Tης Κυριακής το ανάγνωσμα
Στήλη κυριακάτικη, θεραπευτική, αναγνωστική και λυτρωτική.
Το ραντεβού με τη βιβλιοθήκη της parallaxi γίνεται κάθε Κυριακή. Αποσπάσματα βιβλιών που έχεις διαβάσει, θα ήθελες να διαβάσεις και αναγνωρίζεις σ’ αυτά κομμάτια του εαυτού σου.
“Φράου Έμμη Μπόμπρετσμπεργκ, της είπε σοβαρά. Με συγχωρείς που σου κάνω την παρατήρηση. Αλλά η στάση σου είναι άσεμνη. Τούτη η γερμανική συνοικία βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ- καταλαβαίνεις;
Η νυχτικιά της είχε μαζευτεί απάνω — ένα τσαλακωμένο θαλασσί τούλι στη μέση σχεδόν της ράχης. Από το νύχι του ποδιού ως ψηλά, όλα της ήταν άψογα. Μήτε τρίχα μήτε σπυράκι. Μια σάρκα σφιχτή και λεία, σαν από χρυσαφένια πορσελάνη. Οι καμπύλες της… Στο άλσος με τις καστανιές του Πράτερ, μια νύχτα, ήταν καλοκαίρι, ο Χανς είχε τολμήσει την πρώτη ερωτική χειρονομία.
Ήθελα να ξέρω, είπε. Είναι γυναίκες που μοιάζουν με αχλάδι. Εσύ είσαι μήλο…
Η Έμμη κατέβασε τη νυχτικιά, αναγύρισε μαζεύοντας με το δεξί μπράτσο τα μακριά καστανόχαλκα μαλλιά της· σκεπάστηκε με το σεντόνι· λινό, κι ο γύρος του όλο φεστόνι ψιλοδουλεμένο.
Η κάμαρα ήταν στενόμακρη και άσπρη, κι απ” το μικρό παράθυρο του βάθους έμπαινε ένα πρασινωπό φως. Τόσο χοντρά ήταν τα ντουβάρια, που το περβάζι του έκανε για ράφι. Βαμμένα καφετιά, τα δοκάρια του ταβανιού κατεβαίνανε λοξά· ο τοίχος δεξιά ήταν πιο κοντός. «Η σκεπή, σκέφτηκε. Βρισκόμαστε πάλι κάτω από κεραμωτή στέγη.» Στη γωνιά ήταν ένα τραπεζάκι, μάλλον τάβλα, από λουστραρισμένη οξιά, που τη στήριζε ένα νικέλινο τρίποδο, κι απάνω της μια μεγάλη φυσαρμόνικα με σιντεφένια κι εβένινα πλήκτρα. Πιο πάνω, στον τοίχο, κρεμόταν μια ξυλογραφία του Ντύρερ μέσα σε μαύρο καδράκι. Στην άλλη γωνιά ήταν μια πέτσινη μοντέρνα πολυθρόνα: ένας σωλήνας από αστραφτερό χρώμιο μπλεκόταν σχηματίζοντας δυο πλαγιασμένα οχτάρια παράλληλα και, δεμένο απάνω τους με πέτσινα κορδόνια, βαθούλωνε το δέρμα, χρώμα χαβάνας, κουρασμένο κι ελκυστικό. Δυο καρέκλες από ψάθα με αψηλές ράχες και μια ντουλάπα πάλι από οξιά, με κυβιστικές φιγούρες, δίχως καθρέφτη. Κι οι βαλίτσες τους ανοιγμένες καταγής, πάνω σ” ένα χαλί της ερήμου από κατσικότριχα, που σκέπαζε όλο το πάτωμα. Έξω, κελαηδούσαν πουλιά.
Πόσες του Ιουνίου έχουμε, Χανς;
Μα… εφτά, Κυριακή, εφτά.
Δεν είχε φορέσει ακόμη το σκληρό κολάρο του. Ήταν αξούριστος.
Του χρόνου σαν και σήμερα θα κλείσουν εκατό χρόνια από το θάνατο του Χαίλντερλιν, είπε η Έμμη.
Μου φαίνεται πως κάνεις λάθος.
Εγώ λάθος; Πέθανε στα 1843, εφτά Ιουνίου, στις τέσσερις η ώρα το πρωί. Τον ονειρεύτηκα πάλι πως μου μιλούσε. Τόσο γλυκά κοιμήθηκα.
Ο Χανς έβγαζε προσεχτικά τα πουκάμισά του από τη βαλίτσα και τ” ακουμπούσε σ” ένα ράφι της ντουλάπας.
Εγώ, όχι και τόσο. Κι όμως, ύστερα από τόση κούραση, θα “πρεπε να τον πάρω μονορούφι. Άκουα τα τρένα. Βαγόνια φορτηγά κουτουλούσανε κι ο κρότος έτρεχε, τον άκουα, είκοσι, τριάντα φορές και χανόταν· ύστερα γύριζε· η μηχανή σφυρούσε· κάποιος φώναζε κάτι· ο μηχανικός άνοιγε τον ατμό… Τα ξημερώματα, μέσα στο μισοΰπνι, μου φάνηκε πως ήμουν σταυρωτά πάνω στις ράγιες, δεμένος…
Τον είχε πάλι κυριέψει ο πανικός.”
(Ακυβέρνητες Πολιτείες, Τριλογία, Στρατής Τσίρκας, εκδ:ΚΕΔΡΟΣ)
” Η ΝΗΦΑΛΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΥΠΕΡΤΙΜΗΜΕΝΗ ΑΞΙΑ
‘Ενα ζάναξ, τρεις βαλεριάνες και δύο ντεπόν. Όχι, καλύτερα, μισό ζάναξ, τέσσερις βαλεριάνες, ένα ντεπόν και ένα πονστάν. Ή μισό ζάναξ, τρεις βαλεριάνες και μόνο ένα πονστάν. Ή ακόμα, γιατί όχι, μισό ζάναξ, τέσσερις βαλεριάνες και δύο ποτήρια κρασί. Πρέπει να εξοικονομήσω το ηρεμιστικό, αλλιώς δεν έχει νόημα. Μέχρι χθες-παρόλο το πρόβλημα της πρώιμης αφύπνισης, που δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί είχα, ενώ δεν ήταν στις παρενέργειες- με έπαιρναν και με ακουμπούσαν στον ύπνο, τραβούσαν τα σεντόνια, έφτιαχναν το μαξιλάρι, με σκέπαζαν, κουλούριαζαν το κορμί, έκλεινα τα μάτια, βάθαιναν την αναπνοή, εγώ δεν χρειαζόταν να κάνω τίποτα. Αλλά από απόψε τέλος. Έπρεπε να βρω άλλο τρόπο.
Ενώ είχα κάθε λόγο να το κάνω πολύ νωρίτερα, τα ξεκίνησα, μετά από έναν τσακωμό με μια φίλη. Την είχα πει ηλίθια ουρλιάζοντας, επειδή έσπασε ένα βάζο στο σπίτι μου και έφυγε προσβεβλημένη. Εκείνη τη μέρα, όπως και όλες εκείνεις τις ημέρες, ίσα που καταλάβαινα τι γινόταν γύρω μου, είχα κοιμηθεί δύο ώρες και είχα ξυπνήσει πάνω από πέντε φορές με ταχυκαρδία και έλεγα ότι αφού έκανα αυτό και όχι εκείνο, χάθηκαν όλα και το σπίτι είχε αρπάξει φωτιά από το λαμπάκι που άφηνα αναμμένο στην πρίζα του δωματίου μου.”
(Λουτρό Οξυτοκίνης, Κατερίνα Κονιδάρη, εκδ:Βακχικόν)
” Όλοι έχουμε ξεσυνηθίσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή, που σε μερικές στιγμές αισθανόμαστε κάποια αηδία για την πραγματική ζωή και για τούτο την αποστρεφόμαστε όταν μας τη θυμίζουν. Καταντήσαμε να θεωρούμε την πραγματική ζωή σαν αγγαρεία, σχεδόν σαν ένα επάγγελμα, και όλοι μέσα μας είμαστε της γνώμης ότι είναι προτιμότερο να ζει κανείς τη ζωή των βιβλίων.
Και γιατί ταραζόμαστε; Γιατί κάνουμε τόσες ανοησίες; Τι ζητούμε; Ούτε και οι ίδιοι το ξέρουμε! Θα υποφέραμε περισσότερο αν οι τρελοί μας πόθοι πραγματοποιούνταν. Σταθείτε, προσπαθήστε, για παράδειγμα, να μας δώσετε περισσότερη ανεξαρτησία∙ βγάλτε από τη μέση τα εμπόδια, μεγαλώστε τον κύκλο της δράσης σας∙ χαλαρώστε την κηδεμονία, ε, λοιπόν, ναι, σας το διαβεβαιώνω, εμείς όλοι… θα ξαναζητήσουμε αμέσως την κηδεμονία. Το ξέρω καλά πως θα φουρκιστείτε, πως θα μου βάλετε τις φωνές, πως θα χτυπήσετε τα πόδια σας στο πάτωμα. Μιλήστε λοιπόν, θα μου πείτε, για τον εαυτό σας μόνο, και για όλες σας τις αθλιότητες στο υπόγειο, μα δε χρειάζονται δικαιολογίες, δεν έχετε το δικαίωμα να πείτε «εμείς όλοι!».
Επιτρέψετε, κύριοι, γι’ αυτό το εμείς όλοι. Όσο για μένα, στη ζωή μου έφτασα στα άκρα εκείνο που εσείς δεν τολμάτε ούτε στο μισό δρόμο να φέρετε, από δειλία∙ κι ακόμα παίρνετε τη δειλία σας για φρονιμάδα, και παρηγοριόσαστε ξεγελώντας τον εαυτό σας. Γι’ αυτό το λόγο, ίσως να ‘μαι πιο ζωντανός από σας. Μα δώστε, παρακαλώ, περισσότερη προσοχή! Δεν ξέρουμε ακόμη πού υπάρχει τώρα εκείνο που είναι ζωντανό, από τι είναι και πώς ονομάζεται. Αφήστε μας μόνους, χωρίς βιβλία, κι αμέσως θα πελαγώσουμε, θα τα μπερδέψουμε∙ δε θα ξέρουμε που να στηριχθούμε και σε τι ν’ αφοσιωθούμε, δε θα ξέρουμε τι πρέπει να αγαπήσουμε ή να μισήσουμε, τι πρέπει να εκτιμήσουμε ή να περιφρονήσουμε. Βαριόμαστε ακόμη και που είμαστε άνθρωποι, άνθρωποι με σάρκα και οστά αληθινά, ντρεπόμαστε γι’ αυτό και το θεωρούμε ατιμία μας. Γυρεύουμε να γίνουμε ένας τύπος γενικού ανθρώπου που δεν υπήρξε ποτέ. Είμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθούμε, κι είναι χρόνια και χρόνια που μας γεννούν πατέρες που δεν είναι ζωντανοί, μια κατάσταση που μας ευχαριστεί όλο και πιο πολύ. Μας αρέσει. Σε λίγο θα επινοήσουμε κάποιο τρόπο να γεννιόμαστε από μια ιδέα. Μα δε θέλω πια να γράφω μέσα απ’ το «υπόγειο»”
(To Yπόγειο, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, εκδ:Γκοβόστης)
-“Ε όχι! Γιατί να φωνάζουμε εναντίον των παθών; Δεν είναι κείνα το μόνο ωραίο πράγμα που υπάρχει στη γη , η πηγή του ηρωισμού, του ενθουσιασμού, της ποίησης, της μουσικής, των τεχνών όλων επιτέλους;” – “Αλλά πρέπει” , είπε η Έμμα , ” ν’ ακολουθεί κανείς λιγάκι και τη γνώμη του κόσμου και να υπακούει στην ηθική του” – “Α, μα υπάρχουν δύο ηθικές!” , αποκρίθηκε εκείνος. “Η μικρή, η παραδεγμένη, αυτή των ανθρώπων, αυτή που ακατάπαυτα αλλάζει και που φλυαρεί τόσο δυνατά, που κυλιέται χαμηλά για το τίποτα, σαν αυτό το συμμάζεμα απο ηλιθίους που βλέπετε. Αλλά η άλλη, η αιώνια, είναι γύρω μας και πάνω μας, σαν το τοπίο που μας τριγυρίζει και το γαλάζιο ουρανό που μας φωτίζει…”
(Μαντάμ Μποβαρύ, Flaubert Gustave, Μετάφραση: Κωνσταντίνος Θεοτόκης, εκδ: Γράμματα)