Featured

Υπογεννητικότητα: Το νέο πρόβλημα της Ελλάδας

Ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει μειωθεί κατά 0,4% σε σχέση με το 2010 και προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω.

Parallaxi
υπογεννητικότητα-το-νέο-πρόβλημα-της-590554
Parallaxi

Το φαινόμενο της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα, καθώς και τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της συζητήθηκε σε εκδήλωση με τίτλο «Οικογένεια και καριέρα: προκλήσεις και λύσεις για την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα» που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος (ACG) σε συνεργασία με την Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία HOPEgenesis. 

Σύμφωνα με δημογραφικές έρευνες και δημοσκοπήσεις που έχουν διεξαχθεί από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών παρατηρείται ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει μειωθεί κατά 0,4% σε σχέση με το 2010 και προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω. Το δημογραφικό πρόβλημα στη χώρα μας, υπονομεύει το μέλλον του ελληνικού έθνους, θέτει σε κίνδυνο την ευημερία του τόπου και έχει βαρύτατες συνέπειες στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία.

Σε αυτό το φαινόμενο έρχεται να προστεθεί και η πανδημία του κορονοϊού, μέσω της οποίας δημιουργείται αύξηση της ανασφάλειας και αποτρέπει τη δημιουργία οικογένειας. Οι υγειονομικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας, ακολουθούν την οικονομική κρίση των προηγούμενων ετών λειτουργώντας ανασταλτικά προς τα σχέδια τεκνοποίησης για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Την ίδια ώρα πολλά ζευγάρια αναπαραγωγικής ηλικίας οδηγούνται στη μετανάστευση, ενώ σημαντικός είναι ο ρόλος των πρακτικών και πολιτισμικών δυσκολιών που σχετίζονται με τον συνδυασμό καριέρας και οικογένειας, ιδιαίτερα για τις γυναίκες.

Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο τόσο η Πολιτεία, όσο και ο ιδιωτικός τομέας να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο ασφάλειας, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες που θα υποστηρίζουν την οικογένεια και θα επιτρέπουν τον ισορροπημένο συνδυασμό επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής.

Εισηγήσεις στην εκδήλωση πραγματοποίησαν κορυφαίοι εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου, της επιστημονικής κοινότητας και της κοινωνικής προσφοράς: Η Υφυπουργός Υγείας, Ζωή Ράπτη, η Πρέσβης Καλής Θελήσεως της UNESCO, Πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων Παιδιών με καρκίνο «ΕΛΠΙΔΑ» και του «Ιδρύματος Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη», Μαριάννα Βαρδινογιάννη, ο Πρόεδρος και Ιδρυτής της ΑΣΤ.Μ.Κ.Ε. HOPEgenesis, Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Στέφανος Χανδακάς και η Καθηγήτρια και Κοσμήτορας του School of Business & Economics του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, Δρ Άννα Τριανταφύλλου. Τη συζήτηση συντόνισε ο Πνευμονολόγος-Εντατικολόγος, Διευθυντής του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, Καθηγητής Παναγιώτης Μπεχράκης.

Από το 2011 έχει ξεκινήσει μια δραματική μείωση του πληθυσμού, δεδομένου ότι σύμφωνα με μελέτες, από περίπου 11 εκατ. Έλληνες, το 2050 ο πληθυσμός της χώρας θα έχει μειωθεί σε περίπου 9 εκατ. και το 2080 σε 7,8 εκατ. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, που παρουσίασε η υφυπουργός Υγείας, Ζωή Ράπτη, ο αριθμός των γεννήσεων μειώθηκε στις 1,38 το 2018 από 1,5 γεννήσεις το 2009, ενώ μέχρι το 2050 προβλέπεται ότι το 35% του πληθυσμού της χώρας θα είναι ηλικίας 65 ετών και άνω, ποσοστό που σήμερα υπολογίζεται σε 20%. «Καταλαβαίνουμε ότι οι συνέπειες της υπογεννητικότητας οδηγούν σε γήρανση του πληθυσμού, μείωση του εργατικού δυναμικού, επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ της χώρας και όλων των τομέων της οικονομίας, ενώ υπάρχει πολύ μεγάλη επιβάρυνση του ασφαλιστικού συστήματος, που αδυνατεί να υποστηρίξει οικονομικά τους ηλικιωμένους και κινδυνεύει να καταστεί μη βιώσιμο στο μέλλον» εξήγησε η κα Ράπτη.

Που οφείλεται η υπογεννητικότητα όμως; Η υφυπουργός απέδωσε το γεγονός στην οικονομική κρίση, στην εργασιακή πίεση και την ελλιπή στήριξη που είχαν οι γυναίκες τα προηγούμενα χρόνια στο εργασιακό περιβάλλον, καθώς και στην περιορισμένη πρόσβαση των ανθρώπων που κατοικούν σε απομακρυσμένες περιοχές σε υπηρεσίες Υγείας. Σύμφωνα με την ίδια, η κυβέρνηση προσδοκά να λύσει το πρόβλημα, μέσω μέτρων για τη στήριξη της οικογένειας, όπως η καθιέρωση επιδόματος 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που θα γεννιέται, η αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, η επαναφορά των επιδομάτων σε τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες τα οποία είχαν περικοπεί, η δυνατότητα να επιλέξει μια γυναίκα να κάνει χρήση της άδειας τοκετού στο χρόνο τον οποίο επιθυμεί, η παροχή δυνατότητας αύξησης του αριθμού των παιδιών που μπαίνουν σε παιδικούς σταθμούς και η ενίσχυση των ολοήμερων σχολείων. «Κάποια από αυτά τα μέτρα ήδη είναι σε εφαρμογή» δήλωσε.

Στους πολλούς ρόλους που πρέπει να ανταποκριθεί μια γυναίκα, στάθηκε η Πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων Παιδιών με καρκίνο «ΕΛΠΙΔΑ» και του «Ιδρύματος Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη», Μαριάννα Βαρδινογιάννη. «Οι ρόλοι της γυναίκας ως μητέρας, ως εργαζόμενης, ως νοικοκυράς, ως συντρόφου αλλά και ως φροντιστή των πιο ευάλωτων μελών της ευρύτερης οικογένειας επιβαρύνονται με αποτέλεσμα ένας ή περισσότεροι από αυτούς τους ρόλους να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα» εξήγησε η κα Βαρδινογιάννη. «Ζούμε σε έναν τόπο όπου οι παραδοσιακές αξίες της οικογένειας παραμένουν ο συνδετικός κρίκος της κοινωνίας μας. Όλα τα μέλη της οικογένειας βοηθούν και νοιάζονται το ένα για το άλλο. Γι’ αυτό ακριβώς και είναι πολύ σημαντικό να ληφθούν πρωτοβουλίες που θα στηρίξουν τα νέα ζευγάρια. Να δοθούν κίνητρα από την πολιτεία για τη δημιουργία οικογένειας. Αλλά κυρίως για να εδραιωθεί στη συνείδηση και στην καρδιά των νέων η βεβαιότητα ότι το αύριο μπορεί να είναι καλύτερο» υπογράμμισε.

Ως πόλος ανάπτυξης και εξέλιξης θα πρέπει να προσεγγίζεται η οικογένεια από την κοινωνία, σύμφωνα με τον Μαιευτήρα-Γυναικολόγο και πρόεδρο και Ιδρυτή της ΑΣΤ.Μ.Κ.Ε. HOPEgenesis, Στέφανο Χανδακά MD, MBA, PhD. Απαραίτητη είναι η οικονομική υποστήριξη σε όλες τις φάσεις της δημιουργίας οικογένειας, η οποία μπορεί να λειτουργήσει ενθαρρυντικά για πολλά. Το δημοσιονομικό κόστος ενός τέτοιου εγχειρήματος φαίνεται –για την ώρα– να αποτελεί «τροχοπέδη» για την υλοποίησή του, ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Χανδακά, το κόστος το οποίο θα κληθεί να καταβάλει η χώρα στο μέλλον για να στηρίξει άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα το ασφαλιστικό σύστημα θα είναι πολλαπλάσιο.

Η ζυγαριά των προτεραιοτήτων για τους νέους σήμερα τείνει να κλίνει περισσότερο προς την επαγγελματική σταδιοδρομία, γεγονός που προκύπτει από την οικονομική ανασφάλεια, καθώς και από το ότι τα οφέλη που βιώνουν οι γονείς από την απόκτηση παιδιών είναι κυρίως άυλα, όπως σημείωσε η Καθηγήτρια και Κοσμήτορας του School of Business & Economics του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, Δρ. Άννα Τριανταφύλλου. Σύμφωνα με την ίδια σε μακροοικονομικό επίπεδο και επιπλέον της οικονομικής/υλιστικής προσέγγισης είναι χρήσιμο να εξετάσουμε και άλλες μεταβλητές κοινωνικής, πολιτισμικής ή ψυχολογικής φύσης, όπως ο τρόπος ζωής, η τοποθέτηση του ατόμου στο επίκεντρο του νοήματός της, οι ρόλοι των φύλων, οι δυσκολίες στις ανθρώπινες σχέσεις κ.ά.

Που θα οδηγήσει η υπογεννητικότητα; Η Δρ. Τριανταφύλλου τόνισε πως το φαινόμενο της υπογεννητικότητας, δηλαδή η μη απόκτηση παιδιών βραχυπρόθεσμα φαίνεται να μειώνει τα έξοδα των νοικοκυριών αυξάνοντας φαινομενικά το κατά κεφαλή εισόδημα. Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο από την άλλη, η εικόνα έρχεται να ανατραπεί ριζικά, με την υπογεννητικότητα να ασκεί πίεση στο ασφαλιστικό σύστημα, στην οικονομία και την κοινωνική πρόνοια αλλά και στις προοπτικές της κοινωνίας. «Μικρότερος αριθμός νέων ανθρώπων σημαίνει λιγότερες νέες ιδέες, λιγότερη καινοτομία, χαμηλότερη οικονομική αύξηση, χαμηλότερη ανάπτυξη, μικρότερη πρόοδο, καθιστώντας απαραίτητη την ανάληψη δράσης» εξήγησε.

«Εάν βελτιωθεί το γενικότερο κλίμα της οικονομίας και αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην πορεία της, επειδή οι άνθρωποι λειτουργούν με τις προσδοκίες, αυτό θα επιφέρει τη βελτίωση την οποία επιθυμούμε και στον τομέα της υπογεννητικότητας, μεταξύ άλλων. Η κοινωνική ασφάλεια ενισχύει την οικονομική ασφάλεια και αντίστροφα. Το αποτέλεσμα κατά την πανδημία είναι το αντίθετο, γιατί επηρεάζει την ανασφάλεια συνολικά και βέβαια δεν επιτρέπει στην οικονομία να ανακάμψει» τόνισε από την πλευρά της η Δρ Τριανταφύλλου. Καταλυτικός φαίνεται ότι είναι και ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα, καθώς είναι αυτός που καλείται να συμπληρώσει την κρατική πολιτική μέσα από την καινοτομία και την ευελιξία που διακρίνει την επιχειρηματική λογική και δραστηριότητα. «Η σύζευξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα παρατηρείται όλο και περισσότερο και βλέπουμε ότι επειδή ακριβώς ο ιδιωτικός τομέας έχει από φύση του την ανάγκη να είναι βιώσιμος, πάντοτε προτείνει λύσεις που είναι προς τη σωστή κατεύθυνση» κατέληξε η Δρ Τριανταφύλλου.

Δείτε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα