Το «Digger» του Τζώρτζη Γρηγοράκη ξέσκισε

Και μας έδωσε μια πολύτιμη ανάσα στα θερινά σινεμά της πόλης.

Θάνος Στρατάκης
το-digger-του-τζώρτζη-γρηγοράκη-ξέσκισε-791595
Θάνος Στρατάκης

digger

Δεν είναι ωραίο να βρίζουμε σε ανοιχτούς χώρους. Αλλά αφού όλοι βρίζουμε έτσι και αλλιώς στα κρυφά, η πρώτη ταινία του σκηνοθέτη Τζώρτζη Γρηγοράκη, το «Digger», γάμησε.

Κάπως έτσι το συμμάζεψε όλο αυτό που είδαμε μία εκ των θεατών, η πρώτη και η πιο τολμηρή που πήρε το μικρόφωνο για να απευθυνθεί στο σκηνοθέτη και τους δύο πρωταγωνιστές, τον Βαγγέλη Μουρίκη (Νικήτας) και Αργύρη Πανταζάρα (Τζόνι). Οι τρεις τους μας τίμησαν απροσδόκητα με την παρουσία τους στο θερινό που ξεκίνησε να παίζεται η ταινία, συζητώντας με τους θεατές για αυτή την ταινία με τα πολλά βραβεία που μάζεψε όταν τριγύριζε στα φεστιβάλ του κόσμου ιντερνετικά. Και που μαζί με άλλα πρόσφατα φιλμ ελλαδικής παραγωγής φτιάχνουν οάσεις στον πολιτισμό του Barracuda, σε αυτή τη δύσμοιρη χώρα. 

Digger

Πολλά που πρέπει να πούμε για την ταινία δεν χρειάζεται να τα πούμε αφού, όπως μας προέτρεψε και ο Γρηγοράκης, το νόημα δεν ήταν να περάσει ένας πεφωτισμένος και ιερός ένα συγκεκριμένο μήνυμα, αλλά να πει μία ιστορία. Και η ιστορία που λέει ο ίδιος μαζί με τους υπόλοιπους συντελεστές είναι παραδόξως τρυφερή.

Ο Νικήτας ζει μόνος του στο κτήμα του στο δάσος. Το «ζει στο δάσος» είναι μία αρκετά παρωχημένη λέξη πάντως. Όπως το είπε ο Μουρίκης, δεν «ξέρει να κάνει τίποτα άλλο». Δεν έχει, όπως οι περισσότεροι σύγχρονοι άνθρωποι μία αναστοχαστική σχέση με αυτό, όπως όταν στηνόμαστε μπροστά από ένα ωραίο ρέμα για μία φωτογραφία, ξεφεύγοντας από το ρυθμό και τη βοή της πόλης. Ούτε και σχετίζεται κερδοσκοπικά κάπως με όσα η φύση μας προσφέρει. Δεν «ζει» άρα απλώς εκεί. Έχει καταργήσει την απόσταση που τον χωρίζει από αυτό, όπως ένας ιθαγενής. 

Όμως σε αντίθεση με αυτόν, το δάσος ο Νικήτας δεν το έχει μυθοποιήσει και δεν το βιώνει παθητικά. Υπάρχουν θεοί και δαίμονες στην ταινία, αλλά τίποτα το θεολογικό όπως όταν τα δέντρα γίνονται θεοί. Έχει κάτι οικείο το δάσος για τον πρωταγωνιστή που το βρίσκει στο τραγούδι των πουλιών. Και κάτι εντελώς ανοίκειο, που έρχεται να απειλήσει αυτή την αμεσότητα. Μία μηχανή από το κοντινό εργοστάσιο, που καταστρέφει στο διάβα της το φυσικό περιβάλλον και απειλεί το βιό του, κάτι που κάνει τον Νικήτα να αντισταθεί.

Σαν τον Νικήτα είναι και άλλοι, ενώ ο τόπος φαίνεται να είναι χωρισμένος στα δύο, μία αναπαράσταση του τι συμβαίνει εκεί που πράγματι που φτάνει η μηχανή (Σκουριές), ή για κάποιους το «τέρας». Κάποιοι τελικά εργάζονται και επιβιώνουν από τις μηχανές. Το εργοστάσιο στήθηκε στις παρυφές του χωριού και δίνει δουλειά στους καινούργιους μισθωτούς εργάτες. Ενώ ο Νικήτας και οι άνθρωποι που έρχεται σε επαφή όταν κατεβαίνει από το βουνό είναι τα «τελευταία οχυρά». Μικρές οάσεις που αντιστέκονται στην εκποίηση της φύσης με τρόπους που ποικίλλουν και δίνουν στους χαρακτήρες το βάθος τους.

