Της Κυριακής το ανάγνωσμα

Κάθε Κυριακή το σταθερό ραντεβού με τον κόσμο της λογοτεχνίας. Άλκη Ζέη για αυτή την Κυριακή.

Γιώτα Κωνσταντινίδου
της-κυριακής-το-ανάγνωσμα-276880
Γιώτα Κωνσταντινίδου

Της Κυριακής το ανάγνωσμα το αναγκαίο, το τυχαίο, το χουχουλιάρικα λατρευτικό. Κάθε Κυριακή η parallaxi ξεφυλλίζει τα ωραιότερα βιβλία.

«– Σου έφερα την εφημερίδα.

Ανοίγω τα μάτια. Με πήρε, φαίνεται, ο ύπνος κάτω από τη γλυσίνα.

Από πάνω μου στέκει ένα ψηλό πανέμορφο παλικάρι. Έχει ένα μικρό μούσι και πράσινα μάτια. Μοιάζει σαν να βγήκε από μυθιστόρημα του Σταντάλ. Είναι ο εγγονός μου ο Αντουάν. Πότε μεγάλωσε τόσο;

– Απόψε έχει πανσέληνο, λέει.

Κοιτάζω την εφημερίδα. Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017. Τρομάζω.

Πώς έφτασα ως εδώ. Είχα υποσχεθεί στα παιδιά δεκατρία χρόνια. Αν και μου φαινότανε πάρα πολλά… τότε. Ποιος μου χάρισε γενναιόδωρα άλλα τέσσερα κι ίσως απομένουν και κάποια ρέστα ακόμα;

Κοιτάζω γύρω. Στην άλλη άκρη, κάτω από τη γλυσίνα που ξαναζωντάνεψε όλα αυτά τα χρόνια, στην αυλή του σπιτιού μας στις Μηλιές στο Πήλιο, ένα όμορφο κορίτσι με ξανθά σγουρά μαλλιά και πράσινα μάτια γράφει στον υπολογιστή. Τα λεπτά δάχτυλά της πετάνε σαν φτερά πεταλούδας. Πού εγώ – χτυπώ αργά αργά κάθε γράμμα και πολλές φορές το διπλανό απ’ αυτό που πρέπει. Είναι η εγγονή μου, η Άννα.

Τώρα πια τα εγγόνια μου είναι μεγάλα. Δεν ρωτάνε «πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;». Μόνο κάνουν σχέδια τι θα κάνουμε του χρόνου στην πανσέληνο.

Αν μου φαινότανε πολλά τα δεκατρία χρόνια, ο ένας χρόνος μοιάζει ακόμα πιο μακρινός.

Δεν λέω τίποτα, τους αγκαλιάζω και τους δυο και χαίρομαι τη στιγμή. Αποδώ και μπρος οι στιγμές μετράνε».

(Άλκη Ζέη, Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά; Εκδόσεις: Μεταίχμιο).

«Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια

Την Κυριακή, το χειμώνα, είναι η πιο βαρετή μέρα. Από το πρωί, η Μυρτώ κι εγώ παίζουμε, τσακωνόμαστε, διαβάζουμε κανένα βιβλίο, αλλά το απόγευμα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς νωρίς, δεν ξέρουμε τί να κάνουμε.

