«ΒΥΣΣΟΚΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ»
Τα έθιμα του Δωδεκαημέρου στην Όσσα Θεσσαλονίκης.
Γράφει:Άγγελος Β. Μήτσας, συντηρητής αρχαιοτήτων & έργων τέχνης
Την παραμονή των Χριστουγέννων στην παλιά Βυσσώκα (σημ. Όσσα) οι «τρανοί» (μεγάλοι) ξυπνούσαν από τα ξημερώματα, γύρω στις 3 το πρωί, φορούσαν τις χοντρές μαύρες μαλλιώτες κάπες τους, έπαιρναν τις «καρλίγκες» (γκλίτσες) τους και γυρνώντας κατά ομάδες από σπίτι σε σπίτι ξεκινούσαν να λένε τα «κόλιαντα» ή «κόλιντα» (κάλαντα).
Ο μεγαλύτερος κρατούσε το «τζ(ι)ουμάκι», ένα μεγάλο χοντρό ξύλο, με το οποίο χτυπούσε δυνατά τις βαριές δίφυλλες ξύλινες πόρτες, που ήταν ακόμα κλειδαμπαρωμένες για να τους ανοίξουν και να πούνε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα:
«Κόλιαντα μπάμπου κόλιαντα
(ή Κόλιαντα λέλιου μ’ κόλιαντα)
τρεις χιλιάδες πρόβατα
δυο χιλιάδες γίδια
δόγκαλα καρύδια
απάν’ στα κεραμίδια…»
και
«Χριστούγεννα Πρωτούγεννα
πρώτη γιορτή του χρόνου
για βγιέτε διέτε μάθετε
πως ο Χριστός γεννιέται
γεννιέται κι αναθρέφεται
με μέλι και με γάλα
το μέλι τρων οι άρχοντες
το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο
το λούζονται οι κυράδες.
Κυρά καλή
κυρά χρυσή
κυρά ευτυχισμένη…»
Τελειώνοντας, οι νοικοκυρές μοίραζαν στους Κολιντάρηδες κάστανα, καρύδια, ξυλοκέρατα, λουκούμια και ό,τι άλλο υπήρχε στο φτωχικό σπίτι.
Έτσι, από σπίτι σε σπίτι γύριζαν όλο το χωριό, αψηφώντας το χειμωνιάτικο κρύο και το χιόνι που συνήθως έπεφτε άφθονο εκείνες τις ημέρες. Όταν τέλειωναν γύριζε ο καθένας με τα «καλούδια» στο σπίτι και συνέχιζαν για τις δουλειές τους.
Το πρωί, με το ξημέρωμα, ήταν σειρά των παιδιών να πούνε τα κόλιαντα και να πάρουν το «μπαχτσίσι» τους.
Στο σπίτι, οι νοικοκυρές από νωρίς το πρωί ασχολούνταν με την προετοιμασία του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού και το συγύρισμα του σπιτιού, στρώνοντας τα καλύτερα πλουμιστά κιλίμια της προίκας τους. Πρώτο μέλημά τους ήταν να ζυμώσουν τα «κουλάτσ(ι)α», τα φρέσκα ζυμωτά στο φούρνο με ξύλα ψωμιά, για τις ημέρες των γιορτών. Από το ζυμάρι αυτό χώριζαν ένα κομμάτι, μέσα στο οποίο έβαζαν ένα νόμισμα και το έλεγαν «παρά». Τον «παρά» τον έκοβαν το βράδυ της παραμονής, αφού πρώτα ο μεγαλύτερος άνδρας του σπιτιού θυμιάτιζε το τραπέζι και το σπίτι. Αυτό το βράδυ, λόγω νηστείας, στο τραπέζι κυριαρχούσαν (κατ’ εξαίρεση) τα λαδερά φασόλια, τα τουρσιά, οι ελιές, το αλάτι, το σκόρδο και τα πορτοκάλια, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου το τζάκι έκαιγε ακατάπαυστα, για να μη μπορούν οι καλικάντζαροι να μπουν στο σπίτι.
Ανήμερα Χριστουγέννων, το πρωί, πήγαιναν στην εκκλησία και το μεσημέρι στο τραπέζι κυριαρχούσαν το χοιρινό με πράσα ή τα τσιρόνια (ψάρια της λίμνης Βόλβης) με πράσα, τα σπιτικά χωριάτικα λουκάνικα, οι πίτες, τα τυριά και άλλα, συνοδευόμενα από κόκκινο κρασί δικής τους παραγωγής. Το χοιρινό, επίσης, ήταν δικό τους, αφού κάθε σπίτι έτρεφε από καιρό το δικό του γουρούνι για τις μέρες αυτές, το οποίο συνήθως έσφαζαν της Αγίας Αναστασίας.
Η Οσσαία, όμως, νοικοκυρά δεν παρέλειπε να έχει στο τραπέζι τα χριστουγεννιάτικα γλυκά που έφτιαχνε η ίδια, τον μπακλαβά και το «σαραϊλιέ» (σαραγλί), φτιαγμένα με χειροποίητο φύλλο, καρύδια, σουσάμι και ζάχαρη, τα κατεξοχήν γλυκά των Χριστουγέννων που συμβόλιζαν τα σπάργανα του μικρού Χριστού.
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι γυναίκες ζύμωναν και παρασκεύαζαν και πάλι τον «παρά», αντί για τη γλυκιά βασιλόπιτα που φτιάχνουμε σήμερα. Το βράδυ ο «παράς» είχε την κεντρική θέση στο τραπέζι. Ο αρχηγός της οικογένειας (συνήθως ο παππούς ή ο πατέρας) αφού θυμιάτιζε το σπίτι και το τραπέζι, έκοβε τον «παρά». Το πρώτο κομμάτι ήταν του Θεού, το δεύτερο της Αγίας Κυράννας, το τρίτο στο «βιο», δηλαδή ζώα, χωράφια κλπ. και μετά σε όλους με τη σειρά κατά ηλικία.
Σε όποιον έπεφτε το φλουρί έπρεπε μόλις τελειώσει το φαγητό να πάρει το τραπεζομάντηλο με τα αποφάγια και να πάει στη βρύση της γειτονιάς, όπου εκεί θα το τίναζε προκειμένου να φάνε οι καλικάντζαροι, ενώ στη συνέχεια έπρεπε να γεμίσει ένα σταμνάκι με νερό και να το πάει πίσω στο σπίτι. Σε όλη τη διαδρομή δεν έπρεπε να μιλήσει σε κανέναν, γιατί οι καλικάντζαροι «θα του παίρναν τη φωνή». Από το νερό που θα έφτανε στο σπίτι έπρεπε να πιουν όλοι και να ραντίσουν το σπίτι «για να φύγει το κακό όπως τρέχει το νερό».
«Σούρβα λέλιου σούρβα» ήταν ο πρώτος πρωινός χαιρετισμός, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, ανοίγοντας η νοικοκυρά την πόρτα και άρχιζαν να τραγουδάνε τα κάλαντα. Τη μέρα αυτή, έβαζαν μια πέτρα στην είσοδο του σπιτιού «για να είναι γεροί ο νοικοκύρης και το σπίτι», έριχναν με ένα μπακιρένιο γκιουμάκι νερό στο κατώφλι «για να ρέουν όλα σαν το τρεχούμενο νερό και τίποτα να μην εμποδίσει το δρόμο των ξενιτεμένων».
ΘΕΟΦΑΝΙΑ
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Θεοφάνια, το τζάκι στο «Βυσσοκινό κονάκι» δεν έσβηνε ποτέ, αποτρέποντας τους καλικάντζαρους να μπουν στο σπίτι από τον «μπατζ(ι)έ» (καπνοδόχο), ώστε με κάθε τους απόπειρα να καίγονται και να φεύγουν.
Τα Θεοφάνια όλοι πήγαιναν στην εκκλησία και μετά στο «Κιόσκι» (τοποθεσία έξω από το χωριό, όπου υπήρχε σιντριβάνι, γούρνα), όπου ο παπάς έριχνε το σταυρό για τον αγιασμό των υδάτων. Τα πιο θαρραλέα παιδιά βουτούσαν στο νερό, έπιαναν το σταυρό και μετά τον γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι, μαζεύοντας χρήματα.
Την περίοδο αυτή, στην Όσσα γίνονταν οι μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου, τα λεγόμενα «Μπαμπούιρι», όπου φορώντας τραγόμορφες στολές με κουδούνια, γυρνούσαν όλο το χωριό, συχνά βωμολοχώντας, για να ξορκίσουν το κακό, να διώξουν τους καλικάντζαρους και να «ξυπνήσουν» τη γη…από το χειμερινό λήθαργό της. Στο τέλος του δρωμένου, έπαιρναν τις στάχτες και τις σκορπούσαν στα χωράφια για να έχουν καλή σοδειά.
ΑΓΙΑΣ ΚΥΡΑΝΝΑΣ
Οι γιορτές του Δωδεκαημέρου ολοκληρώνονταν με τη γιορτή της Αγίας Κυράννας στις 8 Ιανουαρίου. Η Αγία Κυράννα μαρτύρησε για το χριστιανικό της φρόνημα στις 28 Φεβρουαρίου 1751, ωστόσο η γιορτή της μεταφέρθηκε στο τέλος του Δωδεκαημέρου, προκειμένου οι συντεχνίες (ισνάφια) των Οσσαίων υποδηματοποιών, που όλο το χρόνο εμπορεύονταν τα παπούτσια που κατασκεύαζαν από πόλη σε πόλη και από παζάρι σε παζάρι, να γιορτάσουν την Αγία τους και μετά να πάρουν το δρόμο της ξενιτιάς και της επιβίωσης, κατασκευάζοντας και πουλώντας τα περίφημα «Βυσσοκ’νά κουντούρια» σε όλη τη Μακεδονία, Ήπειρο και Θράκη, ακόμη και στην Αμερική, όπως αναφέρει σχετικά ο Σιώρης Μακεδών, στο Μακεδονικόν Ημερολόγιον του 1909!