«Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» του Παζολίνι: Ίσως η πιο κατανυκτική και ειλικρινά θρησκευτική ταινία
Ο Πάνος Αχτσιόγλου καταθέτει την κριτική του.
Ο Πάνος Αχτσιόγλου καταθέτει την κριτική του.
Il vangelo secondo Matteo (1964)
Σκηνοθεσία: Pier Paolo Pasolini
Ηθοποιοί: Enrique Irazoqui, Margherita Caruso, Suzanna Pasolini
‘‘Έβαλα σ’ αυτήν την ταινία, το έργο μου και τη ζωή μου. Έπρεπε να διηγηθώ μια ιστορία στην οποία δεν πίστευα. Έπρεπε να βυθιστώ στην ψύχη ενός που πιστεύει…’’ – Πιέρ Πάολο Παζολίνι
Είναι πολλά αυτά που μπορούν να ειπωθούν για την κινηματογραφική και όχι μόνο ιδιοφυία, που ακούει στο όνομα Pier Paolo Pasolini. Για τον οραματισμό, την οργισμένη του ματιά, τον λόγο του περιθωρίου, την διάθεση να προκαλέσει, τη βαθιά θλίψη και την υπαρξιακή ανησυχία. Την κοινωνική και συναισθηματική αναζήτηση της ουτοπίας του. Το οξύμωρο της ζωής και του θανάτου του. Στοιχεία που τόσο περίτεχνα, λιτά και απόλυτα, αποτυπώνονται σε μια από τις καλύτερές του ταινίες, στην κατά την προσωπική μου γνώμη, ‘‘θρησκευτικότερη’’ ταινία που γυρίστηκε ποτέ.
Ο Ιταλός σκηνοθέτης, αλλά και μεγάλος θεωρητικός του κινηματογράφου, παραδίδει στο κοινό μια ταινία στην οποία ‘‘αναμιγνύονται ο κινηματογράφος της ποίησης και της πρόζας, του πολιτικού και του καλλιτεχνικού λόγου’’, μια ταινία που χαρακτηρίστηκε από τους απανταχού κριτικούς ως αριστούργημα, που κέρδισε το ειδικό βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών, που συνθέτει με απόλυτο ρεαλισμό την πιο ευλαβική κινηματογραφική απόδοση της ζωής του Χριστού. Ο Pasolini, μένοντας απόλυτα πιστός στο πιο λιτό, προσιτό και σχεδόν καθόλου μεταφυσικό από τα Ευαγγέλια, χρησιμοποιώντας στην ουσία μόνο το μισό κείμενο, δημιουργεί μια εξαιρετική, ποιητική ταινία, γεμάτη από ‘‘νοσταλγία πίστης’’ όπως χαρακτηριστικά δήλωνε. Δεν προσθέτει ούτε μια δικιά του λέξη στους διαλόγους (ο ίδιος άλλωστε υπογράφει και το σενάριο), εντούτοις καταφέρνει να εστιάσει ακριβώς εκεί που θέλει, στην επαναστατικότητα του ευαγγελικού λόγου. Ο Χριστός του είναι απλός, στον αντίποδα των Χολυγουντιανών υπερπαραγωγών. Η θεϊκή του φύση, μέσω θαυμάτων ή μεταμορφώσεων δεν αποδίδεται, εσκεμμένα. Αντίθετα, ο λόγος του είναι βαθύτατα συναισθηματισμένος, αλλά και πύρηνος, με έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά και μηνύματα. Τα πάθη του δεν αποδίδονται μέσω βασανιστηρίων που εκμαιεύουν συγκίνηση, αλλά μέσω της τραγικότητας της διήγησης, του ήχου και της εικόνας. Η ταινία είναι γυρισμένη στον πάμφτωχο ιταλικό νότο, γεμάτη από βουβές εικόνες αδικίας και καταπίεσης. Ο λόγος είναι άμεσος και ελεύθερος, και ο σκηνοθέτης ντύνοντας με εικόνες την κριτική του απέναντι στην κοινωνία, καταγράφει πιστά, χωρίς να κρίνει. Το έργο διέπεται από έναν χαρακτηριστικό σεβασμό, δίχως όμως τον παραμικρό δογματισμό και χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να προσηλυτίσει.
Το καστ αποτελείται κυρίως από ερασιτέχνες ηθοποιούς και συμπληρώθηκε από ένα σύνολο συγγραφέων, διανοουμένων και ακαδημαϊκών του κύκλου του σκηνοθέτη. Τον Χριστό υποδύεται ένας ισπανός φοιτητής που ο Pasolini γνώρισε τυχαία, ενώ στον ρόλο της Παναγίας εμφανίζεται η γερασμένη μητέρα του σκηνοθέτη, που παραδίδει μαθήματα απόγνωσης και θρήνου, γεμίζει την οθόνη με απόλυτη θλίψη, με έναν βουβό αλλά ταυτόχρονα εκκωφαντικό πόνο, χαρακτηριστικό της τραγικότητας του ανθρώπου, της τραγικότητας της ιδέας που ‘‘πάντα, όλα τα διαψεύδει’’. Της ιδέας του θανάτου. Η μουσική της ταινίας είναι επιλεγμένη από τον ίδιο τον Ιταλό δημιουργό και φέρει ξεκάθαρα την καλλιτεχνική του σφραγίδα. Επενδύει ιδανικά τις σκηνές και μαζί με τις ξεκάθαρες αναφορές των εικόνων σε άλλες μορφές τέχνης, όπως η ζωγραφική και η ποίηση, αποτυπώνει την οικουμενικότητα και μετουσιώνει την αναζήτηση της ιδέας του ιερού και του σπαρακτικού που χαρακτηρίζουν, εκτός των άλλων όλο το έργο του. Από τον Bach και τον Mozart, μέχρι τον Luis Bacalov και από τον Prokofiev μέχρι τα spiritual ακούσματα των Missa Luba και τα ρώσικα λαϊκά τραγούδια, όλα εξυπηρετούν την ροή της διήγησης, την μινιμαλιστική ομορφιά, την καθολικότητα του εγχειρήματος.
Το ‘‘Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο’’ είναι μια συγκλονιστική, μια συνταρακτική μεταφορά. Δεν διεκδικεί κανένα βραβείο ιστορικής ορθότητας ως προς τα κουστούμια η τα χτενίσματα, χωρίς αυτό βέβαια να παίζει απολύτως κανέναν ρόλο. Μέσα από έναν ύμνο στην τέχνη, στην ποίηση ειδικότερα, διαφοροποιείται από όλες τις άλλες, αντίστοιχες ταινίες, και καινοτομεί, προσφέροντας τον καθηλωτικό λόγο του ‘‘πρώτου επαναστάτη’’, αλλά και το σπαραγμό, τη θλίψη, την απόγνωση του πόνου που γεννά η πίστη.
Λόγια του ίδιου: ‘‘Έβαλα σ’ αυτήν την ταινία, το έργο μου και τη ζωή μου. Έπρεπε να διηγηθώ μια ιστορία στην οποία δεν πίστευα. Έπρεπε να βυθιστώ στην ψύχη ενός που πιστεύει…’’. Δυστυχώς για τους (φανατικούς) Χριστιανούς, αυτός ο κουμουνιστής ομοφυλόφιλος, έφτιαξε την καλύτερη θρησκευτική ταινία.
5/5 αστέρια