Βουρβουρού: Ο οικισμός των ονείρων
Η ιστορία του πιο υπέροχου οικισμού θερινών κατοικιών στην Ελλάδας που σχεδιάστηκε πρωτοποριακά στα χρόνια του '60.
Η ιστορία του πιο υπέροχου οικισμού θερινών κατοικιών στην Ελλάδας που σχεδιάστηκε πρωτοποριακά στα χρόνια του ’60
Σεπτέμβρης του 1960. Τρεις καθηγητές του ΑΠΘ, με τους χάρτες του Υπουργείου Γεωργίας στα χέρια, αποβιβάζονται από το καΐκι που μίσθωσαν στον όρμο Παναγιάς, στη Φάβα, μια κοντινή γαλαζοπράσινη ακρογιαλιά γεμάτη ασπρόλιθους λαξεμένους από το κύμα, στην περιοχή της Βουρβουρούς.
Η ματιά τους δεν είναι αυτή του απλού περιηγητή. Εξετάζουν διεξοδικά το δύσβατο του τοπίου με τις απροσπέλαστες πευκόφυτες πλαγιές, την οργιώδη βλάστηση, τα χαντάκια και τα ρέματα, τα έλη γεμάτα βούρλα και σχίνα, που συνυπάρχουν με τις απείρου κάλλους παραλίες. Προσπαθούν να αποφασίσουν, αν αυτός θα είναι ο τόπος, όπου θα επιχειρήσουν να πραγματώσουν την ιδέα που από καιρό επεξεργάζονται, τη δημιουργία ενός παραθεριστικού οικισμού, για να περνούν τα καλοκαίρια με τις οικογένειές τους.
Ο καθηγητής της Νομικής του ΑΠΘ, Δημήτρης Καρανίκας, ο εμπνευστής της δημιουργίας του οικισμού, αλώνιζε για χρόνια τη Χαλκιδική, ψάχνοντας για έναν τόπο όμορφο και αρμονικό, όπου οι διδάσκοντες στο Πανεπιστήμιο θα μπορούσαν να χτίσουν τις καλοκαιρινές τους κατοικίες, να δημιουργήσουν μία κοινότητα, όπου θα μεγάλωναν τα παιδιά τους με ασφάλεια και οι ίδιοι θα περνούσαν παρέα με φίλους και συναδέλφους την ανάπαυλα των καλοκαιρινών διακοπών.
Οικοδομικός Συνεταιρισμός Ανωτέρου Διδακτικού Προσωπικού ΑΠΘ
Η ιδέα διαδίδεται στους χώρους του ΑΠΘ, βρίσκει υποστηρικτές και ένα πρώτος πυρήνας 70 καθηγητών, δημιουργεί τον “Οικοδομικό Συνεταιρισμό Ανωτέρου Διδακτικού Προσωπικού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης”, τον Φεβρουάριο του 1960. Στο διοικητικό συμβούλιο συμμετέχουν οι πρωτεργάτες του εγχειρήματος, ο Δημήτρης Καρανίκας είναι ο πρόεδρος, ο Γιώργος Βαρβογλής αντιπρόεδρος, ο Ευθύμιος Παναγιωτόπουλος, γραμματέας και ο Ιωάννης Δεληγιάννης, ο ταμίας του Συνεταιρισμού.
Η αναζήτηση της κατάλληλης τοποθεσίας, διήρκεσε αρκετό καιρό. Αφού εξετάστηκαν διαφορετικές επιλογές, οι καθηγητές στράφηκαν στη Σιθωνία, η οποία την εποχή εκείνη είναι αρκετά πίσω από την Κασσάνδρα, σε υποδομές και ανάπτυξη.
Προκρίνεται για την κατασκευή του οικισμού η ανατολική Σιθωνία και πιο συγκεκριμένα, η θέση Παληομπάσι στον Άγιο Νικόλαο, κοντά στο νησί Διάπορος, έναντι άλλων περιοχών της Χαλκιδικής που μελετήθηκαν από την επιτροπή των καθηγητών: στην Καλάνδρα, στο πρώτο πόδι, στη Φούρκα, αλλά και στη δυτική Σιθωνία, σε μία ελώδη περιοχή, κοντά στον Μαρμαρά.
