Της Κυριακής το ανάγνωσμα

Η βιβλιοθήκη της parallaxi ανοίγει κάθε Κυριακή.

Γιώτα Κωνσταντινίδου
της-κυριακής-το-ανάγνωσμα-257108
Γιώτα Κωνσταντινίδου

Της Κυριακής το ανάγνωσμα το αναγκαίο, το τυχαίο, το χουχουλιάρικα λατρευτικό. Κάθε Κυριακή η parallaxi ξεφυλλίζει τα ωραιότερα βιβλία. 

Τετάρτη βράδυ
Μόνο λίγα λόγια βιαστικά, για τα εγκαίνια της καινούριας μου κατοικίας, βιαστικά γιατί στις δέκα έρχονται οι γονιοί μου από το Φράντσενσμπαντ και στις δώδεκα ο θείος μου απ’ το Παρίσι και θέλουν κι οι δυο να πάω να τους παραλάβω’ καινούρια κατοικία, γιατί μετακόμισα στο άδειο σπίτι της αδερφής μου, που ‘χει πάει στο Μαρίενμπαντ, για να κάνω χώρο στο θείο μου. Αδειανό και μεγάλο σπίτι, ωραίο είναι αυτό, μα ο δρόμος έχει πιο πολύ θόρυβο, δεν μπορώ ωστόσο να παραπονεθώ, η αλλαγή δεν είναι καθόλου κακή. Και θα πρέπει να σου γράψω, Μίλενα, γιατί απ’ τα τελευταία μου παραπονιάρικα γράμματα (το χειρότερο το ‘σκισα σήμερα το μεσημεράκι από ντροπή’ σκέφτομαι πως δεν έχω πάρει ακόμα νέα σου, μα είναι τόσο ανόητο να παραπονιέμαι για το ταχυδρομείο, τι σχέση έχω εγώ με το ταχυδρομείο) θα μπορούσες να πιστέψεις ότι δε σου έχω εμπιστοσύνη, ότι φοβάμαι μη σε χάσω, όχι, δεν είναι που δε σου ‘χω εμπιστοσύνη. Θα μπορούσες να είσαι για μένα ό,τι είσαι τώρα αν δεν σου ‘χα εμπιστοσύνη; Αυτό που προκαλεί τούτη την εντύπωση είναι η σύντομη σωματική επαφή κι ο απότομος σωματικός xωρισμός (Γιατί ειδικά την Κυριακή; Γιατί ειδικά στις εφτά η ώρα; Γιατί όλα;), όλα αυτά μου θολώνουν λιγάκι το μυαλό. Συγχώρα με! Και δέξου τούτη τη βραδιά, για καληνύxτα, μαζί μ’ όλα αυτά, όλα όσα είμαι κι όλα όσα έχω κι όλα όσα είναι τρισευτυxισμένα για ν’ αναπαυτούν μέσα σου.

Φ

(Γράμματα στη Μιλένα, ΚΑΦΚΑ ΦΡΑΝΤΣ, εκδ:ΚΕΔΡΟΣ)

Alex Katz, The Blue Umbrella

“Είπες ότι θα χόρευες μαζί μου αν σου έφερνα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.”, φώναξε ο φοιτητής. ”Να το πιο κόκκινο τριαντάφυλλο σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Θα το βάλεις απόψε κοντά στη καρδιά σου , και καθώς θα χορεύουμε μαζί, θα σου πω πόσο σ’ αγαπώ.” Η κοπέλα όμως έσφιξε τα φρύδια. ”Φοβάμαι ότι δε θα ταιριάζει με το φόρεμά μου.” ”κι εξάλλου, ο ανιψιός του αρχιθαλαμηπόλου μού έστειλε μερικά αληθινά κοσμήματα, κι όλοι ξέρουν πως τα κοσμήματα κοστίζουν περισσότερο από τα λουλούδια.”

”Λοιπόν, μα τη πίστη μου, είσαι πολύ αχάριστη” είπε ο φοιτητής θυμωμένα. ”Για να σου πω, είσαι πολύ αγενής και στο κάτω κάτω, ποιος είσαι συ; Ένας φοιτητής.”

”Τι ανόητο πράγμα που είναι ο έρωτας!” ”Δεν είναι καθόλου χρήσιμο σαν τη λογική, γιατί δεν αποδεικνύει τίποτα και πάντα μιλάει για πράγματα που δεν πρόκειται να γίνουν και σε κάνει να πιστεύεις πράγματα που δεν είναι αληθινά. Δεν είναι καθόλου πρακτική υπόθεση και καθώς στην εποχή μας το να είσαι πρακτικός είναι το παν, θα ξαναγυρίσω στη φιλοσοφία και θα μελετήσω μεταφυσική.”

Γύρισε λοιπόν στο δωμάτιό του και έβγαλε ένα μεγάλο σκονισμένο βιβλίο.

(ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ, Εννέα μαγικά παραμύθια, ΌΣΚΑΡ ΓΟΥΑΙΛΝΤ, εκδ:ΓΡΑΜΜΑΤΑ)

Ρίζος Ιάκωβος, Κυρία ξαπλωμένη στον καναπέ, π. 1885-1890

Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του

αποκρίθηκε.

“Γιατί δε χαίρεσαι;” την ερώτησε.

Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος.  ‘Ετρεμε όλος,

αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια τού τα’ χε

θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα

λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ’ αγάπη τη θυγατέρα του. Κι εκεί δεν εμπόρεσε

πλια να βαστάξει. ‘Ενα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγκρισε

για να μην ξεφωνίσει το κλάμα.

Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που

υπόφερναν εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.

Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: “Σ’ εδυστύχεψε!”

Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας

ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: “Έφταιξα. μα τώρα

εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού. είπε

να μου τα δώκεις τα χίλια”. “Και ξαναγοράζεις” του ‘πε η Ρήνη πικρά “και την

αγάπη; Ω, τι έκαμες!” Κι εβάλθηκε να κλαίει.

“Την αγάπη;” ερώτησε αχνίζοντας.

“και δεν την έχω;”

“Όχι!” του αποκρίθηκε “όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις

και χωρίς αυτά δε μ’ έπαιρνες. πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!”

“Θα ξανάρθει” της απολογήθηκε λυπημένος, “στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας

θα’ ναι παράδεισος!”

“Όχι!” του ‘πε. “έπειτα απ’ ό,τι έκαμες όχι! κι α σ’ αγαπούσα, δε θα

ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα. ποιόνε έχω ανάγκη;” Και σε μία στιγμή

ξακολούθησε: “Γιατί ν’ αδικηθούν τα αδέρφια μου;”

“Σ’ εδυστύχεψε!” είπε πάλι πικρά ο πατέρας, που τώρα ήταν ξενέρωτος. “Γιατί

να μην τα δώσει από την αρχή όπως τση τό ‘πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!”

“Πάμε!” είπε ο Αντρέας.

“‘Οχι!” του ‘πε μ’ απόφαση.

“εδώ είναι ο χωρισμός μας. θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ’ άλλους

τόπους. θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα

μου δώσει η μάνα γράμματα για να ‘βρω αλλού εργασία. θα τα πάρει από τες

κυράδες της. ‘Οχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα. ποιόνε έχω ανάγκη;” Κι

έπειτα από μία στιγμή σα ν’ απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: “Δεν

έρχομαι, δεν έρχομαι!”

Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα ‘ταν

χαμένα.

“Ανάθεμά τα τα τάλαρα!” εφώναξε πάλι απελπισμένος. “Πάει η ευτυχία μου!”

Κι εβγήκε στο δρόμο.

(Η τιμή και το χρήμα, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, εκδ:ΓΡΑΜΜΑΤΑ)

