Το φαινόμενο «johatsu» ή αλλιώς οι χιλιάδες άνθρωποι που αποφασίζουν να «εξαϋλωθούν»
«johatsu» στα ιαπωνικά σημαίνει «ο άνθρωπος που εξατμίζεται»
Εκτός από το «karoshi», δηλαδή τον θάνατο από την πολλή δουλειά, οι Ιάπωνες έχουν εφεύρει έναν ξεχωριστό όρο και για εκείνους τους ανθρώπους που δεν αντέχουν την πίεση και αποφασίζουν να εξαφανιστούν στα ξαφνικά από την προηγούμενη καθημερινότητά τους.
Κι όταν λέμε να εξαφανιστούν, εννοούν αυτό ακριβώς, αυτούς δηλαδή που – όπως θα λέγαμε στην Ελλάδα – «έγιναν καπνός». Γι’ αυτό και το φαινόμενο το ονόμασαν «johatsu» που στα ιαπωνικά σημαίνει «άνθρωπος που εξατμίζεται».
Το φαινόμενο «johatsu» είναι εκείνο κατά το οποίο ένας άνθρωπος αποφασίζει να αλλάξει ταυτότητα -ακόμα και χαρακτηριστικά- και να εξαφανιστεί. Πρόκειται για άτομα που νιώθουν ότι η ζωή τους απειλείται ή για υπερβολικά πιεσμένους ανθρώπους που είναι στο δίλημμα μεταξύ της αυτοκτονίας και ενός νέου ξεκινήματος. Δεν είναι λίγες οι φορές που ανάμεσα σε εκείνους βρίσκονται και γυναίκες που κακοποιούνται από τους συζύγους τους και που δεν έχουν λάβει καμία βοήθεια από τις κοινωνικές υπηρεσίες και την αστυνομία.
Σύμφωνα με το περιοδικό «Time», έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία στην Ιαπωνία που εξειδικεύεται στις αλλαγές ταυτότητας. Οι περισσότερες παρουσιάζονται ως συμβουλευτικές φίρμες και καλούν όσους βρίσκονται σε οικονομικό ή προσωπικό αδιέξοδο να σκεφτούν μια άλλη εναλλακτική της αυτοκτονίας. Οι περισσότεροι πελάτες τους συνήθως καλούν για να λάβουν μια γνώμη για τα προβλήματά τους. Σε ορισμένες όμως σοβαρές περιπτώσεις, οι φίρμες καλούνται να βοηθήσουν έναντι αμοιβής να αλλάξουν πλήρως την ταυτότητα του άλλου και να τον βοηθήσουν να κάνει μια νέα αρχή σε άλλη πόλη.
Οι πελάτες συνήθως έχουν χρέη, κινδυνεύουν από κάποιον μανιακό ή είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Με μερικές χιλιάδες δολάρια, οι άνθρωποι έχουν μπροστά τους μια νέα ζωή, με ένα όμως τίμημα: αφήνουν πίσω τους τις περιουσίες τους και όσους αγαπούν.
Σύμφωνα με άτομα που ασχολούνται με την ιαπωνική κουλτούρα, το φαινόμενο συνδέεται με την τάση των Ιαπωνέζων να απομονώνονται και να νιώθουν ντροπή για τις αποτυχίες τους. Συχνά, αυτό τους οδηγεί στο να αγνοούν τα προβλήματά τους και να παριστάνουν ότι δεν υπάρχουν, αντί να τα αντικρίζουν κατάματα και να τα αντιμετωπίζουν.
Στην ιαπωνική κουλτούρα άλλωστε, η αυτοκτονία θεωρείται ο πιο αξιοπρεπής τρόπος για να σβήσει κανείς την ντροπή που έχει προκαλέσει στην οικογένειά του. Η έννοια της «ντροπής» έχει μεγάλη σημασία για τους Ιάπωνες, οι οποίοι για να «ξεπλυθούν» από αυτή, φτάνουν σε ακρότητες και αυτή η πράξη πλέον συνδέεται άμεσα και με το «johatsu».