Τα απογεύματα μένουμε στο σπίτι μόνες με τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά παίζουν χαρτιά στο σπίτι του κυρίου Περικλή, που είναι ο διευθυντής του μπαμπά στην τράπεζα. Η θεία Δέσποινα, η αδερφή του παππού, πάει επίσκεψη στις φίλες της, κι η Σταματίνα, η υπηρέτρια, έχει έξοδο. Ο παππούς κλείνεται στο γραφείο του και διαβάζει τους «αρχαίους» του. Έτσι λέμε, με την αδελφή μου τη Μυρτώ, τα βιβλία του παππού, γιατί είναι όλα Αρχαία Ελληνικά. Πηγαίνουμε τότε στην τζαμωτή βεράντα και κοιτάμε τη θάλασσα. Τα κύματα σπάνε στους βράχους, πιτσιλάνε τα τζάμια κι έτσι όπως κυλάνε οι στάλες πάνω τους, μοιάζουν με δάκρυα. Τότε φτιάχνουμε με τη Μυρτώ τις πιο λυπητερές ιστορίες. Τάχα πως πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά ξαναπαντρεύτηκε κι ο πατριός μας είναι πιο κακός κι από τον Δαβίδ Κόπερφιλντ. Ή πως ο παππούς είναι ένας φτωχός ζητιάνος, κι εμείς, ντυμένες με κουρέλια, γυρίζουμε μαζί του μέσα στο κρύο και ζητιανεύουμε ψωμί, από πόρτα σε πόρτα.

Αυτή όμως την Κυριακή βαριόμασταν όλα τα παραμύθια και τα παιχνίδια μας.

— Δε φτιάχνουμε μια ιστορία για το καπλάνι; — είπα, και το μετάνιωσα αμέσως, πριν καλά καλά τελειώσω τη φράση μου.

— Σα δε ντρέπεσαι! Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου — απάντησε θυμωμένα η Μυρτώ.

Για το καπλάνι, που είναι βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα, κάτω, στο μεγάλο σαλόνι, μονάχα ο ξάδελφός μας ο Νίκος ξέρει να διηγείται. Ο Νίκος σπουδάζει στην Αθήνα χημικός. Κάθε καλοκαίρι έρχεται στο νησί και πηγαίνουμε μαζί στην εξοχή, στο Λαμαγάρι. Ξέρει ένα θαυμαστό παραμύθι για το καπλάνι, που δεν τελειώνει ποτέ και κάθε καλοκαίρι το συνεχίζει.

Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Η θάλασσα δεν ξεχώριζε. Μονάχα ακούγαμε ένα «παφ» και γέμιζαν τα τζάμια δάκρυα. Ο δρόμος έξω ήταν έρημος. Ήταν σκοτεινά και φοβόμουνα. Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ, ΒΟΥ, ΓΑ, ΔΕ, ΚΕ, ΖΩ, ΝΗ… Ήταν ο παππούς. Όταν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε βυζαντινή. Μετά ο παππούς ήρθε στη τζαμωτή, μας πήρε στην τραπεζαρία και μας έδωσε να φάμε καρύδια με μέλι. Όταν η Μυρτώ ζήτησε και τρίτη φορά να της γεμίσει το πιατάκι, ο παππούς είπε:

— Μυρτώ, τί προτιμάς; Κι άλλα καρύδια ή να σου διηγηθώ ένα μύθο;

— Φυσικά, καρύδια — απάντησε εκείνη. Αφού ο μύθος δεν τρώγεται.

Ο παππούς μας δεν μοιάζει με τους παππούδες των άλλων παιδιών. Είναι ψηλός, περπατάει κρατώντας ένα καλάμι και δεν καμπουριάζει καθόλου. Όλοι στο νησί τον λένε «Ο ΣΟΦΟΣ». Ξέρει όλον τον Όμηρο απέξω. Ποτέ δεν μας λέει παραμύθια για δράκους και βασιλιάδες, παρά μας διηγείται μύθους για τους αρχαίους θεούς και ήρωες.

— Λοιπόν, θα σας πω ένα μύθο, είπε ο παππούς κι άρχισε την ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου.

…Ο Ίκαρος, με τα φτερά που του έφτιαξε ο πατέρας του, ο Δαίδαλος, άρχισε να πετά σαν πουλί. Μα πέταξε πολύ ψηλά, σχεδόν κοντά στον ήλιο, κι έλιωσε το κερί που μ’ αυτό ήταν κολλημένα τα φτερά του. Έτσι έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Γι’ αυτό το πέλαγος, όπου έπεσε, λέγεται Ικάριον…

Μέσα στο Ικάριο πέλαγος είναι το νησί μας. Τί μικρό που φαίνεται πάνω στην υδρόγειο! Σα μια μικρή τελεία. Πέρα τ’ άλλα νησιά, κι ύστερα ολόκληρη η Ελλάδα κι οι άλλες χώρες, απέραντες … Τί όμορφα που θα ’ναι να πετάς! Να ’ναι, ας πούμε, μια βαρετή Κυριακή κι εσύ να λες: δε βάζω τα φτερά μου, να πεταχτώ, μια στιγμή, στην Ιαπωνία ή στην Κίνα ή στην Αφρική, να δω αν τα Γιαπωνεζάκια, τα Κινεζάκια και τα Αραπάκια περνούνε κι αυτά βαρετές Κυριακές; Αν παίζουν κι αυτά κουτσό, σκοινάκι, πεντόβολα;

— Μπορεί στ’ αλήθεια, παππού, να πετάξει καμιά φορά ο άνθρωπος; — ρώτησα.

— Σαχλαμάρες! — είπε η Μυρτώ.

— Μπορεί. Αν περάσουν πενήντα, ίσως εκατό χρόνια, μπορεί να γίνει κι αυτό. Τώρα έχουμε Γενάρη του 1936, μπορεί ώς το Γενάρη του 1986 οι άνθρωποι να πετάνε κοντά στον ήλιο, χωρίς όμως να ξεκολλάνε τα φτερά τους.

— Ούουου, ώς τότε τί να το κάνουμε; — λέει η Μυρτώ. Εμείς θα είμαστε γριές κι έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούμε να πετάμε.

Ο παππούς τη μάλωσε πως είναι εγωίστρια. Αν σκέφτονταν όλοι έτσι, δεν θα ’χε γίνει καμία ανακάλυψη στον κόσμο. Οι επιστήμονες δεν θα κουράζονταν να βρουν τούτο ή εκείνο, αφού, ώσπου να τελειοποιηθεί η εφεύρεσή τους, αυτοί θα έχουν πεθάνει.

— Αλλά οι επιστήμονες, κυρία Μυρτώ, σκέφτονται την ανθρωπότητα κι όχι τον εαυτό τους. Οι ίδιοι μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά το όνομά τους μένει αθάνατο.

— Θα ‘θελα να γίνω εφευρέτης, λέει η Μυρτώ.

— Αν οι… εφευρέτες ξέρανε την προπαίδεια όπως εσύ, της είπε ο παππούς, δεν θα γινόταν καμιά εφεύρεση στον κόσμο.

Δεν φανταζόμασταν ότι θα τέλειωνε τόσο άσχημα αυτή η Κυριακή. Ο παππούς άρχισε να ρωτάει τη Μυρτώ το 7×7 κι εκείνη όλο τα μπέρδευε. Επέμενε μάλιστα πως 7×8 κάνει 46 κι ο παππούς θύμωσε.

— Αν δε μάθεις την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά, δεν θα πας ποτέ σου σε αληθινό σχολείο, είπε ο παππούς και μας έστειλε να κοιμηθούμε.

Εγώ πηγαίνω στη Δευτέρα κι η Μυρτώ στην Τετάρτη. Δεν πηγαίνουμε όμως σχολείο, μας κάνει ο παππούς μάθημα στο σπίτι. Κάθε χρόνο δίνουμε εξετάσεις, σαν διδαχθείσες κατ’ οίκον και περνούμε τις τάξεις. Σε δημόσιο σχολείο δεν θέλουν να μας στείλουν, γιατί εκεί, λέει ο παππούς, έχει τόσα παιδιά σε κάθε τάξη, που μπορεί να περάσει μισός χρόνος και να μη σε σηκώσουν για μάθημα. Είναι και το ιδιωτικό σχολείο του κυρίου Καρανάση στη γειτονιά μας, μα αυτό, λέει ο μπαμπάς, δεν είναι «για το βαλάντιό μας».

Όταν πέσαμε πια στα κρεβάτια μας να κοιμηθούμε, άρχισε η Μυρτώ να λέει πως εγώ έφταιγα που τη μάλωσε ο παππούς για την προπαίδεια, γιατί ρώτησα αν θα μπορέσει στ’ αλήθεια να πετάξει ο άνθρωπος. Πού να ξέρω εγώ ότι, για να πετάξει ο άνθρωπος, χρειάζεται κανείς να ξέρει απέξω κι ανακατωτά την προπαίδεια;

Μπορούσε, όμως, ποτέ Κυριακάτικα να πάνε όλα καλά; Αν πηγαίναμε σχολείο, θα μας άρεσε η Κυριακή, που θα μέναμε στο σπίτι. Ενώ τώρα…

— Αχ, να πηγαίναμε σχολείο… λέω δυνατά, αλλά η Μυρτώ κάνει πως δεν ακούει. Τότε είπα ακόμα πιο δυνατά:

— ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;

— ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησε εκείνη κάτω από τα σκεπάσματα.

Αυτά δεν ήταν βυζαντινά, αλλά μια δική μας γλώσσα, που μόνο οι δυο μας την καταλαβαίναμε. ΕΥ-ΠΟ, θα πει πολύ ευχαριστημένη. ΛΥ-ΠΟ, πολύ λυπημένη. Αν δεν το ρωτούσαμε κάθε βράδυ η μια στην άλλη, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Δεν ξέρω γιατί, τις Κυριακές, σχεδόν πάντα, απαντούσαμε ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ.

Να ‘χα τώρα φτερά σαν του Ίκαρου, θα μπορούσα να πέταγα από χώρα σε χώρα και να ρώταγα όλα τα παιδιά του κόσμου: ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;»

Η Άλκη Ζέη σε μια εμφάνισή της στο “Οξυγόνο” μιλάει για τα παιδιά και υπογράφει τα βιβλία της.

(Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας, εκδόσεις: Κέδρος-Κατώφλι στον κόσμο).

«-Πατέρα, λέει η Αλίκη, το πρώτο κιόλας βράδυ, την ώρα που έτρωγαν. Είσαι δέκα χρόνια πίσω.

Ο Νίκος άργησε ν’ απαντήσει. Συλλογιότανε πως η Νατάσα ξέχασε το βουρτσάκι των δοντιών της στο μπάνιο.

-Τι θες να πεις;

Η Αλίκη σκάει στα γέλια.

-Κανένας πια στην Αθήνα δε φοράει κοστούμι σάντα κρούτα.

-Μα είναι δροσερό, λέει εκείνος κι ύστερα νευριάζει που πιάνει τον εαυτό του να δικαιολογείται.

Τίποτα δεν της αρέσει της Αλίκης από το δωμάτιο. Η λάμπα, οι τούλινες κουρτίνες, η βιβλιοθήκη…κι ένα ένα όλα τα μικροπράγματα, που, οχτώ χρόνια τώρα, έφερνε γεμάτη χαρά η Νατάσα και στόλιζε το σπίτι.

Στην Αθήνα δε συνηθίζεται, πατέρα…

Ο Νίκος κάτι πάει να πει, μα το πικραμένο βλέμμα της Σοφίας τον συγκρατεί. Η Σοφία, από το πρωί, που πρωτομπήκε στο σπίτι, δεν άγγιξε τίποτα. Μοιάζει σαν να’ ρθε μουσαφίρισσα και δε θέλει ν’ αλλάξει την τάξη του νοικοκύρη. Η Αλίκη δεν αφήνει τίποτα στη θέση του.

-Μα δεν έχεις λοιπόν διόλου γούστο, λέει και παίζει τόπι ένα μαξιλάρι που’ χει κεντημένο πάνω ένα ελάφι.

Ο Νίκος της το παίρνει από τα χέρια».

(Άλκη Ζέη, Αρβυλάκια και γόβες, εκδόσεις: Μεταίχμιο).

 

 

 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα