Το χρονικό ενός εθελοντισμού σε ίδρυμα

Όταν τη γνώρισα ήταν δέκα μηνών μωρό. Μου την έδωσαν στην αγκαλιά μου, με ένα θαλασσί κορμάκι με ψάρια.Ένα συγκινητικό άρθρο για τη μητρότητα.

Parallaxi
το-χρονικό-ενός-εθελοντισμού-σε-ίδρυμ-373534
Parallaxi
Alex Pasarelu/ Unsplash

Λέξεις: Στεφανία Μ.

Νανούρισμα

Κράτα του ήλιου την αχτίδα, 

κοντά στο στήθος σαν ασπίδα, να κρατηθώ στα όνειρά σου.

Πάντα μαζί σου να την έχεις,

 φως ιερό να σε προσέχει, όταν θα φύγω από κοντά σου.

Νάνι. Νάνι αγάπη μου, αγάπη να μοιράζεις,

Νάνι νάνι αγάπη μου, κακό στον νου μη βάζεις.

Νερό στα χείλη καθαρό, 

Να ‘χει για πάντα φανερό του νου μου το ταξίδι.

Να φτάνει, θ’ ακουμπά καρδιές,

Να μη θολώνει τις ματιές, δεν κάνει για παιχνίδι.

Και τα άσπρο ροδοπέταλο 

κρέμασε στο λαιμό σου, σαν φυλαχτό ανεκτίμητο. 

Που ‘χει αγάπης μυρωδιά και πάντα για καλό σου,

Θα σε φυλάει από κίνδυνο.

(Νανούρισμα από τη συναυλία The Lullaby Project, 4-10-2020)

Από μία «μη μητέρα» σε ένα παιδί «μη δικό της»: Το χρονικό ενός εθελοντισμού σε ίδρυμα.

Πρόσφατα έλαβε χώρα στην Αθήνα το φεστιβάλ The Lullaby Project σε συνεργασία με το  El Sistema Greece με αφιέρωμα στα διαφορετικά ήδη μητρότητας. Με αφορμή την υπέροχη αυτή συναυλία, γεννήθηκε μέσα μου μία προσωπική ανάγκη να αναφερθώ σε ένα ακόμη είδος «μητρότητας» και μία ελπίδα να γίνει γνωστή στον κόσμο μία προσωπική ιστορία που περιέχει όμως μέσα της πολλά πρόσωπα και πολλαπλά βιώματα… 

Υπάρχουν πολλών ειδών μητέρες. Μητέρες που φροντίζουν, που παραμελούν, που κακοποιούν. Ψυχικά υγιείς μητέρες, ψυχικά ασταθείς μητέρες, βιολογικές μητέρες, μητέρες που κυοφορούν, μανούλες της καρδιάς, ανάδοχες μητέρες, θετές μητέρες, πατέρες- μητέρες, γιαγιάδες και παππούδες- μητέρες, μητέρες SOS. Κι υστέρα υπάρχουν (υπήρξαν) κι εκείνες, που φροντίζουν, που αγαπούν, που σκέφτονται αλλά κανείς δεν μιλάει γι’ αυτές… Θα τις λέγαμε μητέρες-φαντάσματα, μία «μη μητέρα» για ένα παιδί «μη δικό της», στα πλαίσια ενός εθελοντισμού. 

Δεν ξέρω αν είναι γνωστή σε πολλούς αυτή η ιστορία. Για χρόνια, σε ίδρυμα της Θεσσαλονίκης,  υπήρχε αυτός ο θεσμός όπου ένας εθελοντής αναλάμβανε ένα παιδί, από τη στιγμή που αυτό θα εισαγόταν στο ίδρυμα μέχρι τη στιγμή που θα υιοθετούνταν ή θα επέστρεφε στους βιολογικούς του γονείς. Στον χρόνο που το παιδί βρισκόταν εκεί, στο κενό ανάμεσα που λέγεται ίδρυμα, ο εθελοντής ήταν ο σταθερός σύνδεσμός του με τον εξωτερικό κόσμο και το μοναδικό σταθερό πρόσωπο αναφοράς για μήνες ή και για χρόνια, χωρίς να του διατίθεται το δικαίωμα για υιοθεσία. Σαββατοκύριακα, διακοπές, ημερήσιες και πολυήμερες διαμονές στην ίδια στέγη. Μπάνιο, φαγητό, βόλτες, νανουρίσματα, ύπνος, να μην κοιμάσαι για να ακούς την ανάσα του.. αναπνέει; Κοντοζυγώνεις.. Όλα καλά, γυρνάς στο κρεβάτι. Μετά από κανένα μισάωρο η ίδια πάλι διαδικασία…

Όταν τη γνώρισα ήταν δέκα μηνών μωρό. Μου την έδωσαν στην αγκαλιά μου, με ένα θαλασσί κορμάκι με ψάρια. Μου φάνηκε τόσο μικροσκοπική και αέρινη, φοβόμουν μη σπάσει σε χίλια κομμάτια. Θυμάμαι την πρώτη μέρα είχαμε καθίσει σε ένα παγκάκι, εκείνη είχε γαντζωμένα τα δαχτυλάκια της πάνω μου, χαμένη, με βλέμμα απλανές κι εγώ τη βομβάρδιζα με ομιλία… «Κουκουβαγιάκι» ήταν η λέξη μου για να την περιγράψω, δεν ξέρω πως μου ήρθε, αλλά μου ήρθε μόνο αυτό. Τρεις μήνες μας πήρε να συντονιστούμε. Κάθε φορά που προσπαθούσα, το έκανα λάθος κι εκείνη απομακρυνόταν όλο και περισσότερο. Μέχρι που έμαθα να σωπαίνω και να παρατηρώ. Την κάθε κίνηση, το κάθε βλέμμα. Και οι κινήσεις μου έγιναν πιο απαλές, η ομιλία μου λιγότερη, αυτό είχε ανάγκη. Κι άρχισε να με κοιτάζει και ανοίχτηκε για μένα ο κόσμος όλος! Αυτή λοιπόν ήταν η αρχή! Έκτοτε, το ίδρυμα το είχε για ξενοδοχείο τα βράδια, 4-5 φορές την εβδομάδα μαζί μέχρι τριών χρονών και κάτι.  

«Μα τι περιμένεις από αυτό το παιδί με τέτοιο χαμηλό επίπεδο γονιών; Δεν θα πάει μακριά», μου είπε η (επαγγελματίας;) ψυχολόγος του ιδρύματος.  Πίστεψα στο παιδί ευτυχώς  και όχι στα λόγια της… 

Οι γονείς της… Στη δεκαετή εμπειρία μου με το ίδρυμα έμαθα ότι κανείς γονιός δεν «παρατάει» το παιδί του έτσι απλά.. Είδα μάτια να λάμπουν, αγκαλιές να ορθώνονται, γονείς που φανερά αγαπούν, μα δεν μπορούν να παρέχουν φροντίδα.. Είναι πολύ εύκολο να τους κρίνεις, το έκανα κι εγώ. Μέχρι που έρχεται κάποιος και μου περιγράφει ότι πέτυχε τον μπαμπά της στο λεωφορείο. Κοιτούσε μόνος του φωτογραφίες του παιδιού και χαμογελούσε. Αν δεν είναι αυτό αγάπη, τότε τι είναι;

Επιστρέφω πάλι στην κοινή μας ζωή. Αχτύπητο δίδυμο είχαμε γίνει! Θέατρα, παιχνίδια, κυλίσματα στα πατώματα, πασαλείμματα, γέλια και διαπαιδαγώγηση με βάση τις ανάγκες της. Εξελισσόμασταν κι οι δύο προς μία κατεύθυνση σωστή και εκεί που είχα ένα παιδί να κρύβεται από ντροπή στο πίσω μέρος της φούστας μου, έγινε τρυφερός αρχηγός στους συνομηλίκους και στους ενήλικες. «Εγώ μπιλάω!» μου είπε σε μία φανερή στιγμή διεκδίκησης του εαυτού της και χαράς δικής μου.. ήταν το τελευταίο της κατόρθωμα πριν τον αποχωρισμό μας.

Πώς να μιλήσω όμως για αυτό το επόμενο, επίπονο κομμάτι; Πώς να απαλλάξω το κείμενο από το να γίνει ένα κείμενο θυμού και απογοήτευσης, αδικίας; Θα βάλω τα δυνατά μου.. 

Οι οδηγίες σαφείς: «Προετοιμάζεις το παιδί για την καινούρια κατάσταση κι έπειτα σταματάς κάθε επικοινωνία», το επάγγελμά μου με βοήθησε στην προετοιμασία αυτή.  

Η στιγμή που μαθαίνεις, ως αποκλειστικός εθελοντής ενός παιδιού,  ότι το παιδί θα πάει σε μία νέα οικογένεια είναι μία πολύ αμφιλεγόμενη στιγμή. Η λογική σου και η ηθική σου σού λένε να χαρείς, κι εσύ το μόνο που κάνεις είναι να τρέμεις την ώρα του επικείμενου αποχωρισμού. Θα μπορούσε κάποιος να το κρίνει αυτό ως μία αγάπη εγωιστική, όμως ας μην λέμε ψέματα δεν έχει η ανθρώπινη αγάπη μέσα της και λίγο φυσιολογικό εγωισμό; Το να φανείς υπεράνω και να τελέσεις απλά τα καθήκοντά σου είναι κάτι που απαιτείται μεν από έναν εθελοντή, αποτελεί όμως κατά τη γνώμη μου ρομποτική απόκριση και σίγουρα όχι ανθρώπινη. 

Η προετοιμασία της μικρής από πλευράς μου είχε το εξής σκεπτικό: Πώς θα την κάνω στα τρία της χρόνια να χαρεί για την καινούρια κατάσταση, χωρίς να πονέσει στον αποχωρισμό της προηγούμενης; Πολλά που πρέπει να διαχειριστεί ένα τρίχρονο. Οι καινούριοι γονείς, οι παλιοί γονείς, το καινούριο σπίτι, το παλιό σπίτι, το σπίτι του εθελοντή, ο εθελοντής, η οικογένεια του εθελοντή, τα παιδάκια στο άλλο σπίτι… Πώς να βάλεις μία τάξη και η μετάβαση να γίνει φυσιολογική; Κάθε παιχνίδι λοιπόν, γινόταν συχνά πυκνά η αφορμή για κουβέντες μικρές. «Θα μείνω σε αυτό το σπιτάκι εγώ, κοίτα, εσύ θα πας σε εκείνο το σπιτάκι που είναι οι καινούριοι γονείς που σε αγαπάνε. Σε αγαπώ κι εγώ πολύ!». Κουβέντες της παιδικής χαράς. Ύστερα ένα πάνινο βιβλίο χειροποίητο με τρία σπίτια, το δικό μου, των παιδιών και των καινούριων γονιών και ένα κοριτσάκι που έφευγε και έπαιρνε μαζί στην τσάντα  της μια καρδιά αγάπης από τον καθένα. Τα έμαθε στο τέλος. «Οι παλιοί;» με ρωτάει με ωριμότητα σοφού. «Οι παλιοί σε αγαπούν και αυτοί πολύ, θα σου πουν γεια σου… Οι παλιοί γονείς σου αγαπούν πολύ την καινούρια μαμά και τον καινούριο μπαμπά, γιατί θα πας στο σπίτι τους και θα περνάς καλά». Πολύ, πολύ περίπλοκο ακόμη και για το μυαλό ενήλικα. Τέλος, μία τσαντούλα ροζ με μονόκερο που η ίδια διάλεξε για το καινούριο σπίτι, με δικά της πράγματα αγαπημένα κι ένα γράμμα προς τους γονείς. Η ευχέρεια για επικοινωνία μόνο δική τους. Κι έπειτα το κενό. Οι περισσότεροι από εμάς ελπίζουμε πως κάποια μέρα θα χτυπήσει το τηλέφωνο και οι γονείς θα ζητήσουν μία επικοινωνία. Για πολλούς, το τηλέφωνο δεν χτυπάει ποτέ. Άλλοι είναι πιο τυχεροί και γίνονται φίλοι με την οικογένεια. Γραμμή του ιδρύματος: Δεν σου επιτρέπεται να μιλήσεις, να διεκδικήσεις, να προσπαθήσεις για μία γνωριμία, κι αν το κάνεις θεωρείσαι απειλή, ψυχικά ασταθής, κάνεις «εγκληματικές πράξεις» και ό,τι άλλο. Και τρέχουν όλοι να σε συνετίσουν, να σε διαπομπεύσουν ως παράδειγμα προς αποφυγή ή και να σε διώξουν από το εθελοντικό σώμα. Με μένα δεν συνέβησαν όλα αυτά. Έκανα ό,τι ακριβώς μου είπαν. Σωστό; Λάθος; Ακόμη δεν ξέρω…

Και κάπως έτσι έγινε ο αποχωρισμός μας. Η εντολή δόθηκε τον Μάιο και οι καινούριοι γονείς ήρθαν τον Σεπτέμβρη, καθυστέρηση στο ίδρυμα και στα δικαστήρια και τέσσερις μήνες προσπαθούσα να ισορροπήσω ανάμεσα στον φόβο του αποχωρισμού, στο «ζήσε τη στιγμή» και στο τι είναι ηθικά σωστό. 

Το παιδί υιοθετήθηκε από γονείς που όπως μου τους περιέγραψαν είναι οι γονείς που ευχήθηκα γι αυτήν, νομίζω της ταιριάζουν απόλυτα. Κι έδωσε η τύχη κι ο Θεός να μένει στη γειτονιά που μεγάλωσα όλη την παιδική μου ηλικία. Την έχω πετύχει δύο- τρεις φορές με τη μαμά της. Κι οι δύο χαμογελούσαν,  καλό σημάδι. Δεν πλησίασα, από φόβο μη λιποθυμήσω, μη δακρύσω, μην κάνω περισσότερο κακό παρά καλό στη μικρή κι από σεβασμό ή άγνοια για τις ανάγκες των γονιών. 

Και κάπου εδώ αρχίζουν οι προβληματισμοί μου… Ερωτήματα που τρία χρόνια μετά δεν φεύγουν από το μυαλό μου…

Έκανα περισσότερο καλό ή κακό σε αυτό το παιδί; «Να αγαπάς τους ανθρώπους, να αγαπάς τη θάλασσα, τα παιχνίδια, τα γέλια», αυτό ήθελα για εκείνη… Μέσα από τις εμπειρίες μας πιστεύω έμαθε πως αξίζει να την αγαπούν, κι ίσως αυτό τη βοήθησε να εμπιστεύεται τον εαυτό της και τους ανθρώπους γύρω της.  Από την άλλη, ο αποχωρισμός μετά από δυόμιση χρόνια κοινής πορείας και η ξαφνική εξαφάνισή μου, τι μήνυμα να της έδωσε; Ότι όσοι την αγαπούν την εγκαταλείπουν; Πολλάκις μάλιστα; Σε όλα αυτά τα χρόνια, ευχή μου είναι να είναι γερή και να μην έχει πληγωθεί..

Το ότι ένιωσα μητέρα και την ένιωσα κόρη μου είναι κατακριτέο και εγωιστικό ή απλά ανθρώπινο, που στον καθένα θα συνέβαινε στη συχνή του επαφή με ένα παιδί;

Γιατί στη μετάβαση από το ίδρυμα στην οικογένεια να μη συμμετέχει (κατευθυνόμενα βέβαια) και ο εθελοντής; Έτσι ώστε να μην υπάρξει τίποτα απότομο και ασυνεχές στην ιστορία του παιδιού; Γιατί το ίδρυμα κατακρίνει και δεν στηρίζει;

Κι έπειτα, η ευχέρεια για επικοινωνία ανήκει στους γονείς αποκλειστικά. Κατά πόσο όμως τους δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουν όλη την εικόνα; Τι κατεύθυνση τους δόθηκε από το ίδρυμα; Τι περιγραφή; Πέτυχα μία περίοδο όπου το κλίμα με το ίδρυμα και τους εθελοντές του ήταν τεταμένο. Πλευρές αντικρουόμενες που κατηγορούσαν η μία την άλλη για ψευδείς δηλώσεις και ασυνεπή συμπεριφορά. Πλευρές που τελικά δεν δόμησαν μια σχέση εμπιστοσύνης. Άρα πώς μπορώ πραγματικά να ξέρω τι έχει ειπωθεί;  Και καταλήγω να πιστεύω πως παιδιά, γονείς, εθελοντές, είναι όλοι θύματα μίας ανοργάνωτης (ή εγκληματικά οργανωμένης) προνοιακής δομής.

Πλέον ο θεσμός του εθελοντή βρίσκεται σε στάδιο αλλαγής στο συγκεκριμένο ίδρυμα. Εσωτερικές έρευνες και παρατηρήσεις το αλλάζουν, προσπαθώντας να βρουν την κατάλληλη «φόρμουλα» και ισορροπία. Άφησε βέβαια στο πέρασμα του πολλούς ανθρώπους μόνους και πολλά παιδιά με απότομους αποχωρισμούς, πρόσθετα αγκάθια σε ένα ιστορικό εγκατάλειψης… Τι είναι καλύτερο για την ευημερία των παιδιών δεν ξέρω, έχω μπερδευτεί.. Αυτό που μόνο μπορώ να πω είναι ότι ένα ίδρυμα φτιάχνεται από ανθρώπους, οι οποίοι πέρα από κάθε επιστημονικό βιβλίο ή έρευνα, οφείλουν να σωπάσουν από κάθε περιττή ομιλία για ένα γενικό «καλό του παιδιού». Πρέπει να σωπάσουν και να παρατηρήσουν. Κι εκεί, μπροστά στα μάτια τους, μπορεί να φανεί η αγάπη. Για το συγκεκριμένο παιδί, για τον συγκεκριμένο εθελοντή, για τον συγκεκριμένο γονιό και για τη μεταξύ τους σχέση. Τότε και μόνο, μπορούν ίσως να βρουν μία ιδανική ισορροπία. 

Δεν ξέρω γιατί έγραψα αυτό το κείμενο. Πέρα από μία ελπίδα να ακουστεί η φωνή όλων των εθελοντών που βίωσαν παρόμοιες εμπειρίες, νομίζω πως είναι και μία ελπίδα προσωπική να γίνει ένα θαύμα και να χτυπήσει το πολυπόθητο τηλέφωνο για μία αρχική γνωριμία. Κι έτσι σταδιακά, αν καταφέρουμε και χτίσουμε μία σχέση εμπιστοσύνης με την καινούρια μαμά και τον καινούριο μπαμπά, που πλέον έγιναν οι δικοί της, ολόδικοί της γονείς, να έρθω και πάλι κοντά της. Με διαφορετικό ρόλο και διαφορετικά θεμέλια τώρα και με τον χρόνο που πέρασε ως σύμβουλο.

Τελικά ελπίζω κατάφερα να μη γράψω ένα οργισμένο και πονεμένο κείμενο. Γιατί έχω καταλάβει πως αν απογυμνώσεις όλη αυτή την εμπειρία από κάθε θυμό, αδικία, απογοήτευση,  το μόνο που μένει είναι η αγάπη. Και στο τέλος, αγάπη γίνεσαι ο ίδιος.

Στεφανία. Μ

Υ.γ: «Από μένα, με αγάπη, απ’ τα βάθη της καρδιάς, 

πάρε τούτο το φιλάκι κι όταν γίνεις βασιλιάς, 

μην ξεχάσεις τα παιδιά που κοιμούνται στα παγκάκια 

και ξυπνάνε βατραχάκια» (Το τραγούδι μας, Ά. Πρωτοψάλτη)

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα