Tης Κυριακής το ανάγνωσμα

Το σταθερό κυριακάτικο ραντεβού με τον κόσμο των γραμμάτων.

Γιώτα Κωνσταντινίδου
tης-κυριακής-το-ανάγνωσμα-274087
Γιώτα Κωνσταντινίδου

Της Κυριακής το ανάγνωσμα το αναγκαίο, το τυχαίο, το χουχουλιάρικα λατρευτικό. Κάθε Κυριακή η parallaxi ξεφυλλίζει τα ωραιότερα βιβλία.

“Σκεφτόταν εκείνη. Θυμήθηκε πόσον καιρό την είχε βασανίσει και της πλήγωνε συνεχώς την καρδιά. Θυμήθηκε το χλωμό κι αδύνατο προσωπάκι της. Μα οι θύμησες αυτές δεν τον στεναχωρούσαν καθόλου τώρα: Ήξερε με τι απέραντη αγάπη θα εξαγόραζε τώρα όλα της τα βάσανα. Και τη σημασία είχαν πια όλες, ό λ ε ς οι αγωνίες του παρελθόντος! Όλα, ακόμα και το έγκλημά του, η καταδίκη του κι η φυλακή, του φαίνονταν τώρα σαν ένα ξένο, παράξενο γεγονός, που δεν είχε καμιά σχέση μαζί του. Δεν μπορούσε όμως να σκεφτεί τίποτα για πολλήν ώρα κείνο το βράδυ κι ούτε μπορούσε ν’ αναλύσει ή να συνειδητοποιήσει τίποτα· απλώς αισθανόταν. Η ζωή είχε μπει στη θέση της διαλεκτικής και κάτι εντελώς διαφορετικό άνοιγε τώρα το δρόμο του μες στο μυαλό του.

Κάτω απ’ το μαξιλάρι του βρισκόταν το Ευαγγέλιο. Το πήρε μηχανικά. Το βιβλίο ήταν της Σόνιας· απ’ αυτό του είχε διαβάσει την ανάσταση του Λαζάρου. Στην αρχή είχε φοβηθεί πως η Σόνια θα τον ενοχλούσε μιλώντας του για τη θρησκεία, το Ευαγγέλιο, και θα τον παραφόρτωνε με βιβλία. Μα για μεγάλη του έκπληξη ούτε μια φορά δεν του ‘κανε λόγο γι’ αυτό κι ούτε καν του είχε προτείνει το βιβλίο αυτό. Της το ‘χε ζητήσει μόνος του λίγο πριν αρρωστήσει και του το ‘χε φέρει χωρίς να του πει λέξη. Ως τα τότε δεν το ‘χε καν ανοίξει.

Δεν το άνοιξε ούτε και τώρα, μια σκέψη όμως πέρασε απ’ το μυαλό του: “Μπορεί οι πεποιθήσεις της να μην είναι τώρα και δικές μου; Τα αισθήματά της, οι πόθοι της τουλάχιστον…”

Κι η Σόνια είχε ταραχτεί πολύ κείνη τη μέρα και τη νύχτα ξανάπεσε άρρωστη. Ήταν όμως τόσο ευτυχισμένη —τόσο αναπάντεχα ευτυχισμένη— που τρόμαζε σχεδόν απ’ την τόση ευτυχία. Εφτά χρόνια, μ ο ν ά χ α εφτά χρόνια! Στην αρχή της ευτυχίας τους ήταν στιγμές που αντιμετώπιζαν κι οι δυο τους τα εφτά αυτά χρόνια σα να ‘ταν εφτά μονάχα μέρες. Ο Ρασκόλνικοβ δεν ήξερε πως η καινούρια ζωή δε θα του δινόταν χωρίς αντάλλαγμα, πως θα ‘χε να πληρώσει ακριβά για να την αποχτήσει, πως θα του κόστιζε πολλές στεναχώριες, πολλά βάσανα…

Όμως εδώ αρχίζει μια άλλη ιστορία — η ιστορία ενός ανθρώπου που ξαναγεννήθηκε σιγά-σιγά, που έγινε καινούριος άνθρωπος, που πέρασε από έναν κόσμο σ’ έναν άλλον, που μυήθηκε σε μια νέα, άγνωστη πραγματικότητα. Αυτό μπορεί να ‘ναι το θέμα μιας άλλης ιστορίας, μα η δική μας ιστορία τελειώνει εδώ”.

(Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ‘Εγκλημα και Τιμωρία, μετάφραση: Άρης Αλεξάνδου, εκδόσεις: Γκοβόστη)

“Η γιατρειά, μιά γιατρειά πού πόνεσε καί κείνον καί εμένα, ήρθε τελείως αναπάντεχα, μέ πόνο. Ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά, τρέχοντας στούς δρόμους, όπως μάς αποκάλυψε ο Συμεών, μές στή βροχή, ύστερα από γενναίο φαγοπότι καί πολύ κρασί. Φυσικά πήγαμε στήν κηδεία, πήγα και γώ. Σταθήκαμε πίσω πίσω, σάν άγνωστοι. Αλλωστε, ελάχιστοι ξένοι είχαν έρθει.

Τώρα τό σπίτι τους έχει μείνει έρημο, μονάχα μέ τόν Συμεών νά συμμαζεύει ό, τι μπορεί, μέ τόν Συμεών νά περιμένει πότε θά γιατρευτεί εντελώς ο Αντρέας καί θά γυρίσει στό σπίτι του. Ο κόκκινος φάκελος, άν ενδιαφέρει, είναι πάντα πάνω στό τραπέζι τού φίλου μου, στή φτωχική κάμαρα, δίπλα μου.

Θεσσαλονίκη 1959″

(Νίκος Μπακόλας, Χρονιές άγιες και άγριες, Τα πρώτα πεζά, εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα)

Στη σκάλα του Μόλχο

Κάθε φορά που περνάω έξω απ’ το «Διεθνές βιβλιοπωλείο μόλχο», τσιμισκή 10, καίγεται η καρδιά μου – είναι δυο χρόνια, πια, κλειστό, άδειο, γκρίζο. Το θρυλικό πατάρι, ο άνω όροφος, σκοτεινό. Γι’ αυτό και τον τελευταίο καιρό το αποφεύγω συστηματικά, πάντα όταν πλησιάζω περνώ στο απέναντι πεζοδρόμιο. Απόψε όμως που γυρίζω με τα πόδια, αργά –θα’ναι δύο το πρωί–, αρκετά μεθυσμένος, απ’ του«Χατζημπαχτσέ», παραμονές Χριστουγέννων υπό βροχήν, κρατώντας τη μαύρη ομπρέλα μέσα στην ερημιά της τσιμισκή και στον καθαρό, κρύο αέρα, κάτι με τραβάει προς τα εκεί, σαν πεπρωμένο, και δεν μπορώ ν’ αλλάξω διαδρομή. Όλα τα μαγαζιά αυτή την ώρα είναι κλειστά – αλλά, περίεργο, απ’ το παλιό βιβλιοπωλείο των εκατόν είκοσι πέντε χρόνων (πρωτάνοιξε το 1888), το παλαιότερο της Θεσσαλονίκης, βγαίνει κάποιο παράξενο φωσφορίζον, υποκίτρινο φως. Κοντοσιμώνω, η βιτρίνα του φαίνεται πάμφωτη, όπως παλιά, ίσως λόγω των εορτών ή ίσως να ’ναι, σκέφτομαι, κάποιοι άνθρωποι μέσα που θα ήθελαν να το αγοράσουν, να το ξανανοίξουν. Ανατριχιάζω ελαφρά και κόβω κάπως το βήμα, κι όπως πλησιάζω κοντά βλέπω να φωτίζουνε την προθήκη τρεις επτάφωτες λυχνίες με λευκόπυρες λάμπες και στην πόρτα να στέκεται χαμογελαστός ο κατοχικός ραβίνος κόρετζ. καλοσυνάτος, χαμογελαστός, καθησυχαστικός με τη μαύρη γενειάδα του…” 

(Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Νοέμβριος, εκδόσεις: Πατάκη)

Η σάρκα έγινε σελίδα το δέρμα χαρτί το χάδι έννοια αφηρημένη το σώμα καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου. Αλήθεια, πώς να περιγράψω τη φύση όταν μ’ έχει εγκαταλείψει και μονο στην πρεμιέρα του φθινοπώρου θυμάται να με προσκαλέσει καμιά φορά; Ελπίζω να βρω το θάρρος μια τελευταία επιθυμία να εκφράσω: γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω να θυμηθώ, σαν τελευταία εικόνα να κουβαλώ το ανδρικό σώμα που δεν είναι ύλη αλλά η υπερφυσική ουσία του μέλλοντος. Γιατί αυτό θα πει ηδονή: ν’ αγγίζεις το φθαρτό και να παραμερίζεις τον θάνατο.

(Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Η αλλοτρίωση της έλξης (από τη συλλογή: Η ανορεξία της ύπαρξης)

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα