Τρεις γενιές, μια νοητή γραμμή, ένας θησαυρός σε λέξεις
Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στον Γιώργο Τούλα.
Η Σοφία Νικολαΐδου κυκλοφόρησε αυτό το καλοκαίρι ένα πραγματικά συγκινητικό βιβλίο. Το ‘’Χρυσό βραχιόλι’’ (Εκδόσεις Μεταίχμιο) είναι ένα βιβλίο ντοκουμέντο: αληθινοί άνθρωποι αφηγούνται τις ιστορίες τους και ζωντανεύουν μια χώρα και μια εποχή. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν οι πρώτοι στην οικογένειά τους που πήραν πτυχίο, το «χρυσό βραχιόλι», και άλλαξαν ζωή. Το οικογενειακό απωθημένο που διαμόρφωσε μια ολόκληρη χώρα. Ένα πτυχίο για το παιδί. Η Σοφία Νικολαϊδου παίρνει συνεντεύξεις και μας παρουσιάζει με τα δικά τους λόγια αυτούς που έφυγαν από το χωριό και ήρθαν στην πόλη. Αυτούς που γεννήθηκαν στη φτώχεια από γονείς που ήξεραν λίγα ή ελάχιστα γράμματα. Αυτούς που διάβασαν, πέρασαν στο πανεπιστήμιο, απέκτησαν αξιοσέβαστο επάγγελμα και άνετη ζωή. Αγροτόπαιδα που έγιναν γιατροί, εργατόπαιδα που σπούδασαν δικηγόροι. Κορίτσια που πάλεψαν για το αυτονόητο: μια δουλειά και το δικό τους πορτοφόλι. Ελεύθεροι επιχειρηματίες και δημόσιοι υπάλληλοι, απόφοιτοι του δημόσιου σχολείου ή υπότροφοι των μεγάλων ιδιωτικών. Παιδιά που σπούδασαν στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Η κουβέντα που ακολουθεί φωτίζει τον κόσμο ενός υπέροχου βιβλίου.
Συνέντευξη: Γιώργος Τούλας
Πως προέκυψε αυτό το υλικό; Γιατί στράφηκες σε κάτι που δεν είναι μυθοπλασία;
-Από παιδί τρελαινόμουν να ακούω ανθρώπους να αφηγούνται. Γρήγορα κατάλαβα αυτό που όλοι ξέρουμε αλλά συχνά το ξεχνάμε: κανείς δεν μπορεί να συναγωνιστεί τη ζωή. Εκείνη γράφει τις καλύτερες ιστορίες. Το υλικό του βιβλίου προέκυψε μετά από μακροχρόνια έρευνα. Μάζευα χαρτάκια με σημειώσεις εδώ και τριάντα χρόνια. Τα τελευταία επτά χρόνια όμως εργάστηκα πιο συστηματικά με ταξίδια και συνεντεύξεις ανά την Ελλάδα. Πίσω από τις ιστορίες του βιβλίου, κρύβεται μια προσωπική ιστορία. Μια μέρα που ανακάτευα παλιές φωτογραφίες στο πατρικό, έπεσα πάνω στο απολυτήριο της μαμάς μου. Εκεί, πλάι στον άριστο βαθμό αναγραφόταν το πατρώνυμο. Και δίπλα σ’ αυτό: «επάγγελμα εργάτης». Αυτό ήταν λοιπόν ο παππούς. Το ήξερα, όμως πρώτη φορά το έβλεπα γραμμένο. Δεν ξέρω, κάτι μου έκανε. Και είπα μέσα μου, θα γράψω αυτό το βιβλίο.
Πόσο εύκολα σου ανοίχτηκαν αυτοί οι άνθρωποι; Ποιο είναι το νήμα που τους ενώνει;
–Νομίζω πως όλοι μας, αν δούμε ότι κάποιος μας ακούει προσεκτικά και ξέρουμε ότι θα σεβαστεί την ιστορία μας, ανοίγουμε την καρδιά μας. Όλες οι ιστορίες του βιβλίου είναι αληθινές ιστορίες ανθρώπων που ήταν οι πρώτοι στην οικογένειά τους που σπούδασαν. Τρεις γενιές, η γενιά των γονιών μας, η δική μας γενιά και η γενιά των παιδιών μας αφηγούνται και απεικονίζουν μια χώρα και μια εποχή.
Με ποια λογική χώρισες τις ιστορίες τους σε ενότητες;
-Ακολούθησα θεματικούς κύκλους: «αυτοί που ήθελαν να γίνουν γιατροί», «οι επιχειρηματίες», «τους σπούδασε το κράτος – οι υπότροφοι», «από το χωριό στη μεγάλη πόλη», «στην Ευρώπη και στην Αμερική» και ούτω καθεξής. Σαν ένα παζλ: διαφορετικά κομμάτια και διαφορετικές ιστορίες αντικρίζονται και δίνουν την εικόνα μιας ολόκληρης χώρας και μιας εποχής. Μια σκυταλοδρομία ανάμεσα σε τρεις γενιές.
Για τις γενιές που προηγήθηκαν το όνειρο των σπουδών είναι το όνειρο της εισπήδησης σε μια καλύτερη ζωή από αυτή των προηγουμένων. Η σπίθα που έφεγγε εκεί μακριά. Αυτό το ”εμείς μπορεί να πεινάσουμε, αλλά το παιδί θα σπουδάσει”. Αυτό ήταν το καύσιμο του βιβλίου;
Έτσι ακριβώς! Η δική μας γενιά μεγάλωσε με αυτές τις ιστορίες. Νομίζω πως κάποιος που έχει γεννηθεί στην Αγγλία, για παράδειγμα, δεν μπορεί να καταλάβει τι χορδές δονεί σε έναν Έλληνα η φράση, «εμείς μπορεί να πεινάσουμε, αλλά το παιδί θα σπουδάσει». Και ξέρεις ποιο είναι το πιο συγκινητικό; Μερικοί εικοσάχρονοι φοιτητές μού ανέφεραν την ίδια ακριβώς φράση, που την άκουσαν από τους δικούς τους γονείς. Νομίζω πως η ελληνική οικογένεια, ακόμα και σήμερα, ό,τι και να λέμε, εξακολουθεί να γυρίζει γύρω από αυτό.
Από όλους τους ήρωες σου η δική μου ψυχή έμεινε στη Φωτούλα. Σπουδαία περίπτωση.
-Α, η Φωτούλα… Συναρπαστική ιστορία ζωής. Μέσα από δυσκολίες που σε άλλους θα έκοβαν τα πόδια, κατάφερε και έκανε τελικά το δικό της. Δεν το έβαλε κάτω. Η Φωτούλα είναι από τους ανθρώπους που το καθαρό της βλέμμα στη ζωή φωτίζει σαν φάρος στο σκοτάδι. Σκέψου ότι την ιστορία της δεν τη μαγνητοφώνησα, όπως των υπολοίπων. Άλλωστε έχω ακούσει πάμπολλα επεισόδια μέσα στα χρόνια, είναι παλιά μου φίλη. Ένα κομμάτι της αφήγησης που περιέχεται στο βιβλίο είναι η ιστορία που μας εμπιστεύτηκε ένα βράδυ, με τα φώτα κλειστά, στη Σκύρο. Όλες οι φίλες ξαπλωμένες στα κρεβάτια μας και η Φωτούλα να μας λέει πώς έβγαζε αξημέρωτα τα βουβάλια για βοσκή στο χωριό. Οκτώ χρονών παιδί. Γιατί το βουβάλι θέλει λάσπη (γελάει). Έμεινε αυτή η φράση κι από τότε τη λέμε.
Τι είναι το πτυχίο για τους ήρωες σου;
-Το εισιτήριο για μια καλύτερη ζωή. Εργατόπαιδα που έγιναν γιατροί. Αγροτόπαιδα που σπούδασαν δικηγόροι. Κορίτσια που πάλεψαν για το αυτονόητο: μια δουλειά και το δικό τους πορτοφόλι. Αξιοπρέπεια, αυτό είναι το πτυχίο για τους ήρωές μου. Το κλειδί για να αλλάξουν ζωή.
Πόσο πολύ επεξεργάστηκες τον προφορικό τους λόγο;
–Αν τον επεξεργαζόμουν, θα τον χαλούσα (γέλια). Έκανα όμως αφηγηματικό μοντάζ. Από τις ατελείωτες ώρες της απομαγνητοφώνησης, κράτησα τις στιγμές που αναδεικνύουν τη ζωή και τον αγώνα του καθενός. Τα γέλια και τα κλάματα. Τις περιπέτειες του βίου. Ας πούμε ότι πήρα το ορυκτό υλικό και το καθάρισα από τις σκόνες και τα χώματα, για να λάμψει.
Ο καθένας από μας βρίσκει ένα κομμάτι του εαυτού του εκεί μέσα. Για πόσους χιλιάδες ανθρώπους λειτουργεί ως ένας καθρέφτης ένα τέτοιο υλικό αλήθεια;
-Ποιος από εμάς δεν έχει ακούσει ανάλογες ιστορίες; Ή ποιος δεν έχει μια τέτοια ιστορία να αφηγηθεί; Ποιος από εμάς δεν έχει έναν παππού, έναν θείο, μια φίλη που τα έζησε αυτά; Ακόμα κι εμείς οι ίδιοι. Για εμένα δεν υπάρχει πιο ελληνικό θέμα: το χρυσό βραχιόλι έχτισε μια ολόκληρη χώρα. Ένα μωσαϊκό από φωνές σαν τα μωσαϊκά στα σπίτια που μεγαλώσαμε.
Οι ήρωες σου δεν σταματούν σε μια εποχή που οι σπουδές ήταν το μόνο όνειρο. Φτάνουν στο σήμερα. Είναι πολύ συγκινητική αυτή η νοητή γραμμή.
-Κι εμένα με συγκινεί βαθιά. Οι ιστορίες ορισμένων εικοσάχρονων αφηγητών, οι οποίοι ανήκουν σε νεότερα προσφυγικά σόγια που έφτασαν κακήν κακώς στη χώρα μοιάζουν με τις ιστορίες των προσφύγων παππούδων μας. Ακούς σχεδόν τις ίδιες φράσεις από τους γονείς και βλέπεις τον ίδιο πόθο για κοινωνική καταξίωση μέσα από τις σπουδές και τα γράμματα. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά νομίζω πως πίσω από πολλές ιστορίες ακούγεται ένα μουρμούρισμα που χάνεται σιγά σιγά. Είναι η πίστη των παλιών ότι τα γράμματα σε κάνουν άνθρωπο.
Το χρυσό βραχιόλι σου είναι η παρακαταθήκη σου σε μια ιστορία ελπίδας που δεν έχει καταγραφεί επαρκώς ακόμα, αφού είναι νωπή. Ο καθένας από μας μπορεί βρει εντός του ένα κομμάτι της ζωής του.
-Πόσο χαίρομαι που το λες! Πιστεύω ότι έχει να κάνει με το θέμα και τις εσωτερικές χορδές που δονεί στον καθένα από εμάς. Άλλωστε η Ιστορία (αυτή με το γιώτα κεφαλαίο) γράφεται με τις ιστορίες των ανθρώπων. Ένα βιβλίο σαν κι αυτό δε θησαυρίζει μόνο πολύτιμες μνήμες. Είναι η ιστορία της γενιάς μας και της γενιάς των γονιών μας. Οι ιστορίες της νέας γενιάς, της γενιάς των παιδιών μας, καταγράφονται ακόμα νωπές, έχεις δίκιο. Σαν φωτογραφία της στιγμής.