Τρεις ταινίες που ξεχωρίσαμε στο διαγωνιστικό του 61ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου

Τρεις από τις ταινίες του επίσημου διαγωνιστικού το οποίο παρουσιάζει εξαιρετικές προτάσεις

Γιάννης Γκροσδάνης
τρεις-ταινίες-που-ξεχωρίσαμε-στο-διαγ-682905
Γιάννης Γκροσδάνης

Τρεις από τις ταινίες του επίσημου διαγωνιστικού το οποίο παρουσιάζει εξαιρετικές προτάσεις στις μέχρι στιγμής προβολές του κερδίζοντας την ενθουσιώδη υποδοχή του κοινού με sold out και θερμά σχόλια στα social media.

ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Κωνσταντινούπολη, στο κοντινό μέλλον (που είναι ήδη εδώ). Η πόλη βρίσκεται σε μια δύσκολη κρίση. Πολιτική, οικονομική, κοινωνική. Δίπλα στα φτωχικά σπίτια της εργατικής τάξης χωρίς δρόμους, χωρίς σοβαρές υποδομές, χτίζονται πανύψηλες γέφυρες και υπερσύγχρονες νέες πολυκατοικίες με πανάκριβα και υπερπολυτελή διαμερίσματα για την αστική τάξη. Η αλματώδης οικιστική και κατασκευαστική ανάπτυξη αποτελεί μια οφθαλμαπάτη που ωφελεί μόνο συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων που βρίσκεται κοντά στην κυρίαρχη πολιτική και οικονομική ελίτ. Οι πρόσφυγες από την Συρία γεμίζουν τις φτωχές γειτονιές ψάχνοντας για ένα προσωρινό κατάλυμα, το οποίο τους προσφέρεται με τη μορφή ενός απάνθρωπου και ανήθικου εμπορίου. Η νεολαία κινείται στο περιθώριο, οι γκεϊ κρύβονται, τα κορίτσια τολμάνε να εκφράζονται και να χορεύουν μοντέρνους δυτικούς χορούς στο δημόσιο χώρο αλλά προκαλούν τα βλέμματα και την ενόχληση των πιο συντηρητικών. Ανεργία, φτωχοποίηση, ανέχεια, πολιτικές διώξεις συνθέτουν μια αποπνικτική κατάσταση. Τα σύγχρονα φαντάσματα της Πόλης (και της Τουρκίας) είναι οι άνθρωποι της που σχεδόν ζουν στο περιθώριο.

Η Τουρκάλα σκηνοθέτις στο ντεμπούτο της φτιάχνει μια δυνατή και τολμηρή ταινία για τη σύγχρονη Τουρκία, την Τουρκία του Ερντογάν. Οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες είναι δύο γυναίκες. Η επιλογή είναι εξαιρετική καθώς αποκαλύπτει την ακραία συντηρητικοποίηση αλλά και την πατριαρχική – παραδοσιακή αντίληψη που επικρατεί σε μια χώρα που θέλει να πατάει σε δυο βάρκες, από τη μια στον δυτικό τρόπο ζωής από την άλλη στις αξίες της μουσουλμανικής – ανατολίτικης παράδοσης. Όμως η Οκιαϊ δεν αρκείται στο κοινωνικό δράμα καθώς χτίζει την ταινία της σιγά σιγά δίνοντας σιγά σιγά χώρο και σε ένα θρίλερ (σχετικά με το εμπόριο ναρκωτικών). Η δυναμική κινηματογράφηση της καταγράφει με ρεαλισμό την δράση ενώ η αποσπασματική σύνθεση της αφήγησης με κάποια φλας μπακ συνθέτουν ένα παζλ που βοηθάει στο χτίσιμο μιας αποπνικτικής και σκοτεινής ατμόσφαιρας.

Η Αζρά Ντενίζ Οκιαϊ κινηματογραφεί με δυναμισμό το πορτραίτο μιας χώρας που βυθίζεται σιγά σιγά στο σκοτάδι και οι κάτοικοι της μετατρέπονται σε φαντάσματα.

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ ΑΓΝΩΣΤΟ ΓΙΑ ΠΟΣΟ

Η Μάρτα Βίσι είναι μια πετυχημένη νευροχειρούργος από την Ουγγαρία που ζει και εργάζεται στην Αμερική. Σε ένα ιατρικό συνέδριο γνωρίζει έναν συνάδελφο της, τον Γιάνος, από τη Βουδαπέστη. Είναι κεραυνοβόλος έρωτας, με την πρώτη ματιά. Η Μάρτα τα παρατάει όλα για να συναντηθεί με τον Γιάνος. Όμως ο Γιάνος δεν θυμάται τίποτα.

Είναι ίσως γνωστό ότι ο έρωτας αποτελεί κινητήρια δύναμη. Ακόμη περισσότερο είναι εκπληκτικές οι ικανότητες που διαθέτει το ανθρώπινο μυαλό. Αυτές τις δυνάμεις εκμεταλεύεται η Λίλι Χόρβατ για να χτίσει την πρώτη της ταινία. Μια ταινία που ξεκινάει ως ένα κλασικό μελόδραμα με πολύ ρομαντισμό για να φτάσει στα μονοπάτια ενός μυστηρίου (ίσως θρίλερ). Σε ότι αφορά το μελόδραμα αυτό επιτυγχάνεται δίνοντας μια πιο ρεαλιστική και ώριμη ματιά στην ιστορία της. Σε ότι αφορά το δεύτερο χτίζει με ωραίο τρόπο την ιδανική μυστηριακή ατμόσφαιρα με φόντο τη μουντή Βουδαπέστη. Στηρίζει πολλά στην φωτογραφία που άλλοτε παίζει με το ημίφως ή το σκοτάδι (οι σκηνές στο μισοάδειο διαμέρισμα της Μάρτα με κατεβασμένα τα ρολά ή τις νυχτερινές ώρες που βαραίνει η μοναξιά της είναι εξαιρετικές), και άλλοτε καθαρίζει για τονίσει τα αμιγώς flat – ιατρικά σημεία της ιστορίας. Δημιουργεί ελλειπτικούς διαλόγους που εντείνουν το μυστήριο, κλείνει ελαφρώς το μάτι στο Vertigo του Χίτσκοκ. Το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό. Για όλα αυτά βέβαια στηρίζει πολλά και στην ερμηνεία της πρωταγωνίστριας της, της Νατάσα Στορκ η οποία με το εκπληκτικό βλέμμα της μαγνητίζει την οθόνη. Οι σιωπές της είναι απόλυτα εκφραστικές, δηλώνουν την προσμονή, την ένταση, το πάθος, την αβεβαιότητα και την απογοήτευση της. Η Μάρτα άραγε είχε γνωρίσει τον Γιάνος ή απλά μας έχει παρασύρει σε ένα περίεργο παιχνίδι του μυαλού της; Μια δύσκολη παλέτα που όμως ερμηνευτικά αποδίδεται με επιτυχία με εξαίρεση το μετέωρο φινάλε, ένα παιχνίδι αβεβαιότητας που θα κρατήσει μέχρι τέλους και για τους θεατές.

Η Λίλι Χόρβατ παρουσιάζει ένα απολαυστικό μελόδραμα που κινείται μεταξύ ρομαντισμού και ψυχανάλυσης και δίνει υποσχέσεις για το κινηματογραφικό της μέλλον.

ΣΠΕΡΝΕ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ

Το πρώτο στοιχείο που προσέχεις στην ταινία του Ντανίλο Καπούτο είναι το φυσικό περιβάλλον που έχει επιλέξει ως σκηνικό. Μας μεταφέρει στην Κάτω Ιταλία, στην Απουλία, ένα τοπίο με δεκάδες εσωτερικές αντιθέσεις. Από τη μια τα χωράφια με τις αιωνόβιες ελιές, από την άλλη η θάλασσα (ο κόλπος του Τάραντα), από τη μια η εξοχή από την άλλη το αστικό και βιομηχανικό τοπίο που σαρώνει με ογκώδεις μεταλλικές κατασκευές τον ορίζοντα της περιοχής. Σε αυτό το περιβάλλον τοποθετεί τη νεαρή πρωταγωνίστρια της ταινίας του, τη Νίκα, η οποία γυρίζει εσπευσμένα από τη Ρώμη όπου σπούδαζε γεωπονία (δεν μας αφήνει περιθώρια να καταλάβουμε για ποιον λόγο φεύγει τόσο εσπευσμένα αλλά το υποψιαζόμαστε). Γυρίζει στο πατρικό της στο οποίο τίποτα δεν δείχνει να έχει αλλάξει. Η οικογένεια της ζει μέσα σε υπεκφυγές, μυστικά και ενοχές για όσα συνέβησαν στο παρελθόν. Τα αδιέξοδα και τα διλήμματα – κυρίως για τη νεολαία της περιοχής – παραμένουν απελπιστικά ίδια. Σύντομα η Νίκα θα ανακαλύψει πως οι ελιές στα χωράφια της οικογένειας πάσχουν από μια ασθένεια που νεκρώνει τα δέντρα. Η Νίκα αποφασίζει να σώσει και να θεραπεύσει τα δέντρα, που αποτελούν την σύνδεση της με τον τόπο και την οικογενειακή παράδοση, παρά την απόφαση του πατέρα της να τα ξεριζώσει με σκοπό να εισπράξει την κρατική αποζημίωση που θα τον βοηθήσει να ξεχρεώσει από τον υπερβολικό δανεισμό στον οποίο προχώρησε.

Με διάθεση κοινωνικού ρεαλισμού ο Ντανίλο Καπούτο προσπαθεί να αναδείξει το οικολογικό μήνυμα της ταινίας του (οι δυνάμεις της φύσης που αντιστέκονται στην καταστροφή, η οικονομική κρίση, ο εύκολος προσπορισμός κέρδους με την διαφθορά και παράδοση του φυσικού περιβάλλοντος στις μεγάλες βιομηχανίες). Η ταινία διαθέτει όμορφη κινηματογράφηση (με την υπογραφή του Χρήστου Καραμάνου) και μια ταλαντούχα πρωταγωνίστρια ( Ύλε Βιανέλο). Την ακολουθούμε ως θεατές στην περιπλάνηση της στα λιόδεντρα, ακούμε το θρόϊσμα των φύλλων, την βλέπουμε να ζει με αμηχανία το κοντράστ των αντιθέσεων ανάμεσα στην ύπαιθρο και στο βιομηχανικό τοπίο της περιοχής αλλά και την μυστηριακή διάθεση της. Δεν συμβαίνει βέβαια το ίδιο και με τους υπόλοιπους χαρακτήρες της ταινίας που δείχνουν κάπως μονοδιάστατοι και ελλειπτικοί. Ωστόσο το Σπέρνε τον Άνεμο είναι μια ταινία που μιλάει με τόλμη για όσα την απασχολούν.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα