Της Κυριακής το (πρωτοχρονιάτικο) ανάγνωσμα
Το σταθερό κυριακάτικο ραντεβού με τα ωραιότερα βιβλία.
Της Κυριακής το ανάγνωσμα το αναγκαίο, το τυχαίο, το χουχουλιάρικα λατρευτικό. Κάθε Κυριακή η parallaxi ξεφυλλίζει τα ωραιότερα βιβλία.
“Εννέα και τέταρτο. Κάτι μού λέει ότι θα τα καταφέρεις και πάλι. Θυμάσαι; Πέντε χρόνων ήσουν και τους κέρδιζες όλους στα χαρτιά. Μικρούς και μεγάλους. Φύλαγες κάτω από τη φούστα σου ντάμες, και ρηγάδες και άσους από μια άλλη εφεδρική τράπουλα. Η μαμά, η Σουμέχαλα, η Ιουλία, ο μπαμπάς, ιδίως αυτός, κανένας δεν είχε κρυμμένα χαρτιά. Τώρα το παιχνίδι τελείωσε. Δεν έμεινε κανένας. Μόνο η Καρλότα περιφέρεται άσκοπα στο πόδια σου, όμως οι γάτες, όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν παίζουν χαρτιά… αδιαφορούν για κέρδη και ζημιές”.
(Η Μετακόμιση, Φωτεινή Τσαλίκογλου, εκδ:Καστανιώτης)
«Υπάρχουν κάποιοι που περπατούν στο κάστρο της ζωής τους προσπαθώντας να μην τους κοστίσει τίποτα, και δεν μπορούν να το ευχαριστηθούν. Υπάρχουν άλλοι που βιάζονται τόσο να φτάσουν νωρίς, που χάνουν τα πάντα χωρίς και αυτοί να ευχαριστηθούν τίποτα. Κάποιοι λίγοι μαθαίνουν αυτό το μάθημα και παίρνουν τον χρόνο τους για κάθε διαδρομή. Ανακαλύπτουν και απολαμβάνουν την κάθε γωνιά, το κάθε βήμα. Ξέρουν πως δε θα είναι δωρεάν, αλλά καταλαβαίνουν ότι το κόστος του να ζεις, αξίζει τον κόπο.»
(Να σου πω μια ιστορία, Bucay Jorge, μτφ: Ηλιόπουλος Κρίτων, εκδ: Πολιτεία)
“Δεν έκανα τίποτα άλλο από το να ονειρεύομαι. Αυτό ήταν, και μόνο αυτό, το νόημα της ζωής μου. Ποτέ δεν είχα άλλη πραγματική ενασχόληση πέρα από την εσωτερική μου ζωή. Οι μεγαλύτερες συμφορές της ζωής μου σβήνουν όταν ανοίγοντας το παράθυρο μέσα μου μπορώ και τις ξεχνώ κοιτάζοντας την αδιάλειπτη κίνηση εντός μου.
Ποτέ δεν θέλησα να είμαι τίποτα άλλο πέρα από ονειροπόλος. Σε όποιον μου είπε να ζήσω δεν έδωσα ποτέ σημασία. Ανήκα ανέκαθεν σ’ αυτό που δεν είναι όπου είμαι και σ’ αυτό που ποτέ δεν μπόρεσα να είμαι. Ό,τι δεν είναι δικό μου, όσο ταπεινό και να είναι, είχε πάντα ποίηση για μένα. Ποτέ δεν αγάπησα άλλο από το τίποτα. Ποτέ δεν επιθύμησα άλλο από αυτό που δεν μπορούσα να φανταστώ. Από τη ζωή τίποτα άλλο δεν ζήτησα πέρα από το να περάσει από μέσα μου χωρίς να την αισθανθώ. Από την αγάπη το μόνο που ζήτησα ήταν να μείνει για πάντα ένα όνειρο μακρινό. Από τα εσωτερικά μου τοπία, όλα τους μη πραγματικά, αυτό που με είλκυε ήταν το μακρινό, και τα τοξωτά γεφύρια που έσβηναν, σχεδόν στην απόσταση των τοπίων των ονείρων μου, είχαν μια γλυκύτητα ονείρου σε σχέση με άλλα μέρη του τόπου-μια γλυκύτητα που μ’ έκανε να τ’ αγαπώ.
Η μανία μου να δημιουργώ έναν κόσμο ψεύτικο με συνοδεύει ακόμα, και μόνο με το θάνατό μου θα μ’ εγκαταλείψει.”
(Το βιβλίο της ανησυχίας, Φερνάντο Πεσσόα, μτφ:Μαρία Παπαδήμα, εκδ:Εξάντας)
“10/6/ 1919
Ανακάλυψα ότι δεν μπορώ να κάψω το κερί από τη μιαν άκρη και να γράψω ένα βιβλίο με την άλλη.
17/1/1922
Ο Τσέχωφ έκανε λάθος που πίστευε ότι αν του είχε δοθεί περισσότερος χρόνος θα είχε γράψει πιο ολοκληρωμένα, θα περιέγραφε καλύτερα τη βροχή, τη μαμή και τον γιατρό να πίνουν τσάι. Η αλήθεια είναι πως μόνο τόσα μπορείς να βάλεις μέσα σε μια ιστορία. Πάντα θυσιάζεις κάτι. Υποχρεώνεσαι ν’ αφήσεις έξω αυτό που ξέρεις και ποθείς να το συμπεριλάβεις. Γιατί; Δεν έχω ιδέα, αλλά έτσι γίνεται. Σαν να τρέχεις να μαζέψεις όσο πιο πολλά μπορείς προτού χαθούν. Αλλά δεν γίνεται να αδράξεις έτσι τον χρόνο…”
(Αποσπάσματα Ημερολογίου, Κάθριν Μάνσφιλντ, μτφ: Κατερίνα Σχινά)