Βροχερή China Town
Σκέψεις και όνειρα για μεταφορά σε μια πόλη που να θυμίζει την Κίνα σε μικροκλίμακα.
Νομίζω πως τώρα θα ήθελα να βρίσκομαι σε μια κινεζική πόλη. Όχι δεν το λέω καλά. Σε μια πόλη που να θυμίζει την Κίνα σε μικροκλίμακα.
Για την ακρίβεια όχι πόλη, απλά μια γειτονιά, μια μικρή επικράτεια. Δύο; Τετράγωνα; Εν πάση περιπτώσει όσα είναι αρκετά για να βρίσκομαι σε αυτό που λένε China Town.
Όχι, δεν θα ήθελα να βρίσκομαι σε καμιά περίπτωση στην Κίνα την ίδια.
Ονειρεύομαι μια πόλη που απέχει πολλά μίλια και μυαλά από το Πεκίνο.
Τόσο βαθιά διαφορετική σε όλα τα επίπεδα, αλλά τόσο εξαρτημένη από την ύπαρξη έστω και μιας μικρής κινεζικής αγοράς, συμπυκνωμένης σε δυο; Τρία; Τετράγωνο. Εν πάση περιπτώσει σε όσο χώρο χρειάζεται για να μας φέρνει στο μυαλό αυτό που λέμε China Town.
Θα ήθελα να βγαίνω από το σπίτι και να με περιμένει λίγο παρακάτω ο Άλεν Γκίνσμπεργκ για να επισκεφτούμε την China Town και για ψώνια, αλλά και από απλή βαρεμάρα. Θα ονομάζομε βαρεμάρα, αυτό που εσείς θα αποκαλούσατε ενδιαφέρον. Θα ήθελα πολύ να το αποκαλέσω περιπλάνηση αλλά ποτέ δυο άτομα δεν μπορούν να περιπλανώνται μαζί. Ο πλάνης είναι πάντα μόνος. Το να μην πηγαίνεις πουθενά, ενώ περπατάς διαρκώς δεν επιτρέπει συνοδοιπόρο. Οι δυο πηγαίνουν πάντα κάπου. Έχουν στο μυαλό τους μια κατεύθυνση.
Θυμάμαι τον Άλεν να γράφει στο Ουρλιαχτό, αυτό που εγώ αντιλαμβάνομαι ως απόκλιση από τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Απόκλιση που δεν σημαίνει απαραίτητα, ούτε θλίψη, αλλά ούτε και μετ’ ενθουσιασμού προσδοκώμενη και χαροποιητική ανατροπή. Έγραφε: Πηγαίνω στην China Town μα δεν συνουσιάζομαι.
Τι συνέβη τότε και ο Άλεν δεν πλήρωσε για σεξ, γιατί δεν έκανε; Δεν έχει σημασία για τώρα.
Πάντως ήθελε να μας μιλήσει για κάτι που ανατράπηκε εντός του κάνοντας την China Town να χάσει την ταυτότητά της, να ξεγυμνωθεί από ένα χαρακτηριστικό της υπόστασής, στερημένη το ξεγύμνωμα των ανθρώπων ή για κάτι που ανατράπηκε στον ψυχισμό της China Town ;
Αλλοιώθηκε; Παρασύρθηκε στα εμπορικά νερά της αγοράς; Αμερικάνισε; Αμερικανοποιήθηκε; Έγινε σαν και τα μούτρα της;
Όχι δεν τη θέλω έτσι. Η China Town στην οποία βρίσκομαι μυρίζει κινεζίλα, χυμένη σούπα laksa στο πλακόστρωτο να κολλάει το παπούτσι μου, αλλά να μην φταίει αυτή, αλλά προχθεσινό αίμα από ξεκοιλιασμένα αρμαντίλο, γδαρμένους παγκολίνους δεν ξέρω κι εγώ τι σκατά. Βλέπω τους Κινέζους να πουλάνε ρούχα, μπιχλιμπίδια και δίπλα σε μια μεγάλη κατσαρόλα με λεπτά τοιχώματα γεμάτη με καυτό λάδι, να βουτάνε ποντίκια ζωντανά για λίγα δεύτερα, ώστε με ένα τράβηγμα να βγαίνει η πέτσα τους και να αργοσβήνουν. Μπαίνουν στα ρουθούνια μου τα αρώματα από τις καλύτερες και πιο πρόθυμες Κινέζες πουτάνες, που έχουν πιάσει το πόστο τους την ίδια ώρα με τους ψαράδες. Ναι εδώ σε αυτή την China Town το μουνί και το ψάρι τρώγονται την ίδια ώρα και πρέπει να είναι διαθέσιμο, άσχετα αν τα πουλιά βρώμικων αμερικάνων μυρίζουν ήδη ψαρίλα.
Καταφεύγω στην Γκρενόμπλ. Στην φτωχή, την κακή τη γειτονιά της. Δεν ξέρω γιατί αυτά τα δύο οι άνθρωποι νομίζουν ότι πάνε μαζί. Περισσότερο θα την έλεγα γειτονιά των λυπημένων. Η λιγότερο φωτισμένη μεριά της πόλης. Η αθέατη. Περπατάς στα πεζοδρόμιο και δεν σε κοιτάνε περίεργα, αν και όλοι προτού την επισκεφτούν πιστεύουν ότι θα τους κοιτάνε περίεργα ή θα τους κοιτάνε μόνο περίεργοι ή και τα δυο. Άλλοι νομίζουν πως θα τους παίρνουν στο κατόπι, για να τους κλέψουν και το πιστεύουν με τέτοια μανία λες και το φαντασιώνονται ηδονιστικά.
Στην πραγματικότητα κανείς δεν κοιτάει κανέναν, γιατί για να περπατάνε δυο άνθρωποι εδώ, σημαίνει ότι η ίδια απόγνωση τους έφερε, Δεν χωρούσαν στην υπόλοιπη πόλη με τα μικρά γλυκά μπιστρό που οι Γάλλοι μετά τις δουλειές τους πίνουν ένα ποτήρι κρασί ή γυρνάνε προς το σπίτι με μια μπαγκέτα και μια σακούλα βαριά τυριά στο χέρι.
Εδώ σε αυτή τη γειτονιά που τα φώτα είναι αισθητά λιγότερα και οι εκκλησίες πιο τρομακτικές, υπάρχουν στενά δρομάκια και ανοιχτά παράθυρα χωρίς μπαλκόνια. Από τα παράθυρα αυτά βγαίνουν μουσικές από φοιτητικές μαζώξεις και πάρτυ. Ξεγλιστράνε πολύχρωμα φώτα από συσκευές που προσπαθούν να μετατρέψουν τα λίγα τετραγωνικά σε τοπίο παραισθήσεων. Αν κοιτάς στα παράθυρα ίσως δεις κάνα ζευγάρι να φασώνεται, κάποιο χέρι να κρέμεται κρατώντας ανάμεσα στα δάχτυλό του ένα παχύ στριφτό, έναν νεαρό να αυτοκτονεί.
Εδώ είναι μαζεμένα τα παλιά φλιπεράδικα, οι κάποτε άσσοι του μπιλιάρδου που στο τραπέζι τους βάζανε νεαρά παιδιά και τους έδειχναν πώς να κρατάνε τη στέκα μέσα σε τεκέδες. Υπόγειους. Στη γειτονιά αυτή βρίσκονταν τα μπαρπέρικα του γαλλικού νότου, όπου κουρεύονταν γερόντια, φρικιά και άνθρωποι φτωχοί, ακούγοντας κατά τη διάρκεια των ψαλιδισμάτων μαλακίες και αλήθειες. Αληθινές μαλακίες και μαλακισμένες αλήθειες. Πάντως κάτι άκουγαν γιατί οι άνθρωποι κάποτε και ειδικά εδώ μιλούσαν.
Θα ήθελα να γράψω κι άλλα για τη Γκρενόμπλ. Ιδανικά θα ήθελα να βρίσκομαι ξανά εκεί. Βασικά θα ήθελα, όπως είπα, να βρίσκομαι σε μια China Town, που δεν έχω ξαναπάει, ώστε να μπορώ τώρα να θέλω να γράψω για εκείνη.
Αλλά πουθενά δεν μπορώ να πάω γιατί βρέχει. Αλήθεια, γιατί δεν πάμε πουθενά, όταν βρέχει. Μήπως η βροχή είναι σαν τον συνοδοιπόρο που δεν σε αφήνει να περιπλανηθείς. Μήπως στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει είναι να πηγαίνεις ή να βρίσκεσαι πάντα κάπου που δεν βρέχει. Στην πραγματικότητα όχι να μην πηγαίνεις πουθενά, αλλά να βρίσκεσαι πάντα κάπου.
Φταίει η βροχή που δεν θα πάω ούτε σήμερα στην China Town που ονειρεύομαι ή απλώς είναι μια δικαιολογία για την απόκοσμη αλλαγή της. Που σερβίρει σούσι με βιοδιασπώμενα ξυλάκι. Που τα πάλαι ποτέ μαγαζιά της πλέον κάνουν κατ’ οίκον παράδοση με μηχανάκια; Αμ, οι πουτάνες που πια κι αυτές δεν εκτίθενται μόνες τους, αλλά τις εκμεταλλεύεται ένας λευκός -ούτε καν κινέζος- παχουλός άνδρας και να δεις πόσο τις δίνει; Το 3% της βίζιτας;
Δεν νομίζω να φταίει η βροχή, που δεν πηγαίνω πουθενά πια.