  Η τάξη γιορτάζει τη χαρά της πρώτης μέρας. Αγκαλιές, φιλιά, γέλια, φωνές και ψίθυροι, μικρά και μεγάλα μυστικά, φρεσκοσιδερωμένες ποδιές, καινούρια παπούτσια, καινούριες τσάντες, μαλλιά κοντά, μαλλιά μακριά, κοτσιδάκια, κοτσίδες, πιαστράκια, μπαρέτες, χτενάκια, κορδέλες. Μάτια λαμπερά γεμάτα θάλασσες και βουνά, γεμάτα παιχνίδια, γεμάτα τρέλες. Η τάξη ξεχείλισε από τις καλοκαιριάτικες αναμνήσεις. Η κάθε μαθήτρια έχει να λέει για το δικό της καλοκαίρι. Η Λένα πήγε στην Κηφισιά, έμενε σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο, το «Σεμίραμις»… Έτρωγε μεσημέρι βράδυ στο εστιατόριο… Η Ίντα πήγε στο νησί των Ιπποτών, στη Ρόδο… Η Αθηνούλα πήγε στο σπίτι της γιαγιάς, στο Παλιοσέλι της Κόνιτσας. – Η γιαγιά μού έκανε όλα τα χατίρια. (Ο πατέρας της και η μητριά της πήγαν πάλι στην Ευρώπη…) Η Άλκη στο αιώνιο Μαρούσι με τις βόλτες του. – … και το βράδυ πηγαίναμε με τη Λενιώ στον κινηματογράφο… Η Αννούλα στο Φάληρο με καπέλο ως να γείρει ο ήλιος κι ύστερα μάλλινο ζακετάκι, να μην κρυολογήσει το παιδί… – Αχ! Η Ζωρζ ξυπόλυτη στο Καβούρι. – Φεύγαμε με τη Ρενέ πρωί, πολύ πρωί, να προλάβουμε τη θάλασσα λάδι, και γυρίζαμε για φαγητό περασμένες δύο. Τα βράδια… – Πού πήγες διακοπές; ρώτησα τη Λίλη. Κι αυτή, δίχως να χρωματίσει τη λέξη, απάντησε: – Στο Παρίσι. – Και πώς είναι ο Παρίσι; – Πώς θες να ‘ναι; Παρίσι. Η Κική πήγε στη Μάνη. – Ε, και να βλέπατε τον πύργο των παππούδων μου! Στους τοίχους κρέμονται οι πρόγονοί μας, και στο σκαλιστό μακρόστενο τραπέζι κάθονται είκοσι τέσσερα άτομα, και πάνω από το τραπέζι έχει έναν πολυέλαιο μπρούντζινο με είκοσι τέσσερις λαμπτήρες… Η φαντασμένη. Άντε να ξεχωρίσεις, όταν μιλάει, το ψέμα από την αλήθεια… Η Αθηνά πήγε στην Κερασιά, στο σπίτι της γιαγιάς. Διάβαζε, έγραφε στις φίλες της, έγραφε στίχους. Η Όλγα πήγε -πού αλλού;- στο Χιλιομόδι. Η Πόπη στο Λουτράκι, η Τίλδα στη Γλυφάδα, έχουν δικό τους σπίτι εκεί… Η Ποζέλι δε θα ‘ρθει φέτος στο σχολείο. Πέρσι κουράστηκε πολύ, να ξυπνάει νωρίς για να προλαβαίνει τα μαθήματα. Πώς να ταιριάζει το νυχτερινό τραγούδι με τη Σχολή Θηλέων; Άλλωστε, τώρα το όνομά της μπήκε με μεγάλα γράμματα έξω από τη Μάντρα του Αττίκ. Γύρω του, τη νύχτα, αναβοσβήνουν πολύχρωμα λαμπιόνια. Αντίο, Ποζελάκι… – Πώς σε λένε; ρώτησαν την καινούρια οικότροφο. – Μαριάννα Κωβαίου. – Σε ποιο σχολείο πήγαινες; – Στη Θεσσαλονίκη… Τώρα οι γονείς μου μ’ έστειλαν εδώ. Αδύνατη, μικροκαμωμένη, με το κεφάλι γεμάτο μπούκλες και μπουκλάκια. Ομορφούλα. Παρ’ ολίγο να μην έρθει ούτε η Μίνα. – Ήθελε ο μπαμπάς μου να με στείλει στο Τορόντο, σ’ έναν αδερφό του που δεν έχει παιδί, πολύ πλούσιο… Εγώ δεν ήθελα, φοβόμουν να φύγω, και η μαμά έμπηξε τις φωνές: «Δε δίνω σε κανέναν τα παιδιά μου, τα θέλω όλα κοντά μου…». Η Μίνα έχει έντεκα αδέρφια. Και η Άλμπα, η λιγομίλητη, τους είπε πως πήγε στην Αίγινα και πως τα είχε περάσει πολύ ωραία. (Δεν τους είπε πως ο Αιμίλιος, ο αδερφός της Μαρίνας, την τελευταία μέρα του καλοκαιριού τής γλίστρησε κι ένα ραβασάκι μέσα στην τσέπη. «Σ’ αγαπώ», της έγραφε, κι εκείνη δεν κοιμήθηκε όλη τη νύχτα. Τώρα τον σκέφτεται…) – Η Αίγινα είναι το πιο όμορφο νησί του κόσμου. Δεν πρόλαβε να πει άλλα. Η Ζωρζ την έκοψε: – Μα κι εγώ έχω πάει στην Αίγινα, στη Βαγία. Έκανα γαϊδουροκαβαλαρία, κι ο ναός της Αφαίας ήταν πάνω από το κεφάλι μας. Ο Παναγιώτης, ο φίλος μου… – Τα ξέρουμε… τα ξέρουμε, μας τα ‘χεις ξαναπεί! φώναξαν οι φίλες της. Κι ήταν η πρώτη μέρα στο σχολείο πανηγύρι. Όταν μπήκε στην τάξη η κυρία Ερασμία, με το ράσο της και τις μαύρες παντόφλες, όλες οι μαθήτριες ήταν αναψοκοκκινισμένες. – Αγαπηταί μαθήτριαι, σας εύχομαι καλήν πρόοδον… Η δεσποινίς Κλάρα θα σας ανακοινώσει το πρόγραμμα. Μόλις απομακρύνθηκε η κυρία Διευθύντρια, έγινε χαλασμός από τα πολλά χειροκροτήματα. Η αγαπημένη καθηγήτρια ανέβηκε στην έδρα -ήταν όμορφη, πιο όμορφη από πέρσι. Καινούριο ταγεράκι, μπλε με άσπρες κουκκίδες, και μπλε γρα-βάτα. Μούρλια! Ευχαρίστησε για την υποδοχή και τους έκανε νόημα να σταματήσουν. Τους είπε: – Καλές μου φίλες, με πολλή χαρά σάς ξαναβρίσκω. Πιστεύω πως φέτος θα πούμε πολλά, πιο πολλά από πέρσι… Δε χρειάζεται να φωνάξω κατάλογο. Μόνο μια καινούρια μάς ήρθε. Καλώς όρισες, Μαριάννα… Φέτος, συνέχισε η δεσποινίς Κλάρα, θα δώσουμε μεγάλη βαρύτητα στη γλώσσα. Θα διαβάσουμε κλασικούς και σύγχρονους συγγραφείς, και, φυσικά, ποίηση. Θα είμαι πολύ απαιτητική στην έκθεση. Θα συζητάμε κάθε συντακτικό λάθος, ως και τη στίξη. Η φαντασία του κειμένου θα είναι προσωπική σας επιλογή. Θα είσθε ελεύθερες να γράφετε σωστά, το τονίζω, σωστά, ό,τι προτιμάτε… Και, για να κάνουμε καλή αρχή, σας παρακαλώ για την ερχόμενη Πέμπτη να γράψετε μια έκθεση με θέμα: Το καλοκαίρι μου. Οι μαθήτριες ενθουσιάστηκαν. Ήταν η έκθεση που ταίριαζε στο κοντινό τους χτες. Η κάθε μαθήτρια θα είχε τα δικά της να πει. Δεκαεννιά ξεχωριστά καλοκαίρια. Η δεσποινίς Κλάρα είχε διαλέξει Το θέμα! Πριν ακόμη χτυπήσει το κουδούνι, δίχως μολύβι και χαρτί, έτσι στον αέρα, η καθεμιά είχε ξεκινήσει την έκθεσή της. «Πρέπει η δική μου να είναι η καλύτερη…», σκεφτόταν η Ζωρζ. Ήθελε να ξεπλύνει την περσινή ντροπή της αντιγραφής. Αν τα κατάφερνε να πάρει άριστα ή έστω ένα λίαν καλώς, τότε θα ομολογούσε στη δεσποινίδα Κλάρα την απάτη και θα της ζητούσε συγγνώμη. Δε θα δυσκολευόταν να γράψει την έκθεση, είχε τόσα και τόσα ζήσει στο Καβούρι της! Θα τα έγραφε όλα, για την καφασωτή παράγκα, τη θάλασσα στα πόδια τους, τις βουτιές από τον ψηλό βράχο και τα τραγούδια της παρέας στην ακρογιαλιά με την πανσέληνο που ανατέλλει. Αχ, πώς να περιγράψει αυτή την ασημένια γραμμή που σκίζει στα δυο την ασάλευτη θάλασσα! Να σταματήσει το χρόνο πάνω σε μια κόλλα χαρτί, να ζήσει για πάντα την ομορφιά του καλοκαιριού της! Όταν σαν θεά Αθηνά κατέβαινε το λοφάκι, με το σεντόνι άσπρη χλαμύδα και με το χρυσαφί κοντάρι, το ξύλο που είχε βάψει η χρυσοχέρα η Ρενέ! Κυρίαρχος του κόσμου! – Έι, τη σκούντηξε η Άλκη, χάζεψες; Ας κατεβούμε στην αυλή. Στην αυλή μεγάλες και μικρές μαθήτριες έκοβαν βόλτες, κουβέντιαζαν, κι ήταν τα λόγια τους άσπρα πουλιά που φτερούγιζαν γύρω τους.

(Ε.Π. Ζωρζ Σαρή, εκδ:ΠΑΤΑΚΗΣ)

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα