Της Κυριακής το ανάγνωσμα
Στήλη κυριακάτικη, νοσταλγική, λυτρωτική και άκρως θωπευτική.
Η στήλη των αναγνωσμάτων της ακατάπαυστα ενημερωμένης βιβλιοθήκης δίνει κάθε Κυριακή σταθερό ραντεβού στην parallaxi.
Χάθηκε ο πατέρας…
Η Έμμα σε μια νύχτα μεγάλωσε, δεν είναι πια κοριτσάκι, πέταξε τα βότσαλα, παρακάλεσε τη Ρενέ να της πλέξει τα μακριά ξανθά μαλλιά της. “Πόσο σοβάρεψε η κόρη μου” είπε η μητέρα μόλις την είδε, μόνο που ξέχασε να την πάρει στην αγκαλιά της και να τη φωνάξει “κουνελάκι”.
Όχι, Έμμα, δε σε ξέχασε. Της θυμίζει τον πατέρα, δεν αντέχει ακόμα στη θύμηση του μοιάζεις τόσο πολύ στα μάτια, κάνει πως την πνίγουν οι δουλειές του σπιτιού και σε αφήνει μόνη με τις καινουργιοπλεγμένες σου κοτσίδες στη μέση του χολ.
Ψηλώνεις, τα παιδικά σου χρόνια σκορπίστηκαν σαν τα ψίχουλα του Κοντορεβιθούλη στο μονοπάτι που βγάζει στο δάσος. Πηγαίνεις σχολείο, είσαι πρώτη μαθήτρια, κρατάς πάντα στο χέρι ένα βιβλίο, καμιά φορά η μητέρα θυμώνει: “Πήγαινε να παίξεις. Θα χαλάσεις τα μάτια σου”.
Πικραίνεσαι, είσαι μόνη. Τα παραμύθια, όπως και τα βότσαλα, τελείωσαν. Ο Μανού είναι ανυπόφορος, η Ρενέ και η Μαρία εσωτερικές στο κολέγιο, στο Παρίσι. Το σπίτι δε βουίζει όπως άλλοτε. Ο Προσπέρ ετοιμάζεται να φύγει, να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες, κι ύστερα θα γίνει διοικητής στο Ντακάρ. Τις σπουδιές των παιδιών του λοχαγού τις αναλαμβάνει η γαλλική κυβέρνηση. Η σύνταξη που λαμβάνει η χήρα είναι μικρή και οι μέρες δύσκολες.
Ο Πολ τα παράτησε όλα και ήρθε στο σπίτι για πάντα. Κλείνεται στο γραφείο του πατέρα. Στο δικό του τώρα γραφείο. Η Έμμα τώρα σωπαίνει για να μην τον ενοχλήσει. Ο πανδαμάτωρ χρόνος γιατρεύει την απελπισία, η μητέρα μιλάει για τις περσινές μέρες χωρίς να βουρκώνει, χωρίς να πνίγεται η φωνή της.
Ο πατέρας λείπει σε μακρινό ταξίδι…
(Το προτελευταίο σκαλοπάτι, Ζωρζ Σαρή, εκδ. Πατάκη)
5 Νοεμβρίου
Θλιβερό απόγευμα. Σύντομη έξοδος για ψώνια. Στον ζαχαροπλάστη (ματαιότητα) αγοράζω αμυγδαλωτά. Εξυπηρετώντας έναν πελάτη, η νεαρή υπάλληλος λέει Voila (Je suis la, η φράση που λέγαμε ο ένας στον άλλο όλη μας τη ζωή).
Αυτή η λέξη της υπαλλήλου μού φέρνει δάκρυα στα μάτια. Κλαίω για ώρα (όταν επιστρέφω στο ηχομονωμένο διαμέρισμα).
Έτσι μπορώ να περιοροθετήσω το πένθος μου. Δεν βρίσκεται ακριβώς μέσα στη μοναξιά, στην εμπειρική πραγματικότητα κτλ στο σημείο αυτό διαθέτω ένα είδος άνεσης, ελέγχου που θα πρέπει να κάνει τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι πονώ λιγότερο απ’ό,τι θα φαντάζονταν. Εδώ είναι που γίνεται ξανά σπαρακτική η σχέση αγάπης, το “αγαπιόμασταν”. Το πιο πυρακτωμένο σημείο στον πιο αφηρημένο βαθμό…
(Ημερολόγιο πένθους, Roland Barthes, εκδ:Πατάκη)
Σε ένα κομμάτι χαρτί η Ελένη γράφει πολλές φορές τη λέξη “Δημήτριος”. Διαβάζει ξανά και ξανά το χαρτί. Μέχρι που νύχτωσε και τα μάτια της κλείνουν από την κούραση καθώς ο ύπνος πλησιάζει. Καταλαβαίνει τότε πως ο έρωτας δεν είναι κάτι που γίνεται μέσα στο μυαλό. Μέσα στο σώμα, εκεί γίνονται όλα. Προτού κλείσουν οριστικά τα μάτια κι έρθει ο ύπνος, αλλά και κατά τη διάρκεια, και μέσα κυρίως στον ύπνο γίνεται ο έρωτας. Ο έρωτας που μεταμορφώνει το μυαλό και το κάνει δέρμα, στήθος, χάδι. Μέσα στον ύπνο η Ελένη χαμογέλασε και παρακάλεσε να κρατήσει κι άλλο.
Ξύπνησε με τη φωνή από την πλαϊνή κάμαρα:
“Ξημέρωσε. Να σηκωθώ;”
(Έρως Φαρμακοποιός, Φωτεινή Τσαλίκογλου, εκδ:Καστανιώτη)