Υψηλά τα ποσοστά ρατσιστικού λόγου σε παραδοσιακά μέσα και σόσιαλ μίντια.
Ο ρατσισμός κρύβεται πάντα στο νόημα των λέξεων ή των εικόνων
Ήταν Ιανουάριος του 2014 όταν, με αφορμή την υπόθεση της 4χρονης Μαρίας που θεωρήθηκε αυθαίρετα ότι είχε απαχθεί από Ρομά, ο Συνήγορος του Πολίτη διαπίστωνε ότι τα μέσα ενημέρωσης στη χώρα μας αναπαράγουν στερεότυπα και γεννούν φοβίες και ρατσισμό. Το ζήτημα επανήλθε πριν από μερικές ημέρες όταν από τηλεοπτική εκπομπή μεταδόθηκαν ρατσιστικοί χαρακτηρισμοί σε βάρος του μπασκετμπολίστα Θανάση Αντετοκούμπο.
Την υπόθεση θα εξετάσει την ερχόμενη Τρίτη το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: Πρόκειται για μεμονωμένα κρούσματα ή για πάγιο χαρακτηριστικό των μέσων ενημέρωσης στη χώρα μας; Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο αναλυτής των ΜΜΕ Μάξιμος Αλιμπέρτης υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με τις μετρήσεις του Ευρωβαρόμετρου, η Ελλάδα ανήκει δυστυχώς στις χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά ρατσισμού στην Ευρώπη – ανάλογα ποσοστά εμφανίζουν η Κύπρος, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία, οι Βαλτικές χώρες, καθώς επίσης η Τσεχία και η Σλοβακία. «Όπως είναι αναμενόμενο», προσθέτει, «η ρατσιστική ιδεολογία που κυκλοφορεί στην κοινωνία, τους θεσμούς και τις οργανώσεις της, διαπερνά και τα τείχη των ΜΜΕ, όπως και τα τείχη του σχολείου, της αστυνομίας, του στρατού, της εκκλησίας κοκ, ιδιαίτερα των πιο συντηρητικών θεσμών».
Τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους οι ερευνητές λένε ότι στόχος του ρατσιστικού δημοσιογραφικού λόγου γίνονται τελευταία οι πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα μετά τη συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας και τη διακοπή της μετακίνησής τους προς τις χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης. «Οι έρευνες κατέγραψαν υψηλά ποσοστά ρατσιστικού λόγου στις εφημερίδες, τους τηλεοπτικούς σταθμούς, και πλέον στο διαδίκτυο και ιδιαίτερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου δραστηριοποιούνται έντονα και με πολλά πρόσωπα ρατσιστικές και φασιστικές οργανώσεις όπως η Χρυσή Αυγή, αλλά και πολλές άλλες» εξηγεί ο Μάξιμος Αλιμπέρτης.
Ο ίδιος επισημαίνει πως ο ρατσιστικός λόγος διαχέεται από τα μμε με διάφορους τρόπους. Ένας τέτοιος τρόπος είναι η επιμονή στην εθνοτική ταυτότητα ενός ατόμου που έχει τελέσει κακουργηματικές πράξεις. Διακρίνεται όμως ακόμη κι όταν «οι δημοσιογράφοι απροβλημάτιστοι στέκονται απέναντι στο ρατσιστικό λόγο των καλεσμένων τους, αν δεν τον υποθάλπτουν κιόλας, ή όταν συγκαλύπτουν τις ρατσιστικές ενέργειες» – ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η δράση της Χρυσής Αυγής στον Αγιο Παντελεήμονα.
Υπάρχει όμως και μια φωτεινή πλευρά; Με άλλα λόγια, τα ΜΜΕ αναπαράγουν μόνο τα αρνητικά στερεότυπα ή μπορεί να τους πιστωθεί και η αναπαραγωγή ενός λόγου που «εκπαιδεύει» την κοινωνία αντιρατσιστικά; «Το πρόβλημα είναι σύνθετο» απαντά ο Μάξιμος Αλιμπέρτης. «Οσο πιο παραδοσιακή είναι μια κοινωνία τόσο πιο ρατσιστική είναι ή μπορεί να γίνει όταν έρθει σε επαφή, και μάλιστα ανταγωνιστική επαφή, όπως για παράδειγμα στην επαφή που έχουν εργοδότης – εργαζόμενος, ιδιοκτήτης – ενοικιαστής κ.λπ., με το διαφορετικό. Και η Ελλάδα είναι μια χώρα σε μεγάλο βαθμό ακόμα παραδοσιακή. Αυτό μεταξύ άλλων συνεπάγεται ότι η ρατσιστική νοοτροπία και ιδεολογία έχει αποτυπωθεί στη γλώσσα που μιλάμε, στα λεκτικά σχήματα που χρησιμοποιούμε, στις λέξεις που χρησιμοποιούμε, στις στερεότυπες ερμηνείες που χρησιμοποιούμε για να εξηγήσουμε κάποια περιστατικά».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα τα ιδιωτικά, εκμεταλλεύονται αυτήν την “έτοιμη” ύλη, δηλαδή τις αποδεκτές από το κοινό αντιλήψεις, προκειμένου να πουλήσουν φύλλα ή να αποκτήσουν κοινό και έτσι διαφημίσεις. Φυσικά με το πέρασμα του χρόνου η ρατσιστική στάση απέναντι στις συγκεκριμένες ομάδες που στοχοποίησαν για χρόνια υποχωρεί, όπως λ.χ. έγινε με τους Αλβανούς που εδώ και χρόνια ζουν στην Ελλάδα. Όμως ο ρατσισμός των ΜΜΕ όπως και της ελληνικής κοινωνίας δεν υποχώρησε. Τη θέση των Αλβανών, των Βουλγάρων, των Ρώσων, των Ρουμάνων κ.λπ. πήραν οι μετανάστες και πρόσφυγες».
Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο: «Επειδή το έργο τους είναι η παραγωγή πληροφοριών που χρειαζόμαστε στην καθημερινή ζωή, ιδιαίτερα με το σύγχρονο τρόπο ζωής που διάγουμε, μαζί με τις πληροφορίες “καταπίνουμε” ανώδυνα και το δηλητήριο του ρατσισμού με τον οποίο περιτυλίγονται. Έτσι ο ρατσισμός γίνεται δημόσια αξία, δημόσια αποδεκτός, αν δεν επιβάλλεται κιόλας μερικές φορές διαμέσου των σχέσεων εξουσίας στο περιβάλλον στο οποίο ζούμε, όπως το σπίτι, ο χώρος εργασίας, η εκκλησία κοκ» αναφέρει.
«Ο ρατσισμός κρύβεται πάντα στο νόημα των λέξεων ή των εικόνων» καταλήγει ο Μάξιμος Αλιμπέρτης. Τρόπος για να αντιμετωπιστεί πάντως το πρόβλημα υπάρχει: «Ο κώδικας δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ, αν τηρηθεί, μπορεί να αποφευχθούν αρκετά “φάουλ” σκόπιμα ή μη στην πρακτική των δημοσιογράφων. Το ίδιο κι αν τηρηθούν οι αρχές της “Χάρτας της Ειδομένης” και οι κώδικες δεοντολογίες διεθνών δημοσιογραφικών οργανώσεων. Και μην ξεχνάμε ότι αυτό πρέπει να γίνεται από πολύ νωρίς, από τη στιγμή που ξεκινούν να σπουδάζουν στα πανεπιστήμια».
Δ.Π.