Tης Κυριακής το Χριστουγεννιάτικο ανάγνωσμα
Κάθε Κυριακή το σταθερό μας ραντεβού με την τέχνη των γραμμάτων.
Της Κυριακής το ανάγνωσμα το αναγκαίο, το τυχαίο, το χουχουλιάρικα λατρευτικό. Κάθε Κυριακή η parallaxi ξεφυλλίζει τα ωραιότερα βιβλία.
“Παραμονή Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω απ το γραφείο του, ο Εμπενέζερ Σκρούτζ δούλευε ασταμάτητα. Το δωμάτιο ήταν μάλλον κρύο, γιατί τα λιγοστά κάρβουνα στη σόμπα δεν ζέσταιναν αρκετά. Όχι όχι έλειπαν του Σκρούτζ τα χρήματα για ν αγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Αλλά ο Εμπενέζερ Σκρούτζ ήταν ένας φοβερός τσιγκούνης! Στο διπλανό δωμάτιο, χωρίς θερμάστρα, εργαζόταν ο Μπόμπ Κράτσιτ, ο κλητήρας του, πού έτρεμε ολόκληρος από την παγωνιά. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι ένας χαμογελαστός άντρας μπήκε στο γραφείο.
«Θείε, Καλά Χριστούγεννα!».
«Κακά, ψυχρά κι ανάποδα…» γκρίνιαξε ο Σκρούτζ.
«Θείε μου, μή μουτρώνεις. Ήρθα να σε καλέσω για το μεσημέρι», είπε ο Φρέντ, ο ανιψιός του.
Αλλά ο Σκρούτζ αρνήθηκε την πρόσκληση. Ποτέ του δεν γιόρταζε τα Χριστούγεννα. Τα θεωρούσε χάσιμο χρόνου. Όμως η απάντηση του Σκρούτζ δε χάλασε το κέφι του Φρέντ. Έφυγε χαμογελαστός, αφού προηγουμένως αντάλλαξε ευχές με τον Μπόμπ Κράτσιτ.
Λίγα λεπτά αργότερα χτύπησαν την πόρτα. Ο υπάλληλος έτρεξε ν ανοίξει. Παρουσιάστηκαν δυο κύριοι.
«Εδώ είναι η εταιρεία Σκρούτζ και Μάρλεϊ;» ρώτησε ο πρώτος.
«Ο συνέταιρός μου, ο Μάρλεϊ, πέθανε σαν απόψε πριν από εφτά χρόνια», του απάντησε ψυχρά ο Σκρούτζ.
«Τα συλλυπητήρια μου», είπε ο δεύτερος.
«Εμείς κάνουμε έρανο για τους φτωχούς. Αύριο, πού ξημερώνει μέρα χαράς, υπάρχουν, δυστυχώς, άνθρωποι πού υποφέρουν από το κρύο και την πείνα. Μπορούμε να έχουμε τη συνδρομή σας;».
Ο γέρο-σπαγκοραμμένος δεν είχε σκοπό να ξοδέψει ούτε μία πένα για να βοηθήσει τους συνανθρώπους του και απάντησε αρνητικά στους δυο επισκέπτες.
Εκείνοι έφυγαν απογοητευμένοι, χωρίς να τον πιέσουν περισσότερο.
Νύχτωσε. Ήρθε η ώρα να κλείσει το γραφείο. Ο Σκρούτζ φόρεσε το παλτό και το καπέλο του και πήρε στο χέρι το μπαστούνι του. Με τη σειρά του, ο Μπόμπ Κράτσιτ ετοιμάστηκε κι αυτός να φύγει.”
“…Το παιδί τ’ άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σαν μικρό σπιτάκι. “Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού έλεγε το ξωφυλλό του.” Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το ‘μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του το ‘χε φέρει, τ’ άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του μονάχα σ’ όποιον ήθελε.
Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία. Τότε πήρε να γίνεται λόγος για κείνο το παραπαίδι, σ’ όλα τα σπίτια. Το μάθε κι ο δάσκάλος, και μια μέρα του παράγγειλε να πάει να τον δει. Βάζει, λοιπόν, ένα παστρικό πουκάμισο και πάει.
– Α, έλα δω… του κάνει ο δάσκαλος. Εσύ είσαι που λες τα παραμύθια;
– Δε φταίω γω… έκανε το παιδί.
– Και ποιος σου είπε ότι φταις; Καλά κανωμένα είν’αυτά που κάνεις. Μα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουμε να μάθεις και γράμματα του σκολειού; Ε; Δεν τ’ αγαπάς;
Γράμματα του σκολειού! Αν τ’ αγαπούσε! Μα υπήρχαν πιο γλυκά γράμματα! Πώς όμως να τα μάθει; Αυτός μαθαινε γράμματα του ποδαριού, γράμματα της τρεχάλας, μιαν αράδα εδώ και μιαν εκεί. Μαζί με τα δαμάλια. Να βοσκάνε κείνα γρασίδι κι αυτός βιβλίο. Αν τ’ αγαπούσε λέει! Τι λόγια είν’ αυτά που λες, κυρ-δάσκαλε! Μα πόσα κομμάτια θα γίνει ένα τόσο δα ανθρωπάκι; Βλέπεις, τα σκολειά σ’ αυτό τον κόσμο είναι όλα σκολειά της μέρας. Ανοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Πού να πάει; Εδώ ή εκεί
Πάει λοιπόν με το κοπάδι. Και παίρνει λίγο χρήμα, που είναι πηχτός ιδρός. Το μαζεύει λίγο λίγο, όπως το μερμηγκάκι το σπόρο. Έχει κάτι σχέδια… Σκοπεύει, σα μαζέψει κάμποσα, να πάει σ’ένα δάσκαλο και να του πει “να, πάρε, και δως μου γράμματα, γράμματα καλά όμως, του σκολειού…” Έχει την ελπίδα ότι έτσι δε θα τον διώξουν. Έχει ακουστά για τους δασκάλους ότι είναι καταδεχτικοί άνθρωποι και δε θα τον αποπάρουνε.
Και, τώρα, να ο δάσκαλος ήρθε μοναχός του. Η καλή του τύχη τον έφερε μπροστά του. Και τι;… Δάσκαλος αληθινός, με γυαλιά! Και τον καλάει και στο σπίτι του. Ώρα ήταν λοιπόν. Πιάνει κι αυτός το σακάκι του και το κουνάει.
– Τ’ είν’ αυτό; ρωτάει ο δάσκαλος.
– Χρήματα.
– Πού τα ‘βρες;
– Τα κέρδισα.
– Και γιατί τα κουνάς;
– Είναι για γράμματα.Μα δεν είναι πολλά. ‘Αμα τα κάνω μπόλικα, θα τα φέρω εδώ να μου μάθεις. Μπορεί να γίνει αυτό κυρ-δάσκαλε;
– Αν μπορεί;…
Ο δάσκαλος έβαλε τη γροθιά του στο μάτι για να διώξει ένα σκουπίδι. Ύστερα κοίταξε το παιδί βαθιά στα μάτια.
– Λοιπόν… πήγε να του πει.
Η φωνή του ήταν κάπως αλλιώτικη, έτσι λιγάκι σαν βραχνή.
– `Αστα… `Αστα εκεί είπε, και πήγαινε… Αύριο, που θα παχνίσεις τα δαμάλια σου, έλα… του λέει.
– Να πάρω πλακοκόντυλο, δάσκαλε; Να πάρω χαρτιά, μολύβια;
– Όχι, όχι, καλό μου παιδί… πώς είναι τ’ όνομα σου;
– Μέλιος.
– Όχι, Μέλιο. Και πάλι ήταν αλλαγμένη η φωνή του, πιο πολύ αλλαγμένη και πιο βραχνή.
Το παιδί στάθηκε λίγο. Ύστερα άδειασε την τσέπη του στο τραπέζι κι έφυγε. Ο δάσκαλος ούτε γύρισε να το δει. Αφανίστηκε να κοιτά έξω απ’ το παράθυρο, σαν να ξεφύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω κάνας καινούργιος κόσμος και ήθελε να τον μάθει. …”
(Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, εκδόσεις: Πατάκης).
«Γύριζε από το ένα πλευρό στο άλλο δίπλα στη κοιμισμένη Τερέζα και σκεφτόταν αυτό που εκείνη του είχε πει κάποια χρόνια πριν ανάμεσα σε μερικές άλλες άσχετες κουβέντες. Μιλούσαν για τον φίλο του Ζ. και εκείνη είχε δηλώσει: “Αν δεν σε είχα συναντήσει, θα τον είχα σίγουρα ερωτευθεί”.
Τότε, λοιπόν, τα λόγια αυτά είχαν βυθίσει τον Τόμας σε μια παράξενη μελαγχολία. Στην πραγματικότητα είχε ξαφνικά συνειδητοποιήσει ότι ήταν θέμα τύχης που η Τερέζα είχε ερωτευθεί εκείνον κι όχι τον φίλο του Ζ. Ότι έξω από τον πραγματοποιημένο έρωτά της για τον Τόμας, υπήρχε στο βασίλειο των πιθανοτήτων ένας άπειρος αριθμός απραγματοποίητων ερώτων για άλλους άντρες.
Όλοι θεωρούμε αδιανόητο το ότι ο έρωτας της ζωής μας μπορεί να είναι κάτι ελαφρύ, κάτι που δεν ζυγίζει τίποτα, φανταζόμαστε ότι ο έρωτας μας είναι αυτό που έπρεπε να είναι, ότι χωρίς αυτόν η ζωή μας δεν θα ήταν η ζωή μας. Είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Μπετόβεν αυτοπροσώπος, σκυθρωπός κι αναμαλλιασμένος, παίζει το δικό του “Es muss sein” (=πρέπει) για τον μεγάλο έρωτα μας.
Ο Τόμας θυμόταν την παρατήρηση της Τερέζας για τον φίλο του Ζ. και διαπίστωνε ότι η ερωτική ιστορία της ζωής του δεν στηριζόταν πάνω στο “Es muss sein”, αλλά μάλλον στο “Es konnte auch anders sein”: θα μπορούσε κιόλας να συμβεί διαφορετικά…
Επτά χρόνια πριν, είχε εκδηλωθεί κατά τύχη ένα δύσκολο κρούσμα μηνιγγίτιδας στο νοσοκομείο της πόλης όπου κατοικούσε η Τερέζα, κι είχε κληθεί επειγόντως να γνωματεύσει ο επικεφαλής της ομάδας όπου δούλευε ο Τόμας. Κατά τύχη, όμως, ο επικεφαλής της ομάδας είχε ισχιαλγία, δεν μπορούσε να κουνήσει, και είχε στείλει τον Τόμας στη θέση του, σ’ αυτό το επαρχιακό νοσοκομείο. Υπήρχαν πέντε ξενοδοχεία στην πόλη, αλλά ο Τόμας είχε κατά τύχη πάει σ’ εκείνο όπου εργαζόταν η Τερέζα. Κατά τύχη είχε ένα λεπτό καιρό πριν φύγει το τρένο κι είχε πάει να καθίσει στο εστιατόριο. Η Τερέζα ήταν κατά τύχη της υπηρεσίας και σερβίριζε κατά τύχη στο τραπέζι του Τόμας. Είχαν χρειαστεί λοιπόν μια σειρά από έξι κατά τύχη για να σπρώξουν τον Τόμας προς την Τερέζα, λες κι αν περνούσε από το δικό του χέρι τίποτα δεν θα τον είχε οδηγήσει κοντά της.»
(Μίλαν Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, Μετάφραση:Δασκαλάκη Κατερίνα, Εκδόσεις: Εστία).