Της Κυριακής το ανάγνωσμα
Η κυριακάτικη στήλη της parallaxi με τα πιο όμορφα ταξίδια στα ράφια της βιβλιοθήκης της.
Της Κυριακής το ανάγνωσμα το αναγκαίο, το τυχαίο, το χουχουλιάρικα λατρευτικό. Κάθε Κυριακή η parallaxi ξεφυλλίζει τα ωραιότερα βιβλία.
“Καθώς, λοιπόν, δεν είχαμε Εβραίους, οι συμμαθηταί μου δεν ενδιαφέρονταν για τα παθήματά τους, γι’ αυτό και εγώ δεν μιλούσα καθόλου για όσα έβλεπα και άκουγα στη γειτονιά μου. Ακολουθούσα ασυναίσθητα την τακτική σιωπής των Εβραίων απέναντι σε τρίτους. Το ίδιο έκαμνα και στα συσσίτια των κατηχητικών σχολείων, όπου έτρωγα κάθε μεσημέρι. Δεν γινόταν λόγος και δεν μιλούσα. Και δεν νομίζω πως ήταν από φόβο. Δεν είχαμε συναίσθηση του κινδύνου. Έτσι δεν είπα τίποτε, όταν κάποια μέρα είδα στην πόρτα του διαμερίσματος των Εβραίων κολλημένο απέξω ένα χαρτί, που έγραφε τα ονόματα αυτών που κατοικούσαν μέσα. Το ονόματα ήταν πολύ περισσότερα από όσα ξέραμε κι έτσι μάθαμε πως μέσα στο διαμέρισμα είχαν εγκατασταθεί -άθελά τους, βέβαια- και άλλες οικογένειες Εβραίων, από άλλες γειτονιές, μη εβραϊκές, όπου ήταν δύσκολο να φρουρούνται. Η γειτονιά μας, λοιπόν, το Ταυ αυτό που περιέγραψα πρωτύτερα, γινόταν, γκέτο εβραϊκό. Ταυτόχρονα, στις εξόδους του Ταυ -Χαλκέων, Βενιζέλου και Φιλίππου- έκαναν την εμφάνισή τους σκοποί χωροφύλακες -δικοί μας χωροφύλακες- που φρουρούσαν μέρα και νύχτα. Αυτό σήμαινε ότι οι Εβραίοι και με το άστρο ακόμα δεν μπορούσαν να κυκλοφορούν στην πόλη, παρά μόνο στο γκέτο τους. Κι αυτό, βέβαια, ορισμένες ώρες. Τώρα, φαντάζομαι, ότι θα είχαν δημιουργηθεί και πολλά άλλα τέτοια γκέτο. Έτσι, οι Εβραίοι, όπου βρέθηκαν, βρέθηκαν. Δεν μπορούσαν πια να πάνε ούτε στα μαγαζιά τους, ούτε στους συγγενείς τους, αν αυτοί έμειναν σε άλλο γκέτο, ούτε στα ψώνια τους. Έπαψαν σχεδόν να κυκλοφορούν. Κλεισμένοι στα σπίτια τους, καρτερούσαν. Στους δρόμους του γκέτο, εκτός από μας, κυκλοφορούσαν, και μάλιστα με ζωηρότητα, ορισμένοι νεαροί Εβραίοι, με ένα κίτρινο περιβραχιόνιο στο μπράτσο. Ήταν, φαίνεται, ένας είδος πολιτοφύλακες, που τους είχε ορίσει η Κοινότητα, ίσως και οι Γερμανοί. Τους μισούσαμε, πάντως, χωρίς να ξέρουμε ακριβώς το λόγο. Η κινητικότητα και η αυτοπεποίθησή τους τούς έκαμνε ύποπτους στα μάτια μας. Και μάλλον είχαμε δίκαιο, γιατί μερικοί από αυτούς έκαναν την εμφάνισή τους στη γειτονιά και μετά το μάζεμα των Εβραίων, έχοντας πάντα το ίδιο ύφος. Ύστερα δεν ξαναφάνηκαν. Οι υπόλοιποι, εμείς, μπαινοβγαίναμε στο μεταξύ ελεύθερα από το γκέτο. Εγώ πήγαινα κανονικά στο σχολείο και οι δικοί μου στις διάφορες δουλειές. Ουδείς μας εμπόδισε, ούτε μας ζήτησε ποτέ ταυτότητα. Και μήπως είχαμε ταυτότητα; Γι’ αυτό πιστεύω πάντοτε, πως ακόμα και την ύστατη εκείνη στιγμή ήταν αρκετά εύκολη η διαφυγή πολλών Εβραίων. Βέβαια, υπήρχαν εκείνες οι καταστάσεις στην πόρτα. Αλίμονό τους αν δεν βρίσκονταν σωστοί σε μια καταμέτρηση”.
(Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Γιώργος Ιωάννου, εκδ:ΚΕΔΡΟΣ)
“-Είναι ένα μάθημα, που όλα τα παιδιά στην τάξη πρέπει να σηκωθούνε και να βγάλουνε λόγο. Ξέρετε. Έτσι αυθόρμητα να πούμε. Κι άμα κανένα παιδί κάνει πως ξεφεύγει απ’ το θέμα, τότε πρέπει να ουρλιάζεις «Παρέκβαση!» όσο πιο γρήγορα μπορείς. Ήτανε να σου στρίβει. Με μηδενίσανε. -Γιατί; -Δεν ξέρω. Όλη αυτή η ιστορία με την παρέκβαση μου ‘σπαγε τα νεύρα. Δεν ξέρω. Το κακό με μένα είναι πως μ’ αρέσει άμα ξεφεύγει κανείς απ’ το θέμα. Είναι, να πούμε, πιο ενδιαφέρον. -Δε θες να μένει κανείς στην ουσία, όταν σου μιλάει για κάτι; -Βέβαια, μ’ αρέσει να μένει στην ουσία και τα ρέστα. Αλλά δε μ’ αρέσει να μένει και πάρα πολύ στην ουσία. Δεν ξέρω. Μόνο που νομίζω πως δε θα μ’ αρέσει άμα μένει κανείς στην ουσία όλη την ώρα. Τα παιδιά που πήρανε τους καλύτερους βαθμούς στην Προφορική Έκφραση, ήτανε από κείνα που μένανε όλη την ώρα στην ουσία – το παραδέχομαι. Ήταν όμως κι ένα παιδί, ο Ρίτσαρντ Κινσέλα. Δεν έμενε και πολύ στην ουσία κι όλο του φωνάζανε «Παρέκβαση!» Αυτό το ‘βρισκα απαίσιο, γιατί πρώτα πρώτα ήτανε πολύ νευρικός τύπος – θέλω να πω, ήτανε πολύ νευρικός τύπος – και όλο τρέμανε τα χείλια του κάθε που ερχότανε η σειρά του να βγάλει λόγο, κι ίσα που τον άκουγες όταν καθόσουνα πίσω πίσω στην αίθουσα. Όμως όταν σταματούσαν λιγάκι, να τρέμουνε τα χείλια του, οι λόγοι του μ’ αρέσανε καλύτερα απ’ όλους τους άλλους. Φυσικά κι αυτός κόπηκε όμως. Με τέσσερα, γιατί όλη την ώρα του φωνάζανε «Παρέκβαση!» Για παράδειγμα είχε βγάλει ένα λόγο για μια φάρμα που αγόρασε ο πατέρας του στο Βέρμοντ. Όλη την ώρα του φωνάζανε «Παρέκβαση!» όσο έβγαζε λόγο, και κείνος ο καθηγητής, ο κύριος Βίνσον, του έβαλε μηδέν γιατί δε μας είπε τι ζώα και τι λαχανικά και ξέρω γω τι, είχανε στη φάρμα και δε συμμαζεύεται. Αυτό που έκανε ο Ρίτσαρντ Κινσέλα, ήτανε που ξεκίναγε να σου πει για όλα αυτά τα πράγματα – κι έπειτα, έτσι άξαφνα, έπιανε να σου λέει για κείνο το γράμμα που πήρε η μάνα του απ’ το θείο του, και πώς έπαθε ο θείος του πολυομυελίτιδα και τα ρέστα στα σαρανταδύο του, και πως δεν άφηνε κανένανε να πάει να τον δει στο νοσοκομείο, γιατί δεν ήθελε να τον βλέπουνε με πατερίτσες. Δεν είχε και μεγάλη σχέση με τη φάρμα -το παραδέχουμαι- αλλά πάντως ήτανε όμορφο. Είναι πολύ όμορφο να σου λέει κανείς για το θείο του. Ιδίως όταν αρχίζει να σου διηγιέται για τη φάρμα του πατέρα του και τα ρέστα, κι έπειτα έτσι ξαφνικά ενδιαφέρεται πιο πολύ για το θείο του. Θέλω να πω, είναι πρόστυχο να του ουρλιάζεις συνέχεια «Παρέκβαση!», άμα τα λέει τόσο καλά κι έχει πάρει φόρα… Δεν ξέρω. Δεν είν’ εύκολο να το εξηγήσω”.
(Ο Φύλακας στη σίκαλη, Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, μτφ: Τζένη Μαστοράκη, εκδ: ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ)
“Την Κυριακή το πρωί στο ιατρείο:
– Σήκωσε τα χέρια, λέει ο γιατρός. Έτσι, πίσω απ’ το κεφάλι. Κουνιέται, ρε Σοφία, ξεφυσάει, κουνιέται.
(Έχω διαβάσει ήδη στο διαδίκτυο: Όταν κουνιέται, είναι κάποιο αδένωμα ή τέλος πάντων κάτι ανώδυνο).
– Εντάξει, θα πρέπει να βγει μάλλον, καταλήγει.
Μου γράφει μαστογραφία και υπέρηχο.
– Επειδή μπορεί να μη σου κλείσουν αύριο ραντεβού, σε παρακαλώ, να πληρώσεις και να κάνεις τις εξετάσεις αμέσως. Ο ΕΟΠΠΥ τούς καθυστερεί τις πληρωμές και σπρώχνουν τα ραντεβού για αργότερα, εξηγεί.
Τη Δευτέρα στο σχολείο, ένταση και τσαχπινιά στο μάθημα. Έχω κανονίσει να παραλάβει μία φίλη το παιδί κι εμείς να πάμε για τις εξετάσεις. Κάνω σαν χαζή στο μηχάνημα για τη μαστογραφία. Δεν καταλαβαίνω πού πρέπει να ακουμπήσω το χέρι για να γίνει σωστά.
– Μαστογραφία αναφοράς; ζητάει κάποιος.
Δεν έχω. Είναι η πρώτη μου. Και δεν θέλω να ακούσω κανένα λογύδριο γιατί δεν έκανα πριν. Το θεωρούσα ανύπαρκτη πιθανότητα λόγω οικογενειακού ιστορικού, δεν μπορούσα να υπολογίσω ποτέ τη μέρα που έπρεπε να γίνει λόγω ακατάστατου κύκλου κ.ο.κ. Μπορώ να αραδιάσω αρκετές βλακώδεις δικαιολογίες. Δεν κλαίμε πάνω απ’ το χυμένο γάλα.
Μπαίνω στο καμαράκι του ακτινολόγου. Διακρίνονται κάποιες ασβεστώσεις, λέει. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό. Βγάζω την μπλούζα μου και ξαπλώνω για τον υπέρηχο.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν μια θεωρητική πιθανότητα. Όπως το να πέσει το αεροπλάνο. Να εκτροχιαστεί το τρένο. Να σε χτυπήσει αυτοκίνητο, την ώρα που διασχίζεις τη διάβαση. Κοιτώ τον γιατρό. Ψηλός κι αδύνατος σαν μακαρόνι, έχει ένα πρόσωπο οστεώδες και μακρόστενο, με πλατύ μέτωπο και μπουμπουκωτά χείλια. Αυτή τη στιγμή είναι σοβαρός και συγκεντρωμένος. Τόσο συγκεντρωμένος στην οθόνη του, που δεν μου αρέσει καθόλου. Βλέπω να κοκκινίζουν στο μόνιτορ κάποιες περιοχές. Μετρά διαστάσεις.
Πόσα δευτερόλεπτα χρειάζονται για να το σκεφτώ;
Και πόσα δευτερόλεπτα για να το ξεστομίσω;
– Είναι καρκίνος;
– Κατά πάσα πιθανότητα, ναι.
Μέσα σε ένα τικ, αυτό που φαινόταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας γίνεται η ατομική μου πραγματικότητα.
– Και τώρα;
– Και τώρα πρέπει να αποκλείσουμε τις μεταστάσεις, λέει. Θα κάνουμε αξονικές.
– Πότε;
– Τώρα αμέσως. Περάστε έξω, να σας δώσω το φάρμακο.
Μάλιστα. Σε όλους αναλογεί ένα ποσοστό πανικού, πόνου, δυστυχίας”.
(Καλά και σήμερα, Σοφία Νικολαΐδου, εκδ:ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ)
Για τις καρτ-ποστάλ διαβάστε περισσότερα εδώ.