Πολλά από τα πράγματα που συμβαίνουν στην ταινία πάντως δεν έχουν κακούς, πράγμα που την απομακρύνει από ένα κλασικό πολιτικό θρίλερ. Δεν υπάρχουν μπάτσοι που δέρνουν, διεφθαρμένοι δήμαρχοι, πουλημένοι δημοσιογράφοι, ακραία αλαζονικές συμπεριφορές που σε αναγκάζουν να τις μισήσεις, ένας μεγάλος επιβλητικός και ορατός Άλλος. Μόνο ψυχές που προσπαθούν να επιβιώσουν τη στιγμή που έρχεται η μηχανή και το χρήμα, οι δύο απρόσωπες δυνάμεις που κάνουν τους ρόλους των πρωταγωνιστών σχετικά διακριτούς. Αυτό κάνει το δράμα τους τρυφερό. Ξέρουν τελικά ή δεν ξέρουν τι κάνουν; Ελέγχουν τη ζωή τους;

Εκτός από την οικολογία, στην εξίσωση μπαίνει σύντομα ως κεντρικό θέμα η σχέση του Νικήτα με τον γιό του Τζόνι. Αυτός επιστρέφει αναπάντεχα στον τόπο από την πόλη για να διεκδικήσει ένα χρέος από τον πατέρα του, με το δράμα του να μη διαφέρει από των υπολοίπων. Χρειάζεται να επιβιώσει. Και η επιστροφή του ανακινεί πολλά από τα πάθη που εξηγούν τη σχέση του Νικήτα με αυτό το κτήμα και εκείνο το δάσος, πυροδοτώντας νέα διλήμματα σε σχέση με το τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να μένουν ή να φεύγουν, να θέλουν να συντηρήσουν ένα χώρο ή να προσπαθούν να τον αλλάξουν (γιατί;).

Η ταινία σωστά χαρακτηρίστηκε από τη γαλλική Le Monde ως ένα σύγχρονο western, αφού όλα όσα βιώνουν οι πρωταγωνιστές σε αυτή τη μικρή κοινωνία έχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτή την τραχύτητα των ανθρώπων που ζουν σε ζώνες δύσβατες. Βέβαια τίποτα δεν εμπόδισε τη μηχανή και τον «πολιτισμό» από το να τις αλλοιώσει, και για αυτό το κοντράστ ανάμεσα στα πλάνα με τη μηχανή, το «τέρας» που δεν σταματάει, και την απλότητα του δάσους θυμίζουν έντονα τα ηλιοβασιλέματα του Μανέτ που σκάνε στο ποτάμι πίσω από το βιομηχανικό λιμάνι. 

Με έναν τρόπο ο Γρηγοράκης και οι συνεργάτες του δηλαδή χτίζουν δραματουργικά πάνω σε αυτή την πιο θεμελιακή αντίφαση του τωρινού ανθρώπου. Που αν και ακόμα ένα ζώο με ένα σώμα που φιλοξενείται στον κόσμο, χτίζει έναν κόσμο τεχνητό που πολλές φορές τον αποξενώνει και τον απειλεί. Από τη μία, η μορφή ζωής του έμμισθου εργάτη που επιθυμεί μία σχετικά άνετη ζωή, και αντιλαμβάνεται πχ. τα δέντρα κυρίως ως ακόμα ένα αντικείμενο προς εκμετάλλευση, και του Νικήτα, που σκάβει για να τα ξανά φυτέψει. Με τους δύο αυτούς κόσμους να συγκρούονται αριστοτεχνικά στις εικόνες που επιλέχθηκαν, στα μουσικά μοτίβα, στις συνήθειες των πρωταγωνιστών και τελικά και στο άλλο βασικό θέμα για το οποίο δεν σας είπαμε τίποτα – τη σχέση του γιού με τον πατέρα.

Τελικά, για να σας πείσουμε γιατί το Digger γάμησε, και γιατί πρέπει να απαντήσετε μόνοι σας στον προβληματισμού του, αυτό θέτει ένα μεγάλο δίλημμα στον ακροατή. Όπως είπε ο Γρηγοράκης, δεν αλλάξαμε το αγγλικό του τίτλου για να έχει αυτή τη διπλή σημασία – από τη μία ο εξκαφέας, το μηχάνημα, από την άλλη αυτός που απλώς σκάβει για να φυτέψει, ένας άνθρωπος. Πολύ σύντομα, πιο σύντομα από ότι νομίζουμε ίσως, θα χρειαστεί να τοποθετηθούμε και να πάρουμε μία πλευρά στο ποιος digger θα θέλουμε να είμαστε.

Να αναζητήσετε το Digger στα μέρη που μας δίνουν τέτοιες πολύτιμες ανάσες, στα θερινά σινεμά της πόλης.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα