλισε. Ο Γκούρωφ το ξαναφοβέρισε.

Η κυρία τον κοίταξε και αμέσως χαμήλωσε το βλέμμα.

– Δε δαγκώνει, είπε και κοκκίνησε.

– Μπορώ να του δώσω ένα κόκαλο;

Και όταν εκείνη έγνεψε καταφατικά, αυτός τη ρώτησε με φιλικό ύφος:

– Είστε καιρό στη Γιάλτα;

– Περίπου πέντε ημέρες.

– Εγώ είμαι ήδη δεύτερη εβδομάδα εδώ.

Για λίγο δε μίλησε κανείς.

– Ο καιρός περνάει γρήγορα, αλλά είναι πολύ πληκτικά εδώ! είπε εκείνη αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.

– Έχει καθιερωθεί να λένε ότι εδώ είναι πληκτικά. Ένας μικροαστός που μένει κάπου στο Μπελιόφ ή στη Ζίντρα  δεν πλήττει, και όταν έρθει εδώ, αρχίζει τα “Αχ, τι πλήξη! Αχ, τι σκόνη!”, λες και έχει έρθει από τη Γρανάδα.

Η κυρία γέλασε. Ύστερα συνέχισαν να τρώνε σιωπηλά, σαν άγνωστοι. Μετά το γεύμα, όμως, περπάτησαν πλάι πλάι και έπιασαν μια παιχνιδιάρικη, ελαφριά κουβεντούλα, κουβέντα ανθρώπων ελεύθερων, ευχαριστημένων, που δεν τους νοιάζει πού θα πάνε και τι θα πούνε. Σεργιάνιζαν και σχολίαζαν το παράξενο φως που είχε η θάλασσα, την απαλή και ζεστή μενεξεδένια απόχρωση που είχε το νερό, και το φεγγάρι που έριχνε πάνω του χρυσές γραμμές. Σχολίαζαν πόση άπνοια έχει μετά από μια ζεστή μέρα. Ο Γκούρωφ της είπε ότι είναι Μοσχοβίτης, ότι έχει σπουδάσει φιλόλογος, αλλά δουλεύει σε τράπεζα. Της είπε ακόμα ότι κάποτε επρόκειτο να τραγουδήσει σε ιδιωτική όπερα, αλλά τα παράτησε, και ότι έχει δύο σπίτια στη Μόσχα… Από εκείνη έμαθε ότι έχει μεγαλώσει στην Πετρούπολη, αλλά παντρεύτηκε στην πόλη Σ., όπου μένει εδώ και δύο χρόνια, και ότι σκοπεύει να μείνει στη Γιάλτα ένα μήνα ακόμα, και αργότερα μπορεί να έρθει και ο σύζυγός της, που κι εκείνος θέλει να ξεκουραστεί. Αλλά δεν μπορούσε να πει πού ακριβώς υπηρετούσε ο σύζυγός της -στο κυβερνείο του νομού ή στην τοπική αυτοδιοίκηση, και αυτή της η αδυναμία φαινόταν αστεία ακόμα και στην ίδια. Τέλος, ο Γκουρώφ έμαθε ότι τη λένε Άννα Σεργκέεβνα.

Έπειτα, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου τη σκεφτόταν. Σκεφτόταν ακόμα ότι αύριο σίγουρα θα την ξανασυναντούσε. Έτσι έπρεπε να γίνει. Όταν έπεφτε για ύπνο, σκέφτηκε ότι εκείνη πριν από λίγο καιρό ήταν ακόμα στο σχολείο και σπούδαζε, όπως η κόρη του τώρα. Θυμήθηκε, επίσης, πόση αβεβαιότητα, πόση αμηχανία είχε το γέλιο της καθώς κουβέντιαζε μ’ έναν άγνωστο -μάλλον, πρώτη φορά στη ζωή της έμενε μόνη υπό τέτοιες συνθήκες, που να την ακολουθούν στο δρόμο, να την κοιτούν και να κουβεντιάζουν μαζί της με έναν κρυφό σκοπό, τον οποίο η ίδια δεν μπορεί να μην υποψιαζόταν. Θυμήθηκε το λεπτό, ντελικάτο λαιμό της, τα ωραία γκρίζα της μάτια.

“Κι όμως, η μορφή της έχει κάτι θλιμμένο”, σκέφτηκε πριν τον πάρει ο ύπνος”.

(Τσέχωφ Άντον, “Η κυρία με το σκυλάκι”, μτφ: Έφη Κορομηλά, εκδ: ΜΕΛΑΝΙ)

“An Evening at Home” by Sir Edward John Poynter, 1888.

«Ενώ, κατά κανόνα, όταν έβαζε κανείς μπροστά του κάποιο

ευτελές βιβλίο έκλεινε περιφρονητικά το εξώφυλλο και

μουρμούριζε απλώς: «Δυο κορόνες», έτσι κι ερχόταν

αντιμέτωπος με κάτι σπάνιο ή μοναδικό έγερνε πίσω γεμάτος

σεβασμό, έστρωνε ένα φύλλο χαρτί και τον έβλεπες να

ντρέπεται ξαφνικά για τα βρόμικα μελανωμένα δάχτυλά του με

τα μαύρα νύχια. Κατόπιν άρχιζε να ξεφυλλίζει τρυφερά,

προσεκτικά το σπάνιο κομμάτι, με απέραντο σεβασμό, σελίδα

τη σελίδα. Σε μια τέτοια στιγμή δεν μπορούσε να τον

ενοχλήσει κανείς, όπως δεν μπορείς να ταράξεις έναν αληθινό

πιστό κατά τη διάρκεια της προσευχής. Και, πράγματι, αυτή η

θέαση, το άγγιγμα, το μύρισμα και το ζύγιασμα, καθεμιά από

τούτες τις ενέργειες ξεχωριστά είχε κάτι από τον τελετουργικό

χαρακτήρα, από την κανονιστικά ρυθμισμένη λατρευτική

ακολουθία μιας θρησκευτικής πράξης. […] Ζύγιαζε τέλος το

παλιό βιβλίο στο χέρι του γεμάτος σεβασμό και, με μισόκλειστα

μάτια, οσφραινόταν κι ανάσαινε τη μυρωδιά του

ξεχαρβαλωμένου δεσίματος, συνεπαρμένος σαν αισθητική

κοπελίτσα που μύριζε άλικο τριαντάφυλλο. Εννοείται πως κατά

τη διάρκεια της κάπως επεισοδιακής αυτής διαδικασίας ο

ιδιοκτήτης του βιβλίου όφειλε να δείξει υπομονή. Όμως, μετά

την ολοκλήρωση της εξέτασης, ο Μέντελ είχε όλη την καλή

διάθεση, τον ενθουσιασμό, θα λέγαμε, να παράσχει κάθε

δυνατή πληροφορία, εμπλουτίζοντάς τη με τα απαραίτητα

μακροσκελή ανέκδοτα και με κάποιες δραματικές αφηγήσεις για

την τιμολόγηση παρόμοιων αντιτύπων. Τέτοιες στιγμές έμοιαζε

να φωτίζεται, να ζωντανεύει, έδειχνε νεότερος κι ένα πράγμα

μόνο μπορούσε να τον πικράνει απέραντα: να θελήσει κάποιο

φυντάνι να του προσφέρει χρήματα για την εκτίμησή του.

Μαζευόταν τότε προσβεβλημένος, όπως πάνω-κάτω κάποιος

επιμελητής της Βασιλικής Πινακοθήκης, που ένας Αμερικανός

ταξιδιώτης θα επιχειρούσε να του βάλει στο χέρι πουρμπουάρ

για τις διασαφήσεις που του παρείχε. Γιατί το άγγιγμα ενός

πολύτιμου βιβλίου ισοδυναμούσε για τον Μέντελ με ό, τι θα

σήμαινε για κάποιον άλλον η συνεύρεση με μια γυναίκα. Αυτές

τις στιγμές ήταν οι πλατωνικές ερωτικές του νύχτες. Μόνο το

βιβλίο ασκούσε πάνω του εξουσία, ποτέ το χρήμα».

(Στέφαν Τσβάιχ, «Ο Παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ», μτφ: Μαρία Τοπάλη, εκδ: Άγρα)

“Dans la Bibliotheque” by Auguste Toulmouche, 1872.

“Καμιά φορά ζηλεύω τους ανθρώπους που έχουν άνοια. Σε περιμένουν χωρίς αγωνία, δεν έχουν τίποτα να τους στερήσεις πια, καμία ανάμνηση, κανέναν αγαπημένο, κανένα όνομα. Δεν σε ζητάνε ως λύτρωση, δεν μετράνε το χρόνο, δεν υπάρχει χρόνος. Τον μεγαλύτερο μου φόβο, μη χάσω το μυαλό μου, μη ξεχάσω τα ονόματα των ανθρώπων μου, τα πρόσωπά τους, τις φωνές τους, τον χειρότερο εφιάλτη μου, τον βλέπω σαν την καλύτερη εκδίκησή σου”.

(Μαργαρίτα Νταλακμάνη, Βεγγέρα, εκδ:θράκα)

“Woman Reading” by Jacques-Emile Blanche, ca.1890.
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα