Τοξικές φιλίες στο σχολείο: Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς και ποιος ο ρόλος των social media
Τι γίνεται όταν ένας φίλος εκπέμπει ανασφάλεια και σύγχυση, κάνοντας το άλλο παιδί να αισθάνεται μειονεκτικά δίπλα σε ένα συνομήλικό του
Λένε πως οι φίλοι είναι η οικογένεια που επιλέγουμε. Ήδη από τα παιδικά μας χρόνια, καθόμαστε μαζί τους στο ίδιο θρανίο, περπατάμε παρέα κάθε πρωί για το σχολείο, παίζουμε τα ίδια παιχνίδια, μοιραζόμαστε σκέψεις και μυστικά.
Η φιλία στέκεται στυλοβάτης στο προσωπικό καταφύγιο του καθενός και σαν φυσικός μηχανισμός δεν αφήνει κανένα σεισμό να τον καταρρεύσει. Τι γίνεται όμως, στην περίπτωση που κάποιος φίλος εκπέμπει ανασφάλεια και σύγχυση, κάνοντας το άλλο παιδί να αισθάνεται μειονεκτικά δίπλα σε ένα συνομήλικό του;
«Στις μέρες μας, βλέπουμε ότι η επιθετικότητα και η τοξικότητα στις παιδικές σχέσεις ξεκινάει όλο και από πιο μικρές ηλικίες. Αυτή η τοξικότητα μπορεί να διαφανεί, όταν στις δυναμικές των παιδιών δημιουργούνται σχέσεις εξουσίας· Όταν δηλαδή, σε μία δυάδα ή και σε μία μεγαλύτερη ομάδα παιδιών, υπάρχουν κάποια πρόσωπα που είναι πιο πάνω από τα άλλα, που όχι μόνο έχουν έναν ηγετικό ρόλο -γιατί σε μία ομάδα ανθρώπων είναι φυσιολογικό να υπάρχουν και κάποιοι που είναι πιο ηγετικοί, αλλά γίνεται και ό,τι θέλουν αυτοί: Σχεδόν είναι νόμος η άποψή τους -καθώς δεν ακούγεται η γνώμη όλων και δεν γίνεται σεβαστή- ο τρόπος που θέλουν να παίζουν, τα παιδιά που αντιπαθούν και τα παιδιά που συμπαθούν να πρέπει να είναι κοινά για όλους τους υπόλοιπους. Βέβαια, μπορεί να υπάρχουν φιλίες που το ένα παιδί να είναι λίγο πιο αδύναμο και τρυφερό και το άλλο πιο δυναμικό. Και αυτό πάλι είναι υγιές. Θα λέγαμε ότι το ένα συμπληρώνει το άλλο», εξηγεί η Αναπτυξιακή Ψυχολόγος Msc, Ιατρική ΑΠΘ, Ψυχοθεραπεύτρια Gestalt και Υπ. Διδάκτωρ ΠΑΜΑΚ, Μαρία Σγούρου.
«Μιλάμε για τοξικότητα, όταν το παιδί γαλουχείται με το μήνυμα ότι για να είναι αρεστό και για να ανήκει κάπου, χρειάζεται να κλείνει το στόμα του, να μην λέει τη γνώμη του, γιατί δεν έχει καμία αξία μπροστά στους ισχυρούς, μηνύματα που στην ενήλικη ζωή μπορεί να γίνουν πολύ καταστροφικά», προσθέτει, ενώ στη συνέχεια, αναφέρει:
«Ένα επόμενο σημάδι είναι αυτό της στοχοποίησης. Το να είμαστε δηλαδή, σε μια φιλία, είτε δυάδα είτε παρέα, και να στοχοποιείται ένα άτομο με βάση κάποια χαρακτηριστικά του. Αυτό μπορεί να ξεκινήσει πρώιμα ως πλάκα, με το παιδί να σκέφτεται πως το πειράζουν αλλά το αγαπάνε, και μετά να εδραιωθεί η πλάκα και να γίνει πιο σοβαρό. Νομίζω ότι οποιαδήποτε πλάκα συμβαίνει σε φιλικές παιδικές σχέσεις και σε αυτήν την πλάκα δεν γελάνε όλοι, αλλά μόνο αυτοί που την κάνουν, τότε υπάρχει τοξικότητα. Για αυτό, τα παιδιά θα πρέπει να γαλουχούνται και να μεγαλώνουν με την επίγνωση πως οτιδήποτε τους κλωτσάει στο ένστικτο και τους κάνει να νιώθουν άβολα έστω και λίγο, δεν είναι σωστό και πρέπει να το οριοθετούν. Μία πλάκα που πραγματικά είναι πλάκα, τα παιδιά θα την νιώσουν και θα γελάσουν μαζί της. Οπότε, χρειάζεται επαγρύπνηση για το τι είναι αστείο και τι όχι. Και οι γονείς από την πλευρά τους, θα πρέπει να έχουν το νου τους και να νουθετούν τα παιδιά τους, αλλά και αυτά από μόνα τους θα πρέπει να νιώθουν την ελευθερία και την ευχέρεια, όταν κάτι δεν τους αρέσει στο χιούμορ, να το μπλοκάρουν και να μην το δέχονται».
«Ένα εξίσου σημαντικό σημάδι είναι η υπερανασχόληση με τα social media από πολύ μικρή ηλικία. Όταν η παρέα βυθίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και κυριαρχείται από τους νόμους που τα διέπουν, ειδικά σε ηλικίες δημοτικού, τότε μιλάμε για κάτι που πρέπει να εξυγιανθεί και οφείλουν οι γονείς να δράσουν. Γιατί, πάρα πολύ εύκολα μπορεί αυτό να περάσει στο διαδικτυακό εκφοβισμό, στον εκβιασμό, στη διαρροή βιντεοσκοπημένου περιεχομένου, στο να μπουν τα παιδιά σε μέρη διαδικτυακά που δεν πρέπει να βρίσκονται εκεί. Οπότε, όταν μια παρέα είναι υπερβολικά κολλημένη στις οθόνες, δεν είναι αρκετά παιδική. Τα παιδιά χρειάζεται να είναι έξω ή σε σπίτια μαζεμένα και να κάνουν δραστηριότητες, να μιλούν, να παίζουν, να βλέπουν ταινίες και όχι να είναι ο καθένας πάνω από την οθόνη του.
Τα social media έχουν διαβρώσει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε την πραγματικότητα όλοι και πόσω μάλλον τα παιδιά που είναι και λιγότερο αναπτυγμένα τα φίλτρα τους και η ικανότητά τους να ξεχωρίζουν το πραγματικό από το φτιαχτό, το ψέμα. Τα παιδιά πλέον, συναναστρέφονται μέσω του διαδικτύου, κοινωνικοποιούνται μέσα από αυτό. Τα social media δημιουργούν τις τάσεις, τη γλώσσα των νέων και είναι αναπόφευκτο ένα παιδί να μην εκτεθεί σε αυτά. Μετά μένει και πίσω», επισημαίνει η Μαρία Σγούρου συμπληρώνοντας ότι:
«Η υπερβολή είναι θέμα και αυτό οφείλεται στην αμέλεια των γονιών. Πολλοί γονείς είναι σε μια κατάσταση αμέλειας απέναντι στα παιδιά τους. Όμως οι έντονοι ρυθμοί της καθημερινότητας, η οικονομική δυσπραγία, το άγχος και όλες αυτές οι άπειρες ώρες δουλειάς που χρειάζεται για να μπορούν να ζήσουν τις οικογένειές τους, έχουν ουσιαστικά δημιουργήσει έναν κενό χρόνο μεταξύ αυτών και των παιδιών τους. Σε αυτό το κενό χρόνο, τα παιδιά μένουν ανεπίβλεπτα και το διαδίκτυο γίνεται η νταντά τους, το τρίτο πρόσωπο που τα μεγαλώνει –ιδίως αν δεν υπάρχουν γιαγιάδες και παππούδες. Η υπερέκθεση των ανηλίκων στα social είναι ευθύνη των γονέων να περιοριστεί. Βέβαια, είναι ένα μεγάλο challenge γιατί τα παιδιά είναι πολύ αντιδραστικά και διεκδικητικά».
Τις περισσότερες φορές, τα παιδιά από μόνα τους δεν είναι σε θέση να ανιχνεύσουν τα σημάδια μιας μη υγιούς σχέσης με τους ανθρώπους του περίγυρού τους. Για αυτόν το λόγο, οι γονείς οφείλουν να λειτουργούν ως ένα δεύτερο ζευγάρι μάτια, χωρίς όμως να περιορίζουν τις επιλογές των παιδιών τους.
«Οι γονείς είναι προικισμένοι με το ένστικτο να εντοπίζουν εύκολα ποιες φιλίες των παιδιών τους δεν είναι αρκετά θρεπτικές και ποιες είναι. Ωστόσο, δεν πρέπει να επιβάλλουν στο παιδί να διακόψει μια φιλία, γιατί αυτό θα ήταν πάρα πολύ παραβιαστικό, ακόμη και σε μικρές ηλικίες. Αντίθετα, θα ήταν καλό να έχουν από κοντά όλους τους φίλους του παιδιού τους, και αυτούς που συμπαθούν και αυτούς που δεν συμπαθούν τόσο, σε όποια ηλικία είναι το παιδί.
