To NOMADLAND βρίσκει τον δρόμο για τα ελληνικά βιβλιοπωλεία
Το βιβλίο που είναι μπεστ σέλερ στις ΗΠΑ έρχεται και στην Ελλάδα.
Έχοντας κατακτήσει 3 Όσκαρ (ανάμεσα τους και αυτό για την ταινία της χρονιάς) το nomadland αποτελεί χωρίς αμφιβολία ένα από τα κινηματογραφικά γεγονότα του 2021 με μακρά και ιδιαίτερη διαδρομή μέσα στην πανδημία κάνοντας την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2020. Η ταινία ωστόσο βασίστηκε στο βιβλίο μιας δημοσιογράφου, της Τζέσικα Μπρούντερ, η οποία για αρκετό καιρό ακολούθησε τα βήματα αυτών των μεταμοντέρνων (οικονομικών – κοινωνικών) νομάδων στο εσωτερικό της Αμερικής. Το βιβλίο που είναι μπεστ σέλερ στις ΗΠΑ έρχεται και στην Ελλάδα καθώς μεταφράστηκε στα ελληνικά και αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κυψέλη στις αρχές του καλοκαιριού. Η Παράλλαξη μίλησε με τον μεταφραστή της ελληνικής έκδοσης, τον κριτικό κινηματογράφου Γιώργο Παπαδημητρίου, για την εμπειρία του ταξιδιού στη χώρα των νομάδων της Τζέσικα Μπρούντερ και για την επαφή της ταινίας της Κλόε Ζάο με το βιβλίο.
Γιώργο Παπαδημητρίου πες μας λίγα λόγια για την Τζέσικα Μπρούντερ. Ποια είναι η συγγραφέας του Nomadland;
Η δημοσιογράφος Τζέσικα Μπρούντερ αρθρογραφεί σε σταθερή βάση για την εφημερίδα The New York Times, συνεργάζεται με πολλά περιοδικά πρώτης γραμμής και διδάσκει στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Κολούμπια. Το Nomadland (που εκδόθηκε το 2017) είναι το δεύτερο βιβλίο της, καρπός μιας εξαντλητικής έρευνας που κράτησε τρία χρόνια. Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, η Μπρούντερ διέσχισε τις ΗΠΑ απ’ άκρη σ’ άκρη, από τη Φλόριντα έως την Καλιφόρνια, από τα νότια σύνορα με το Μεξικό μέχρι τα βόρεια σύνορα με τον Καναδά, μελετώντας εξονυχιστικά το φαινόμενο των σύγχρονων νομάδων.
Πως προέκυψε η μετάφραση και επιμέλεια του Nomadland; Είναι η πρώτη φορά που προσπαθείς κάτι τέτοιο;
Το Nomadland είναι το δεύτερο βιβλίο που μεταφράζω, είχε προηγηθεί (σε συν-μετάφραση με την Αννίτα Χατζίκου) το βιβλίο Σαν τον Ζαπάτα και τον Τσε; Οι Zapatistas και οι Βολιβιανοί Cocaleros, το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ακυβέρνητες Πολιτείες». Η όλη ιστορία με το Nomadland προέκυψε όσο πιο αυθόρμητα γίνεται. Καθώς έγραφα κριτική για την ταινία, μου ήρθε η ιδέα να προτείνω στον φίλο (και συγγραφέα) Νίκο Βεργέτη, που είναι ο επικεφαλής των εκδόσεων «Κυψέλη», να μεταφράσουμε το βιβλίο. Τον πήρα τηλέφωνο το επόμενο πρωί, εκείνος ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό και κίνησε τη διαδικασία για να εξασφαλίσει τα δικαιώματα. Με το που ήρθε το πολυπόθητο «ναι», ξεκίνησα μανιωδώς να μεταφράζω, διότι σκοπός μας ήταν να βγει το βιβλίο το συντομότερο δυνατόν.
Οι πρωταγωνιστές του Nomadland είναι άνθρωποι ηλικίας 55-75 ετών, που αποφασίζουν να ζήσουν στη φύση, μακριά από τις υπερβολές του καπιταλισμού και χωρίς να δίνουν σημασία στα υλικά αγαθά, ενώ ένα δίκτυο επικοινωνίας που φτιάχνουν μεταξύ τους αναδεικνύει την στήριξη και την αλληλεγγύη που υπάρχει σε αυτές τις κοινότητες. Γιατί όμως αυτοί οι άνθρωποι βρέθηκαν στο δρόμο; Τι τους κινητοποίησε κατά αυτόν τον τρόπο;
Οι ήρωες που γνωρίζουμε μέσα από το οδοιπορικό της Μπρούντερ βρέθηκαν στον δρόμο από ανάγκη, έχοντας χάσει το σπίτι τους (πάρα πολλοί εξ αυτών είδαν τα σπίτια τους να κατάσχονται από τις τράπεζες την επομένη της στεγαστικής κρίσης του 2008) ή έχοντας εγκλωβιστεί σε μια καθημερινότητα που δεν τους επέτρεπε να περάσουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους σε συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης. Σταδιακά, οι περισσότεροι από αυτούς αγκάλιασαν ένα νέο τρόπο ζωής, μετατρέποντας (έστω εν μέρει) την έλλειψη εναλλακτικής σε συνειδητή επιλογή. Πράγματι, υπάρχουν πολλά στιγμιότυπα στο βιβλίο, όπου η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα που επιδεικνύουν αυτοί οι άνθρωποι είναι αληθινά συγκινητική. Ακόμη πιο ενδιαφέρον, πάντως (πέρα από τις ιστορίες αυτών των ανθρώπων, πολλές από τις οποίες ηχούν εξωφρενικές στα δικά μας αυτιά), είναι το πώς η νομαδική κοινότητα των ΗΠΑ χωρίζεται κι αυτή με τη σειρά της σε αμέτρητες επιμέρους «φυλές».
Υπάρχει κάποια άμεση ή έμμεση πολιτική – κοινωνική ανάγνωση στην ιστορία της Μπρούντερ;
Ναι, σαφέστατα, ευτυχώς όμως η Μπρούντερ δεν καταφεύγει σε κάποιον μονοκόμματο διδακτισμό. Ορισμένες από τις πολιτικές αιχμές που διατρέχουν το βιβλίο είναι η αποσάθρωση του Αμερικανικού Ονείρου, η ψευδαίσθηση ασφάλειας που χαρακτήριζε τη μεσοαστική τάξη των ΗΠΑ, η οποία κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος το 2008, η έλλειψη θεσμικής μέριμνας για την εξασφάλιση των ηλικιωμένων, ο ολοένα και πιο επισφαλής και θολός χαρακτήρας που αποκτά η έννοια της εργασίας, το συλλογικό τραύμα από παλαιότερες συμφορές (βλέπε Κραχ του ’29), οι οποίες ταλανίζουν μια χώρα όπου η αποτυχία αντιμετωπίζεται ως αμαρτία και σφάλμα. Ταυτόχρονα, υπάρχουν ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες νύξεις για τις βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες που κυριαρχούν στον αμερικανικό ψυχισμό, όπως η σχεδόν μεταφυσική εμμονή με την παραγωγικότητα, η υποδόρια αίσθηση του αναλώσιμου που διαβρώνει την κοινωνική συνοχή, η γοητευτική κληρονομιά του ανοιχτού δρόμου, η ασύλληπτα ετερόκλητη φύση της αμερικανικής ανθρωπογεωγραφίας, ο αταβισμός της περιπέτειας και της εξερεύνησης που θαρρείς κυλά στις φλέβες της αμερικανικής ψυχής.
Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, αλλά υποθέτω πως η Ζάο σε γενικές γραμμές σεβάστηκε την ουσία του περιεχομένου του. Ένα από τα στοιχεία που μου έκαναν εντύπωση είναι η βαθιά εκτίμηση, η ειλικρίνεια, η αλληλεγγύη και η φιλία που υπάρχει κυρίως μεταξύ των γυναικών του Nomadland. Μια φεμινιστική πτυχή της ιστορίας.
Ναι, υπάρχει αυτή η αίσθηση και στο βιβλίο, αν και στην ταινία είναι μάλλον πιο εμφανής: ένας αδιόρατος ψυχικός δεσμός που ενώνει αυτές τις γυναίκες, οι οποίες έχουν αποτολμήσει να μετακομίσουν στον ανοιχτό δρόμο και να ξεγράψουν οριστικά κάθε πατροπαράδοτη εικόνα ευτυχίας. Ορισμένες φορές, καθώς διάβαζα το βιβλίο, έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται «μα καλά, δεν φοβούνται ολομόναχες εκεί έξω και μάλιστα σε αυτή την ηλικία;». Από την αρχή έως το τέλος του βιβλίου, δεν νιώθουμε ποτέ ότι η Μπρούντερ αρκείται στον ρόλο ενός στυγνού και αμέτοχου παρατηρητή. Ίσα ίσα, συναισθανόμαστε την ειλικρινή επαφή που χτίζει με όλους τους χαρακτήρες που γνωρίζει σε βάθος και προπαντός με τη Λίντα Μέι, η οποία εμφανίζεται και στην ταινία.
Στο Νomadland εντύπωση προκαλεί πως η συγγραφέας περιγράφει μια νέα τάξη πραγμάτων σε ότι αφορά τα εργασιακά. Από τη μια, παλιά εργοστάσια που στήριξαν εργατουπόλεις γίνονται φαντάσματα. Από την άλλη, νέες επιχειρήσεις όπως η Amazon στηρίζουν την περιστασιακή και ευέλικτη απασχόληση ανάλογα με τις τρέχουσες ανάγκες και την κερδοφορία τους.
Δύο ολόκληρα κεφάλαια (μάλιστα το ένα πίσω από το άλλο, σαν ένα μοντάζ αντιθέσεων) επικεντρώνονται σε αυτό ακριβώς που ανέφερες: αυτή τη δυσοίωνη αλλαγή σκυτάλης, το πέρασμα σε μια νέα και αφιλόξενη εποχή. Η πόλη του Εμπάιρ (από την οποία ξεκινά και η περιπλάνηση στην ταινία), είναι αληθινό παράδειγμα μιας κοινότητας που φύτρωσε από το πουθενά για να στεγάσει τους εργαζόμενους μιας συγκεκριμένης βιομηχανικής μονάδας και εξαφανίστηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, λες και δεν υπήρξε ποτέ. Μάλιστα, έχασε μέχρι και τον ταχυδρομικό της κωδικό, στοιχείο βαθιά συμβολικό, καθώς είναι σαν να στερήθηκε ένας τόπος (και μαζί με αυτόν, και οι άνθρωποι που τον μετατρέπουν σε ζωντανή ιστορία) το δακτυλικό του αποτύπωμα. Από αυτή τη συνθήκη της ευμάρειας, όπου ολόκληρες κοινότητες ανθρώπων σχηματίζονταν με μοναδικό κοινό υπόβαθρο την εργασιακή ασφάλεια, φτάνουμε στο σημείο κολοσσοί όπως η Amazon να προσλαμβάνουν κατά κύματα περιπλανώμενους ηλικιωμένους (ηλικίας, πολλές φορές, ακόμη και άνω των 75 ετών) για να καλύψουν τις αστρονομικές ανάγκες ζήτησης στις περιόδους της αχαλίνωτης καταναλωτικής αιχμής. Η αντιπαραβολή ανάμεσα στον κυριολεκτικό αφανισμό του Εμπάιρ και στην κατάσταση αλλοφροσύνης που επικρατεί στις αποθήκες της Amazon τις τελευταίες βδομάδες πριν τα Χριστούγεννα γίνεται ο καθρέφτης της μετάβασης από έναν παλαιό κόσμο κεκτημένων και σιγουριάς σε έναν καινούργιο κόσμο επαναπροσδιορισμού και απορρύθμισης.
Περιγράφοντας τις συνθήκες εργασίας στην Amazon, η Μπρούντερ αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα με την εταιρία;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν το γνωρίζω αυτό, αν και μπορώ με βεβαιότητα να σου πω η Μπρούντερ ζωγραφίζει με μελανά χρώματα την Amazon, αλλά και πάλι δίχως να καταφεύγει σε πομπώδεις χαρακτηρισμούς, προτιμώντας μια πιο έμμεση και ειρωνική οδό. Διαβάζοντας άρθρα δεξιά και αριστερά, πήρε το μάτι μου κάποιες επικεφαλίδες που έκαναν λόγο για «έντονη ενόχληση» της Amazon, δεν νομίζω όμως να υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό. Γενικότερα, ζούμε σε μια εποχή που ούτως ή άλλως αφομοιώνει και αποχαρακτηρίζει τα πάντα, δημιουργώντας μια ιδανική συνθήκη που στρογγυλεύει όλες τις αντιφάσεις, ακόμη και αυτές που φαντάζουν αγεφύρωτες.
Διαβάζοντας και μεταφράζοντας το βιβλίο, πώς σου φάνηκε η προσέγγιση της Κλόε Ζάο;
Αρχικά, να αναφέρω ότι η ηρωίδα που υποδύεται η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ (η Φερν στην ταινία) είναι επινοημένη, λειτουργώντας ως άτυπο alter ego της Μπρούντερ. Υπό μία έννοια, είναι η αόρατη κινητήρια δύναμη ενός ταξιδιού που δεν τελειώνει ποτέ. Αυτό από μόνο του συνιστά μια εξαιρετική έμπνευση. Από εκεί και έπειτα, η ταινία τα καταφέρνει περίφημα στο να μεταδώσει την περιπλάνηση, το δέος του ανοιχτού δρόμου, την υπόνοια ότι ίσως και να κρύβεται κάτι συναρπαστικό ή δραματικό εκεί που τρεμοπαίζει ο ορίζοντας.
Αποτελεί ίσως έκπληξη ότι μια ιστορία όπως αυτή που περιγράφει το Nomadland με ανθρώπους που κατά βάση αποτελούν περισσότερο γήινους αντι-ήρωες παρά αστραφτερά πρόσωπα που αγαπάει ένας θεατής έγινε ταινία. Ποιο/α πιστεύεις ήταν το στοιχείο/στοιχεία που οδήγησαν το βιβλίο στο να γίνει ταινία; Παίζει ρόλο και το timing, ο χρόνος και οι εμπειρίες της εποχής μας;
Το βιβλίο πληρούσε εξαρχής τις προϋποθέσεις για να γίνει ταινία, από τη στιγμή που διατρέχει τη ραχοκοκαλιά αυτού που ονομάζουμε «Americana». Για να το θέσω αλλιώς, είναι 100% road movie material, το οποίο προσφέρεται για ένα αλληγορικό ταξίδι στις φιλοσοφικές και μυθολογικές απαρχές μιας χώρας που μοιάζει με απέραντη χοάνη, ικανή να φιλοξενήσει τις πιο θαυμαστές και γοητευτικές αντιθέσεις. Φυσικά, δίνει την ευκαιρία και για μια κριτική στα κακώς κείμενα που θα είναι αρκετά εμφανής ώστε να θεωρηθεί γενναία και σαγηνευτική, αλλά και αρκετά αόριστη ώστε να μην γίνεται απωθητικά στρατευμένη.
Πιστεύεις πως τα Όσκαρ του Nomadland είναι θέμα κάποιας συγκυρίας;
Τα Όσκαρ είναι ούτως ή άλλως θέμα συγκυρίας, πόσο μάλλον τα φετινά Όσκαρ που συνοδεύτηκαν από αμέτρητες ιδιαιτερότητες. Εξυπακούεται, φυσικά, ότι πριν 10 ή 15 χρόνια, μια ταινία σαν το Nomadland δεν θα έπαιρνε ποτέ το Όσκαρ. Προσωπικά μιλώντας, πάντως, δεν εξιδανικεύω καμία τέτοιου είδους τάση. Για παράδειγμα, στα περσινά Όσκαρ προτιμούσα με τα χίλια να το σηκώσει το 1917 παρά το Parasite, η βράβευση του οποίου δεν ήταν κάποια επαναστατική έκπληξη μεγατόνων, αλλά μάλλον η φυσική απόρροια μιας νέας πεπατημένης.
Γιώργο Παπαδημητρίου σε ευχαριστούμε πολύ για την ξενάγηση στη χώρα του Nomadland.
Και εγώ σας ευχαριστώ για την φιλοξενία.