Στις αρχές του ΄60, ο δρόμος της Σιθωνίας τελείωνε στο γραφικό λιμανάκι του Όρμου της Παναγιάς. Από εκεί και κάτω η φύση ήταν ανέγγιχτη, ο τόπος άβατος, έκρυβε καλά ένα μυστικό παράδεισο. Εκεί η πανεπιστημιακή ελίτ της Θεσσαλονίκης, αποφάσισε να επενδύσει χρόνο, ιδέες και άοκνη προσπάθεια, ώστε να υλοποιήσει το σχέδιο του οικισμού.
Ο καθηγητής πολεοδομίας, Θάλης Αργυρόπουλος, ένας από τους ιδρυτές του συνεταιρισμού, θυμάται την πρώτη του επίσκεψη στη Βουρβουρού, όταν ο Δημήτρης Καρανίκας του ζήτησε την επιστημονική του άποψη για την περιοχή.
“Φτάσαμε στην παραλία με βάρκα και ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε σε ένα μικρό λόφο, όπου παρεμπιπτόντως στεγάζεται το σπίτι μου σήμερα. Για πρώτη φορά είδα μέσα από τα πεύκα, το περίγραμμα του Αγίου Όρους απέναντι, τη θάλασσα και τους μικρούς κόλπους με τις υπέροχες παραλίες, με τα όμορφα σαν γλυπτά πετρώματα, τα πεύκα, τις κουμαριές και τις μυρτιές, τα κρίνα της θάλασσας. Το έδαφος, με μικρές πτυχές, η φυσική κλίση προς τη θάλασσα και η θέα προς τον Άθω, προσέφερε μια ιδανική τοποθεσία για τα σπίτια.”
Η τοποθεσία αποφασίζεται και στις συνελεύσεις του Οικοδομικού Συνεταιρισμού που ακολουθούν, αποφασίζονται τα επόμενα βήματα. Η αγορά της γης και η νομική κατοχύρωσή της είναι η αρχή.
Η περιοχή ανάμεσα στη Φάβα και την Ξιφάρα, που ενδιαφέρει το Συνεταιρισμό, ανήκει στο μεγαλύτερο μέρος της στο Υπουργείο Γεωργίας, υπάρχουν όμως και κάποιες ιδιοκτησίες ντόπιων, που τις είχαν αποκτήσει από κληρονομική χρησικτησία. Αποφασίζεται να αγοραστεί μία έκταση 700 στρεμμάτων με 1.500 δρχ. το στρέμμα αρχικά και καλύτερη τιμή στη συνέχεια, μετά την επαναδημοπράτηση των εκτάσεων, το 1961.
“Δεν πειράζει, θα το ξεπεράσουν οι κυρίες”
Αυτή την εποχή οργανώνονται και οι πρώτες εκδρομές, για να γνωρίσουν και οι άλλοι καθηγητές και οι οικογένειες τους, την περιοχή που επιλέχθηκε για τις θερινές τους κατοικίες.
Με ναυλωμένο πούλμαν που ξεκινά από τη είσοδο της ΔΕΘ, ταξιδεύουν στους κακοτράχαλους δρόμους της Σιθωνίας και πέντε ώρες μετά φτάνουν στη Βουρβουρού. “Εκείνο που αντικρίσαμε ήταν ένα καταπράσινο ρουμάνι!”, θυμάται από εκείνη την πρώτη εξόρμηση, η κυρία Έθελ Παπαγεωργίου. “Ο καθηγητής Καρανίκας για να μας εντυπωσιάσει, έβαλε τον κύριο Κάργα να καρφώσει σανίδια, ώστε να τελούν χρέη τραπεζιών και πάγκων για καθίσματα, για να σερβιριστεί το κατσικάκι που μοσχοβολούσε καθώς ψήνονταν στη σούβλα…Μετά το φαγητό θελήσαμε να πάμε στη θάλασσα. Τριγύρω μας έπνιγε το πράσινο, δεν μπορούσαμε να βρούμε τη θάλασσα… οι άνθρωποι που δούλευαν εκεί άνοιξαν ένα δρομάκι κόβοντας τα πανύψηλα καλάμια και τα χόρτα, έτσι φάνηκε ένα λιμανάκι. Πρέπει να ήταν της Φάβας. Αρκετοί βούτηξαν στα καταγάλανα νερά της θάλασσας.”
Οι περισσότερες από τις συζύγους των καθηγητών που πήραν μέρος στην εκδρομή, δήλωσαν μετά την πρώτη αυτή εμπειρία, ότι δεν επιθυμούν να παραθερίσουν τόσο μακριά από τη Θεσσαλονίκη και μάλιστα σε ένα τόσο κακοτράχαλο τρόπο.
Όταν πληροφορήθηκε ο καθηγητής Καρανίκας τις αντιρρήσεις από τους συναδέλφους του, είπε με το χαρακτηριστικό του ύφος: “Δεν πειράζει θα το ξεπεράσουν οι κυρίες”.
Επίπονη προσπάθεια 7 χρόνων.
Το έργο της κατασκευής του παραθεριστικού οικισμού σε μία περιοχή όπου δε φθάνει καν ο δρόμος, προχωρά τα επόμενα χρόνια, παρά τις όποιες αρχικές αντιρρήσεις των κυριών της πανεπιστημιακής κοινότητας του ΑΠΘ.
Στον Οικοδομικό Συνεταιρισμό γίνεται κατανομή των αρμοδιοτήτων ανάμεσα στους καθηγητές, οι επίπονες προσπάθειές τους συντονίζονται αποτελεσματικά, αξιοποιείται η επιστημονική γνώση και η ευφυΐα του καθένα.
Ο Ιωάννης Δεληγιάννης αναλαμβάνει τη νομική κατοχύρωση των αγοραπωλησιών και τις διαπραγματεύσεις. Το τοπογραφικό σχέδιο ανατίθεται στον Γιώργο Στεργιάδη και τον Θαλή Αργυρόπουλο, η προμήθεια του νερού στον Νίκο Χωραφά, ενώ ο Ευθύμιος Παναγιωτόπουλος και ο Ιωάννης Δεληγιάννης αναλαμβάνουν να προμηθεύσουν την περιοχή με ρεύμα.
Οι καθηγητές παλεύουν για χρόνια με τη γραφειοκρατία, τις τοπικές αρχές, τις απαιτήσεις των ντόπιων ιδιοκτητών, και τη Μονή Ξενοφώντος που διεκδικεί κομμάτι του δάσους που έχει αγοραστεί από το Συνεταιρισμό. Αντιμετωπίζουν καταπατήσεις και σοβαρά εμπόδια που προκύπτουν από την απαραίτητη κατασκευή των έργων υποδομής.
Σε μία πενταετία γίνεται ο χωροταξικός σχεδιασμός, τα έργα πολεοδομίας, η ανάπτυξη των έργων υποδομής, ολοκληρώνονται οι αγοραπωλησίες και οι διαπραγματεύσεις με τους ντόπιους γαιοκτήμονες. Γίνεται η ανάθεση των έργων οδοποιίας, η κατασκευή ρείθρων, γεφυρών, κρασπέδων και αργότερα πεζοδρομίων. Κατασκευάζεται και η περιφερειακή οδός. Το ρυμοτομικό σχεδίου του οικισμού, εγκρίνεται από την κοινότητα του Αγίου Νικολάου, το Μάιο του 1966. Φτιάχνονται ζώνες πυροπροστασίας, δίνονται οι απαραίτητες κρατικές εγκρίσεις για την ανάπτυξη των παραλιών, κατασκευάζεται το υδραγωγείο και οι δεξαμενές.
Το 1968 γίνεται η σχεδίαση των οικοπέδων, προσλαμβάνεται φύλακας, ο οποίος εγκαθίσταται σε μια μικρή κατοικία στην είσοδο του οικισμού , αρχίζει η διάθεση των οικοπέδων με κλήρωση. Δεν έχουν όλα τα οικόπεδα το ίδιο μέγεθος. Μικρότερα τα προνομιακά που βρίσκονται κοντά στη θάλασσα (2 στρέμματα), μεγαλύτερα τα ορεινά κατά ένα στρέμμα. Κληρώνονται στους 120 ιδιοκτήτες, στη συντριπτική πλειοψηφία τους καθηγητές του ΑΠΘ και ορίζεται χρονικό όριο για το κτίσιμο των κατοικιών. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας δίνονται μόνο αφού έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή του εξοχικού.
Έτσι φτιάχτηκε ο οικισμός
«Tη δεκαετία του ΄60 υπήρχε η μόδα με τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς», θυμάται η Μηνιώ Μουτσοπούλου, σύζυγος του καθηγητή Αρχιτεκτονικής, Νίκου Μουτσόπουλου, ενός εκ των ιδρυτών του οικισμού, ο οποίος αναλαμβάνει αργότερα την κατασκευή, του εκπάγλου ομορφιάς, ναού του Αγίου Θεωνά, στα όρια του οικισμού.
“Ο δικός μας ήταν από τους λίγους συνεταιρισμούς που υλοποιήθηκαν, χάρη στην ευφυΐα, τη γνώση, την πείρα και την επιμονή των ανθρώπων που τον οργάνωσαν και χάρη σε έναν πολύ αυστηρό κανονισμό, που έλεγε ότι αν ήσουν μέλος του συνεταιρισμού, έπρεπε μέσα σε 10 χρόνια να χτίσεις, όχι λυόμενο ή μία πρόχειρη κατασκευή. Έτσι κατάφερε να ολοκληρωθεί ο οικισμός. Οι πρώτοι οικιστές που έχτισαν, δεν είχαν καν ηλεκτρικό, ούτε δρόμος υπήρχε, μετά άνοιξαν έναν παράλληλο δρόμο με τη θάλασσα και μετά έγινε άσφαλτος.»
Αυτά τα πρώτα χρόνια έχουν αποτυπωθεί στις μνήμες, όσων έζησαν στη Βουρβουρού, τα καλοκαίρια της παιδικής τους ηλικίας. «Τα πρώτα χρόνια, ίσως και τα καλύτερα, χωρίς ηλεκτρικό, την περνούσαμε με κεριά, ατενίζοντας τ΄ αστέρια (και τη μαμά να ψάχνει τις δροσερές γωνιές για να διατηρήσει τη … φέτα», θυμούνται η Βιργινία και Αικατερίνη Καρανίκα, κόρες του προέδρου του συνεταιρισμού.
Η οικογένεια του καθηγητή Αρχιτεκτονικής, Νίκου Μουτσόπουλου, φθάνει στον οικισμό το 1972, όταν τα μισά εξοχικά δεν έχουν ακόμα χτιστεί.
Όπως μας λέει η Μηνιώ Μουτσοπούλου, το οικόπεδο τους δεν θεωρούνταν από τα προνομιούχα, σύμφωνα με τη γενική αντίληψη.
«Εγώ όμως το έβλεπα αλλιώς, γιατί ήταν ένα διαμπερές οικόπεδο, έβγαινε στον δρόμο και στο πίσω μέρος είχε ένα μονοπάτι, το οποίο είχε διαμορφωθεί από τον οικισμό με γεφυράκι και σε οδηγούσε σε ένα λιμανάκι, σχεδόν ιδιωτικό. Για μένα η μεγαλύτερη πολυτέλεια ήταν να κατεβαίνω τον Αύγουστο σε μία πολύ ωραία παραλία και να είμαι μόνη μου, 8 το πρωί δεν πήγαινε κανείς.
Ένας φίλος μας, που ήταν εκείνη την εποχή διευθυντής στην ΕΛΕΝΙΤ, μας έδωσε ένα τολ (δεν υπήρχε ακόμα ο φόβος του αμιάντου) γιατί ήθελε να δοκιμάσει κι άλλες χρήσεις του. Ο άντρας μου το εγκατέστησε και στο κάτω μέρος του οικοπέδου. Κάναμε μία τουαλέτα υποτυπώδη, και ήμασταν σαν κάμπινγκ. Τα παιδιά μας ήταν μικρά, είχαμε μια γκαζιέρα, για το διάστημα που χτιζόταν το κανονικό σπίτι. Το ΄73 το σπίτι τελείωσε και το κατοικήσαμε.»
Οι κανόνες λειτουργίας
Την ίδια εποχή καθορίζεται και το κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας του οικισμού. Τους κανόνες εκπονεί ο καθηγητής του Αστικού Δικαίου, Ιωάννης Δεληγιάννης, εγκρίνονται σε έκτακτη γενική συνέλευση του Συνεταιρισμού και τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία λειτουργίας των πρώτων είκοσι σπιτιών του οικισμού.
Στο πρώτο μέρος του κανονισμού καταγράφονται οι στόχοι και οι προσδοκίες των μελών για την προώθηση του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής, την προστασία του φυσικού τοπίου, τη σχέση της κοινότητας με τους ντόπιους και τα μη μέλη του Συνεταιρισμού, την ισορροπία των δημόσιων χώρων με το οικιστικό περιβάλλον.
Ο επισκέπτης στον οικισμό εντυπωσιάζεται και σήμερα από τους μεγάλους δρόμους, τους τεράστιους κήπους, την προσοχή και τη φροντίδα που δόθηκε στο δημόσιο χώρο, το πόσο ενταγμένες στο φυσικό περιβάλλον είναι οι κατοικίες.
“Ο άντρας μου, είχε προτείνει να γίνουν 20 τύποι σπιτιών ανάλογα με το σημείο που βρίσκονταν το κάθε σπίτι, στα ορεινά ή τα παραθαλάσσια, και να σχεδιαστούν από φοιτητές, με την καθοδήγηση βέβαια των καθηγητών. Και ανάλογα με το μέγεθος του κάθε σπιτιού, να μπορεί να διαλέγει ο καθένας τον τύπο του σπιτιού που ήθελε. Να γίνουν οι προμήθειες συνολικά, για όλα τα σπίτια. Και φθηνότερο θα ήταν και θα είχε και μία εικόνα συνόλου, “ομοιομορφίας”. Αλλά η πρόταση δεν πέρασε, αισθάνθηκαν οι καθηγητές ότι καταπιέζονταν έτσι οι προσωπικότητες τους”, θυμάται η κυρία Μουτσοπούλου.
“Το δικό μας σπίτι ήταν το πιο ταπεινό σίγουρα και το πιο μικρό, κατά πάσα πιθανότητα. Κάναμε όμως πολλές φιλοξενίες. Τα παιδιά κοιμούνταν στρωματσάδα, οι γονείς στα δύο υπνοδωμάτια. Και μου λέγανε όλοι: καλά δε θα κάνεις ξενώνα; Τους απαντούσα ότι δεν με επιχορηγεί ο τουρισμός για να κάνω ξενώνα”, μας λέει η κυρία Μηνιώ, γελώντας.
Στον κανονισμό λειτουργίας του οικισμού, απαγορεύεται ρητά η ύπαρξη εμπορικών καταστημάτων και επιχειρήσεων εστίασης, στα όρια του. Είναι προφανές από αυτόν τον περιορισμό, ότι οι ιδρυτές και των μέλη του συνεταιρισμού αντιμετώπιζαν πάντα τον οικισμό, ως ένα συγκρότημα κατοικιών και όχι κάτι περισσότερο, όπως μια κοινότητα ή ένα μικρό χωριό.
“Επειδή από τον κανονισμό του οικισμού απαγορεύεται να φτιαχτούν καφέ, εστιατόρια κλπ, δεν υπήρχε ένα κοινωνικό κέντρο για να μαζευόμαστε. Μετά που έκανε ο άντρας μου την εκκλησία και έκανε ένα περίβολο που απλώνεται σε δύο τρία επίπεδα, λόγω του επικλινούς εδάφους, άρχισαν να πηγαίνουν οι παππούδες και οι γονείς με τα παιδιά τους και τελικά έγινε τόπος συνάντησης για όλους”, λέει η κυρία Μουτσοπούλου, ξεδιπλώνοντας τις αναμνήσεις της, από τον τόπο των καλοκαιρινών διακοπών της οικογένειάς της, επί 30 χρόνια.
Στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Θεωνά γίνονταν οι γενικές συνελεύσεις των οικιστών. Μία κάθε Μάρτιο όπου αποφασίζονταν οι δαπάνες και όποιο άλλο θέμα προέκυπτε και μία την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου, όταν είχαν όλοι πάει στη Βουρβουρού. Δεν έλειπαν οι εντάσεις, οι διαφωνίες και σε κάποιες περιπτώσεις οι βαριές κουβέντες. “Ήταν μία μικρογραφία της κοινωνίας. Ο καθένας είχε τα ενδιαφέροντα του, τα συμφέροντά του. Όλοι οι καθηγητές δεν ήταν ίδιας οικονομικής βαθμίδας. Άλλοι ζούσαν με το μισθό τους λόγω ειδικότητας, ενώ άλλοι που είχαν επαγγελματική απασχόληση και εκτός πανεπιστημίου, είχαν μεγαλύτερο εισόδημα.”
“Για τα παιδιά όμως ήταν και εξακολουθεί να είναι ιδανικό μέρος. Τα πρώτα χρόνια ήταν όλα παιδιά γνωστών, ήξερες που μαζεύονται, δεν ανησυχούσες, μεγάλωναν σε μία ελευθερία” τονίζει η κυρία Μουτσοπούλου. Για εκείνη, όπως μας λέει νοσταλγικά, τα χρόνια που τα παιδιά της ήταν μικρά ήταν και τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της στον οικισμό.
Ο οικισμός σήμερα
Σήμερα η ανθρωπογεωγραφία του οικισμού έχει αλλάξει αρκετά. Πολλές από τις θερινές κατοικίες έχουν πουληθεί σε μη πανεπιστημιακούς, αρκετές σε ξένους, Βαλκάνιους και Ρώσους. Ο τόπος δεν έχει χάσει τίποτα από τη φυσική του ομορφιά, διαπιστώνει ωστόσο κανείς έλλειψη φροντίδας στο δημόσιο χώρο, είναι εμφανή τα σημάδια του χρόνου σε κτίρια και χώρους του οικισμού, που μετρά ήδη 50 χρόνια ζωής.
Ο Οικισμός των Καθηγητών στη Βουρβουρού, αποτελεί σίγουρα μοναδικό παράδειγμα συλλογικού οικιστικού εγχειρήματος, στη χώρα. Φτιάχτηκε χάρη στην επιμονή και τις ικανότητες ορισμένων καθηγητών του ΑΠΘ και διαμόρφωσε τη ζωή και την εικόνα μιας ολόκληρης περιοχής. Και συνεχίζει ακόμα να συνδέεται με τις αναμνήσεις του καλοκαιριού, της τρίτης και τέταρτης γενιάς απογόνων των πρώτων οραματιστών πανεπιστημιακών, που έφθασαν στο λιμάνι της Φάβας, εκείνο τον Σεπτέμβριο του μακρινού 1960.
Πηγές
«Βουρβουρού και οι οραματιστές του Οικοδομικού Συνεταιρισμού Ανωτέρου Διδακτικού Προσωπικού του ΑΠΘ στη Σιθωνία Χαλκιδικής», (2012, επιμέλεια: Αναστασία Στεργιάδου). A Place of Inconceivable Beauty: The Housing Cooperative of the Professors of the Aristotle University in Vourvourou, Halkidiki, by Giorgos Antoniou, (Mines, Olives and Monasteries Aspects of Halkidiki’s Enviromental History, Edited by Basil C. Gounaris)