Το φαινόμενο επιβεβαίωσε και η έρευνα που έκανε ένα ζευγάρι Γάλλων δημοσιογράφων – η Léna Mauger και ο Stéphane Remael – και κατέγραψε στο βιβλίο με τίτλο «The Vanished: The ‘Evaporated People’ of Japan in Stories and Photographs», που δημοσιεύθηκε και κυκλοφόρησε πρόσφατα στις ΗΠΑ. Το βιβλίο περιλαμβάνει μια συλλογή από ιστορίες ανθρώπων που εγκατέλειψαν τη σύγχρονη κοινωνία, αναζητώντας μια πιο μυστική, λιγότερο πιεστική και στιγματισμένη ζωή. Άνθρωποι που για το κράτος είναι άφαντοι.
Κυρίως το φαινόμενο συζητήθηκε πολύ στα μέσα του 2017, όταν υπήρξε έξαρση στις οικειοθελείς εξαφανίσεις ανθρώπων στην Ιαπωνία, που έφτασαν εκείνη την εποχή τις 100.000, αριθμός που και τα επόμενα χρόνια έφερε παρόμοια νούμερα στη χώρα.
Το νομικό σύστημα της Ιαπωνίας ευνοεί αυτές τις εξαφανίσεις μιας και αν ένας πολίτης δεν έχει παρανομήσει τότε «φακελώνεται» από το Κράτος μόνο κατ’ επιλογή. Kαμία επίσημη υπηρεσία δεν έχει τα στοιχεία του αν εκείνος δεν το θελήσει. Αυτό σημαίνει πως αν κάποιος επιλέξει να εξαφανιστεί δεν μπορεί να βρεθεί αν ο ίδιος δεν το επιλέξει!
Κάθε χώρα έχει τους δραπέτες και τα αγνοούμενα πρόσωπα, αλλά οι νόμοι περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής της Ιαπωνίας καθιστούν σχεδόν αδύνατο τον εντοπισμό του johatsu. Για παράδειγμα, αν ένα άτομο δεν καταχωρίσει τη διεύθυνσή του στο δημαρχείο, ακόμη και η κυβέρνηση δεν ξέρει πού βρίσκονται, λέει ο Goro Koyama, ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ στην Ιαπωνία.
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, είναι σχεδόν αδύνατο να έχει κανείς πρόσβαση στα δημόσια αρχεία στην Ιαπωνία. Τα προσωπικά δεδομένα είναι προσπελάσιμα από την αστυνομία και μόνο σε ποινικές υποθέσεις. Οι περισσότεροι johatsu είναι αστικές υποθέσεις, που σημαίνει ότι τα μέλη της οικογένειας που ελπίζουν να εντοπίσουν έναν συγγενή, ας πούμε, εντοπίζοντας τις συναλλαγές με χρεωστικές κάρτες τους, δεν έχουν τύχη.
Μάλιστα, οι «εξαφανισμένοι άνθρωποι» της Ιαπωνίας, συνηθίζουν να οργανώνονται πριν την εξαφάνισή τους. Σύμφωνα με τους Financial Times, η Miho Saita, είναι ιδιοκτήτρια μιας yonige-ya, δηλαδή μιας εταιρείας νυχτερινών μετακομίσεων. Η Saita αποκαλύπτει πως ίδρυσε την επιχείρηση αφού δραπέτευσε από έναν βίαιο γάμο. Τότε, δεν της είχε προσφερθεί καμία βοήθεια από την οικογένεια ή την αστυνομία, και έτσι αποφάσισε να βοηθήσει άλλους που βρίσκονταν σε παρόμοια θέση. Τώρα, η Saita βοηθά, επί αμοιβής, τους ανθρώπους, να βρουν νέα σπίτια και δουλειές, οργανώνει την απομάκρυνση των πραγμάτων τους και τους βοηθά στη δημιουργία μιας νέας ταυτότητας.
Ουσιαστικά, οι εξαφανισμένοι πηγαίνουν σε μια άλλη κοινωνία της Ιαπωνίας, η οποία είναι και η ίδια εξαφανισμένη από τον χάρτη. Μια από τις χαμένες πόλεις που υποδέχονται τους jouhatsu είναι και η πόλη Σάνια. Σύμφωνα με το nypost.com, η συγκεκριμένη πόλη δεν υπάρχει καν στον χάρτη, ωστόσο, πρόκειται για μια φτωχογειτονιά μέσα στο Τόκιο, της οποίας το όνομα έχει σβηστεί από τις αρχές. Η ιαπωνική μαφία Γιακούζα διοικεί όλες τις εργασίες. Οι εξαφανισμένοι ζουν σε μικροσκοπικά, άθλια δωμάτια ξενοδοχείων, συχνά χωρίς διαδίκτυο ή ιδιωτικές τουαλέτες. Η ομιλία στα περισσότερα ξενοδοχεία απαγορεύεται μετά τις 6 το απόγευμα.
Η Léna Mauger, μιλώντας στη New York Post, τόνισε για το θέμα: «Το johatsu είναι ταμπού, είναι κάτι για το οποίο δεν μπορεί εύκολα να μιλήσει κάποιος, αλλά οι άνθρωποι μπορούν να εξαφανιστούν επειδή υπάρχει και μπορούν να βρουν μια άλλη κοινωνία κάτω από την κοινωνία της Ιαπωνίας. Όταν οι άνθρωποι εξαφανίζονται, ξέρουν ότι μπορούν να βρουν έναν τρόπο να επιβιώσουν. Εξαφανίζονται σε ένα “διοικητικό κενό”». Στο βιβλίο της υπάρχει η φωτογραφία ενός από αυτούς, του Μίκιο. «Τώρα, δεν φοβάμαι τίποτα», τονίζει.
Οι περιπτώσεις Johatsu εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ενισχυμένες από μια ταινία του 1967 με τίτλο «A Man Vanishes» από τον σκηνοθέτη Shohei Imamura. Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ, στο οποίο ο σκηνοθέτης επιλέγει μία από τις εκατοντάδες αναφορές αγνοουμένων που κατατίθενται κάθε εβδομάδα και προσπαθεί να εντοπίσει ένα πραγματικό johatsu. Ήταν ένας μέσος Ιάπωνας μισθωτός που είχε εξαφανιστεί με τη βοήθεια της αρραβωνιαστικιάς του και ήταν αληθινή ιστορία.
Στη δεκαετία του 1970, εμφανίστηκαν πολλές περιπτώσεις κυρίως νεαρών αγροτών που υφίσταντο μεγάλη εκμετάλλευση και πολύ σκληρές συνθήκες εργασίας, οι οποίοι «εξαφανίστηκαν» σε μεγάλες πόλεις, λέει ο Hikaru Yamagishi, πολιτικός επιστήμονας στο Yale.
Η προσωπική ιστορία του «εξατμισμένου» Νοριχίρο
Ο Νοριχίρο εξαφανίστηκε από την οικογένειά του πριν πολλά χρόνια. Είχε απατήσει τη γυναίκα του, αλλά η πραγματική του ντροπή ήταν ότι έχασε τη δουλειά του ως μηχανικός. Ο Νοριχίρο, καθώς ένιωθε πολύ ντροπιασμένος για να το πει στην οικογένειά του, συνέχισε την καθημερινή του ρουτίνα και μετά την απόλυσή του. Σηκωνόταν νωρίς κάθε εργάσιμη ημέρα, έβαζε το κοστούμι και τη γραβάτα του, έπαιρνε τον χαρτοφύλακά του και αποχαιρετούσε τη γυναίκα του. Στη συνέχεια πήγαινε στο κτίριο του πρώην γραφείου του και περνούσε όλη την εργάσιμη ημέρα καθισμένος στο αυτοκίνητό του – χωρίς να τρώει, χωρίς να τηλεφωνεί σε κανέναν.
«Το έκανα για μια βδομάδα, δεν μπορούσα να το κάνω άλλο», λέει ο ίδιος. «Μετά από 19 ώρες εξακολουθούσα να περιμένω, επειδή συνήθιζα να βγαίνω για ποτό με τα αφεντικά και τους συναδέλφους μου. Ένιωθα ενοχές. Δεν είχα πια μισθό για να τους δώσω».
Την ημέρα που θα πληρωνόταν, ο Norihiro πήρε το τρένο προς τη Σάνια. Δεν άφησε κανένα μήνυμα, κανένα σημείωμα, ενώ η οικογένειά του θεωρεί πως αυτοκτόνησε, στο διαβόητο δάσος αυτοκτονίας, όπου εκτιμάται ότι 100 άνθρωποι ετησίως βάζουν τέλος στη ζωή τους .
Σήμερα, ζει με ψεύτικο όνομα, σε ένα δωμάτιο, χωρίς παράθυρα, που ασφαλίζεται με λουκέτο. Πίνει και καπνίζει πάρα πολύ, και έχει αποφασίσει να ζήσει τις υπόλοιπες μέρες της ζωής του ασκώντας αυτή την πιο σκληρή μορφή μετάνοιας.
Οι Johatsu της Ιαπωνίας και οι «νυχτερινοί μεταφορείς» τους, στην οθόνη του 26ου ΦΝΘ
Ο Αράτα Μόρι και ο Αντρέας Χάρτμαν, οι δύο σκηνοθέτες του ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε για το φαινόμενο, μπαίνουν στα βαθιά ενός παράλληλου -ενίοτε υπόγειου- κόσμου, με προσωπικές αφηγήσεις των πρωταγωνιστών. Αφηγήσεις που, όπως εξηγούν, ήταν αποτέλεσμα μιας δουλειάς που κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια αφού η πανδημία του κορονοϊού έφερε νέα δεδομένα σε ταξίδια κι επαφές. «Ήταν αρκετά δύσκολο να τους κάνουμε να ανοιχτούν. Μας πήρε πολύ χρόνο. Η πανδημία της covid μας βοήθησε, όμως, καθώς όταν επιστρέψαμε στην Ιαπωνία 2,5 χρόνια μετά, οι πρωταγωνιστές των ιστοριών μας εξεπλάγησαν και ταυτόχρονα χάρηκαν» εξηγούν οι Χάρτμαν και Μόρι. Μάλιστα, ενώ αρχικά πολλοί από τους ανθρώπους αυτούς δίσταζαν να δείξουν το πρόσωπό τους στην κάμερα, χάρη στη σχέση εμπιστοσύνης που αναπτύχθηκε με τους δύο σκηνοθέτες, αυτό άλλαξε στην πορεία.
Το ντοκιμαντέρ δεν προβλήθηκε στην Ιαπωνία καθώς, όπως εξηγούν οι δημιουργοί του, υπάρχει σχετική ειδική συμφωνία με όσους εμφανίζονται σε αυτό. «Φυσικά γνωρίζουν πως παραμένει ο κίνδυνος να αποκαλυφθεί εν τέλει η ταυτότητά τους αλλά αποφάσισαν να συμμετάσχουν καθώς και γι’ αυτούς ήταν μια ευκαιρία να μοιραστούν ιστορία τους, να μιλήσουν γι’ αυτήν» λένε.
Το «Johatsu – Into Thin Air» συμμετείχε στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του πρόσφατου 26ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, τον περασμένο Μάρτιο, γνωρίζοντας σε ένα μεγαλύτερο κοινό τους ανθρώπους που «εξαϋλώνονται».