Στα μικρότερα παιδιά, ο γονέας μπορεί να καλεί τους φίλους του παιδιού του στο σπίτι, να γνωρίζει τους γονείς τους, να τα παρατηρεί στην αλληλεπίδραση, να βλέπει πώς παίζουν, ποιες είναι οι δυναμικές στην παρέα, σε τί θέση είναι το δικό του παιδί και σε τί τα υπόλοιπα. Όσο πιο κοντά είναι, τόσο πιο πολύ θα μπορεί να προστατεύσει το παιδί του και να προλάβει πράγματα εν τη γενέσει του. Χωρίς όμως, να διακόπτει φιλίες από το παιδί. Δεν είναι ο γονέας ο αρμόδιος για να κόψει παιδάκια και φιλίες, ακόμη και αν αυτά είναι έξι χρονών. Θα τα αφήνει να παίζουν, θα τα παρατηρεί και όταν κάτι δεν του αρέσει, θα το λέει στο παιδί με τρόπο ήρεμο και κυρίως στοχεύοντας στην ενδυνάμωση του ίδιου και όχι στο στη διακοπή μιας φιλίας», υπογραμμίζει η ψυχοθεραπεύτρια.
«Μπορεί να ξεκινήσει μια φιλία πιο επιθετικά και συγκρουσιακά και αν ενδυναμωθεί η αδύναμη πλευρά, η φιλία να εξελιχθεί σε πάρα πολύ καλή και γερή στο μέλλον. Οπότε, μπορεί να κόβουμε έναν καλό φίλο από το παιδί μας, χωρίς να το ξέρουμε. Τα παιδιά πρέπει να αφήνονται να κάνουν τις επιλογές τους και να κάνουν και τα λάθη τους, ακόμα και αν είναι μικρά. Πάντα όμως, υπό την εποπτεία των γονιών. Πάρα πολύ σημαντικό είναι οι γονείς να ξέρουν και τους γονείς των άλλων παιδιών που συναναστρέφονται με το δικό τους. Γενικά η γνωριμία, η επαφή και η επικοινωνία είναι ό,τι καλύτερο για να προστατεύσουμε και να προλάβουμε καταστάσεις. Αν πάλι προκύψει κάτι ακραίο φυσικά, οι γονείς μπορούν να συνεννοηθούν και με ευγένεια και πολιτισμό να επέμβουν, όταν τα παιδιά είναι πολύ μικρά για να το λύσουνε από μόνα τους», σημειώνει η ίδια.
«Όσον αφορά τις μεγαλύτερες ηλικίες, είναι απαραίτητο επίσης, οι γονείς να γνωρίζουν ποιοι είναι οι φίλοι του παιδιού τους. Να έχουν ανοιχτό το σπίτι για το έφηβο παιδί τους, ώστε να φέρνει τους φίλους του· Να είναι μια ασφαλής φωλιά και οι γονείς να έχουν μια ωραία εποπτεία με διακριτικότητα και απόσταση. Όσο πιο άνετοι είναι οι ενήλικες, τόσο πιο πολύ θα έχουν το πλεονέκτημα της γνώσης για τις παρέες του παιδιού τους», τονίζει η κ.Σγούρου.
«Βέβαια, σε αυτές τις ηλικίες είναι δυσκολότερο να ξέρω και τους γονείς των άλλων παιδιών, αλλά μπορώ να έχω μια εικόνα και να κάνω μια γνωριμία, ίσως λίγο πιο αποστασιοποιημένη. Πρέπει να αφήνω το παιδί μου να πηγαίνει και σε εκείνα τα σπίτια, αν τα εμπιστεύομαι. Από εκεί και πέρα, σε όποια ηλικία, αν δω κάτι να ξεφεύγει από τα όρια, μιλάω στο παιδί μου, επισκέπτομαι ειδικευμένο ψυχολόγο. Εμείς με τη σειρά μας, με διακριτικότητα και ψυχραιμία, ώστε να μην θυματοποιηθεί το παιδί, στοχεύουμε στην ενδυνάμωσή του. Επίσης, πάρα πολύ σημαντικό είναι οι γονείς να γνωρίζουν αν το δικό τους παιδί είναι ο θύτης. Θα πρέπει να προσέχω μην γίνουν αντίστροφα τα πράγματα, και από εκεί που θα φοβάμαι μήπως το παιδί μου γίνει θύμα, τελικά να έχω εγώ το τοξικό, έντονο και επιθετικό παιδί. Ο γονέας οφείλει να το αναγνωρίσει, να το αποδεχτεί και να βοηθήσει το παιδί του».
Τοξικές όμως, συμπεριφορές μπορεί να εκτυλιχθούν και μακριά από την εποπτεία των γονιών, στο μέρος όπου οι ανήλικοι περνούν το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς τους, το σχολείο. Για την ομαλή συνύπαρξη της μαθητικής κοινότητας στο χώρο, οι εκπαιδευτικοί έχουν χρέος να επιδεικνύουν στους μαθητές το τί εστί επωφελές σε οποιαδήποτε σχέση και τί νοσηρό.
«Ένας εκπαιδευτικός μπορεί εύκολα να εντοπίσει τις τοξικές δυναμικές στην τάξη του, αρκεί να έχει τη διάθεση να το κάνει. Έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα στο εκπαιδευτικό σύστημα και με την πίεση που υφίστανται οι εκπαιδευτικοί, πολλές φορές αμελούν αυτό τους το καθήκον δυστυχώς ή το ασκούν πλημμελώς. Κάνουν το μάθημά τους, χωρίς να αναζητούν όσα πρέπει σε κοινωνικό και συναισθηματικό επίπεδο. Ο εκπαιδευτικός χρειάζεται πάντα να αφιερώνει λίγο χρόνο από το μάθημά του ανά τακτά χρονικά διαστήματα για να θίγει με έμμεσο και γενικό τρόπο πράγματα που συμβαίνουν μέσα στην τάξη, χωρίς να στοχοποιηθούν όμως τα παιδιά. Να διαπαιδαγωγήσει δηλαδή, την τάξη του και για τέτοιου είδους ζητήματα, επενδύοντας περισσότερο στη σχέση με τους μαθητές του και στη σχέση των μαθητών του μεταξύ τους», υποστηρίζει η Μαρία Σγούρου, δίνοντας έμφαση στο ότι «αν υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα σε μία τάξη, που είναι συστηματικό και βαθύ, τότε το σχολείο πρέπει να ζητήσει βοήθεια από τα ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ, επικοινωνώντας άμεσα και με τους γονείς. Χρειάζεται περισσότερη πρόνοια και να σκύψουν οι εκπαιδευτικοί πάνω από το πρόβλημα με παραπάνω προσοχή και αγάπη».
Μικροί και μεγάλοι όμως, κατά κανόνα, εγκλωβίζονται σε τοξικές καταστάσεις και δυσκολεύονται να φύγουν από αυτές, είτε αντιλαμβάνονται, είτε όχι τα προειδοποιητικά σημάδια.
«Δυστυχώς, τα παιδιά έχουν την τάση να θέλουν να γίνουν αποδεκτά εκεί που δεν είναι. Θέλουν αυτό που δεν έχουν. Όταν όμως, βλέπουν ότι κάπου δεν είναι, λειτουργεί μέσα τους ο καταναγκασμός της επανάληψης, που είναι μία ψυχολογική άμυνα και επιθυμούν εκεί πέρα να κολλήσουν και εκεί να γίνουν αποδεκτά. Το βρίσκουν ενδιαφέρον όλο αυτό το παιχνίδι της διεκδίκησης. Αυτό είναι μια φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση στην πρόκληση. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι φτιαγμένος για ανταποκρίνεται θετικά στις προκλήσεις, είναι ένας βιολογικός προγραμματισμός του ανθρώπου για να μπορεί να είναι μάχιμος. Όμως, τώρα ξεκινά και δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που μπορεί να λύσει. Όταν το παιδί βρίσκεται σε μία τοξική κατάσταση, αλλά βλέπουμε ότι επιμένει να θέλει να μείνει σε αυτήν την φιλία, χρειάζεται η παρέμβαση ειδικού. Ένας ψυχολόγος ειδικευμένος σε ζητήματα παιδιού και οικογένειας είναι ο κατάλληλος για να προσεγγίσει ένα παιδί και να το βοηθήσει να μην δομήσει στρεβλά μοτίβα εξ αρχής, γιατί όταν το παιδί πάρει αυτό το μήνυμα θα μάθει ότι αυτοί οι τοξικοί άνθρωποι είναι που πρέπει να τους κατακτώ γιατί μου δίνουν αξία. Αυτό όμως είναι μια συνταγή που οδηγεί στο ψυχικό τραυματισμό».
Ολοκληρώνοντας, η Μαρία Σγούρου καταλήγει: «Το παιδί χρειάζεται να έρθει αντιμέτωπο με τους λόγους που θέλει να είναι σε μια φιλία τέτοιου είδους, να τους αποδομήσει και να τους αντικαταστήσει με υγιείς λόγους, ώστε να είναι σε πιο υγιείς φιλίες. Να καταλάβει δηλαδή, ότι αυτό που με τραβάει σε αυτές τις καταστάσεις δεν είναι το θρεπτικό, ούτε αυτοί οι άνθρωποι, επειδή το παίζουν κάποιοι, είναι οι κυρίαρχοι του κόσμου που εγώ οφείλω να τους κατακτήσω. Πρέπει το παιδί να μάθει ότι η αξιοσύνη, η αίγλη και η προσωπική του αξία είναι κάτι τελείως διαφορετικό από το ύφος ορισμένων παιδιών που παριστάνουν τους παντοδύναμους ηγέτες μέσα σε μια ομάδα».