Παιδεμένοι Μαγνήτες: Λίγες λέξεις για μια μαγική ταινία
Αλήθεια ποιο μέρος δεν είναι όμορφο, όταν ξέρεις να το κοιτάς;
-Δίψασες. Αφού κουβαλάς. Τι κουβαλάς;
-Δίψα
Άραγε μπορούμε να περιπλανιόμαστε, όταν ξέρουμε πως κάπου πηγαίνουμε; Στη διαδρομή αυτή να επινοήσουμε τα πράγματα, τα αντικείμενα, τα κτίσματα και τα ερείπια αλλιώς, δηλαδή να προσδώσουμε στα στατικά κορμιά τους τον -δια της όψης και οπτικής μας- φαντασιακό τους χαρακτήρα ;
Αλήθεια ένας πλάνης, σωστός που περπατά δίχως προορισμό και κατεύθυνση, χωρίς χρονοδιάγραμμα, αν συναντήσει έναν άλλον πλάνη και συνεχίσουν μαζί την πορεία τους, θα εκτελέσει προσηκόντως, όπως αρχικώς είχε φανταστεί το φλανάρισμά του ή θα επιδοθεί σε ένα στείρο βάδισμα, το οποίο όταν επιστρέψει θα το κρίνει με δυσφορία;
Με το που εισχωρεί ένα πρόσωπο στο άυλο σκηνικό που έχει πλάσει ο πλάστης πλάνης και του ζητήσει να περπατήσουν μαζί, τότε η περιπλάνηση χάνει ένα βασικό υποστατικό της στοιχείο. Αποκτά για την ακρίβεια κάτι αναιρετικό του περιπλανάσθαι, ένα άχθος ριζικά ανατρεπτικό, που είναι η κατεύθυνση, ο προορισμός.
Μα θα μου πεις, αφού πουθενά δεν είπαν να πάνε, μόνο να περπατήσουν ασκόπως. Κι όμως, ειδικά με την εξουσιαστική δομή που έχουν οι ανθρώπινες σχέσεις, πάντα ένας εκ των δυο θα νιώθει πιο εξοικειωμένος, με το μέρος, πιο καλός γνώστης, πιο μάστορας της φαντασίας του και θα θελήσει να το επιδείξει, κατευθύνοντας προς τα κάπου και τον άλλο, για να του δείξει κάτι που έχει ξαναδεί.
Γιατί; Μα για να τον εντυπωσιάσει, για να δείξει ότι το ξέρει. Και τι είναι αυτό που θα θελήσει να του δείξει και έμμεσα θα του προ-ορίσει στο μυαλό του την κατεύθυνση που ανατρέπει την έννοια της περιπλάνησης; Η ομορφιά. Αυτό που ο άλλος βαδιστής βλέποντας το θα το θεωρήσει όμορφο και θα θυμάται εκείνον που τον έφερε και του το έδειξε.
Οι άνθρωποι, βλέπεις, πόσο μάλλον αυτοί που έχουν μάθει να φλανάρουν, θέλουν να γοητεύουν τους ανθρώπους για να γοητεύουν τους εαυτούς τους.
Άρα, εκεί που θέλω να καταλήξω και να αναρωτηθώ, γίνεται ένας άνθρωπος να πλανιέται ψάχνοντας την ομορφιά. Να έχει προκαθορίσει το τι ψάχνει και να μην περπατά ακριβώς για να βρει στην πορεία αυτό που του λείπει και από εξωτερικό ερέθισμα θα μεταπλάσει σε εσωτερική μαγιά;
Βλέποντας τα Μαγνητικά Πεδία του Γιώργου Γούση, έκανα ακριβώς τις παραπάνω σκέψεις. Σκέψεις που μεγάλοι όπως ο Φλωμπέρ, ο Μπωνλταίρ, ο Μπένγιαμιν εφηύραν.
Η Έλενα (Έλενα Τοπαλίδου) μπαίνει σε ένα Φέρι για Κεφαλονιά, ενώ μάλλον όλοι ξέρουν πως θα βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Μάλλον πήρε μια λάθος στροφή, όπως συνήθως κάνουν οι άνθρωποι που τρώει μια φλασιά ή ένα χαστούκι και προβαίνουν σε μια ενέργεια που ενώ πάντα πιστεύεις ότι θα την κάνεις στη ζωή επειδή μπορείς ποτέ δεν την κάνεις. Κι όμως η Έλενα την έκανε.
Σκέφτομαι πως για την Έλενα ταιριάζει κάτι που γράφει ο Σινιόσογλου στη Λεωφόρο ΝΑΤΟ: Οἱ ἄνθρωποι πού τό παρακάνουν στούς λεγόμενους δρόμους τῆς σκέψης, πού τούς περιδιαβαίνουν πιό βαθιά ἀπ’ ὅσο πρέπει καί γιά πολύ καιρό, ἔχουν πότε πότε ἀνάγκη τήν περιπλάνηση μέ τό σῶμα: νά κάνουν πράγματα μέ τό κορμί καί νά τό νιώσουν. Κι εἶναι αὐτή ἐντέλει μιά ἀπό τίς πιό καλές τους σκέψεις. (Εκδόσεις Κίχλη, σελ. 30)
Ακριβώς στο μέρος και την ώρα του κόσμου που δεν συμβαίνει τίποτα, δηλαδή στο γκαράζ του πλοίου την ώρα που βγαίνουν τα αυτοκίνητα πέφτει τυχαία, για την ακρίβεια εκείνος πέφτει, τον Αντώνη που το αμάξι του δεν παίρνει μπρος και έτσι θα δεχθεί να ταξιδέψει με τον μαγικό και μαγεμένο Ζωρζ, το αυτοκίνητο της Έλενας με τα χαρακτηριστικά χρώματα που χύθηκαν σε όλο το σύμπαν της ταινίας.
Ο Αντώνης πηγαίνει στην Κεφαλονιά για να εκπληρώσει μια υπόσχεση προς τη νεκρή πια θεία του, της οποίας το κόκαλα κουβαλά. [Μπαγκάζια].
Τελικά θα συναντηθούν ξανά και θα συναντιούνται πάντα, μέχρι ο Ζωρζ να γίνει η αφορμή και το μέσο της κοινής τους πορείας, φάση κατά την οποία και όντως η ταινία ξεκινά να θυμίζει, αλλά κατά τη γνώμη μου, όχι να είναι ένα road trip.
Με τα κόκαλα στο χέρι ο Αντώνης προσπαθεί μάταια να εκπληρώσει την ευχή του, αφού θα αναγκαστεί μόνος του να ψάξει ένας μέρος να τα αφήσει, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα παρανομήσει. Όλοι οι άνθρωποι χάνουν τη βολή τους όταν τρώνε πόρτα από το σύνηθες και βγαίνουν οι ίδιοι στο κυνήγι. Η Έλενα τον παρακινεί να βρούνε ένα μέρος όμορφο και εκεί ακριβώς είναι που ξεκινάνε να εξυφαίνονται ορισμένες από τις παραπάνω σκέψεις.
Αλήθεια ποιο μέρος δεν είναι όμορφο, όταν ξέρεις να το κοιτάς;
Κι εδώ είναι όμορφα, κι εδώ είναι, α να κι εδώ θα μπορούσαμε να θάψουμε τη θεία.
Όταν κουβαλάς τα κόκαλα ενός ανθρώπου, ψάχνοντας κάπου να τα αφήσεις, μπορείς να θεωρείς ότι περιπλανιέσαι; Η αναζήτηση αυτή σημαίνει και ορισμό εκ των προτέρων του σκοπού σε ένα βάδισμα που εκ φύσεως πρέπει να είναι άσκοπο. Μήπως, όμως, η βαθύτερη αιτία και σκέψη του πλάνη, καθώς οργώνει δρόμους και παροχετεύει εαυτόν σε παρόδους όπως γράφει ξανά ο Νικήτας Σινιόσογλου στη Λεωφόρο ΝΑΤΟ.
Τότε μονάχα η Έλενα και ο Αντώνης ξεκινάνε την περιπλάνησή τους, όταν ψάχνουν το μέρος για τη θεία. Πριν από αυτό, η Έλενα και ο Ζωρζ προσπαθούσαν με μανία να πείσουν τον Αντώνη να τον πάνε κάπου που πήγαινε. Δεν υπήρχε η ελευθερία των κινήσεων, η αποβολή της υποχρέωσης του μεταφερόμενου και η αίσθηση της εκπλήρωσης της ανάλαφρης υποχρέωσης του συνοδηγού. (Εξού και θεωρώ ότι τότε καθίσταται ένα ιδιότυπο road trip).
Όμως, καταλήγουμε πάλι στο ερώτημα αν μπορούν δυο άτομα να ξορκιστούν ο ένας από την παρουσία του άλλου και να μπορέσουν να περιπλανηθούν. Ο Γούσης, μάλλον ξέρει καλά πως αυτό είναι μάταιο, γιατί ήδη η Έλενα θέλει να βοηθήσει τον Αντώνη να βρει ένας μέρος όμορφο και άρα να του επιδείξει κάτι. Επιθυμεί να τον βοηθήσει κι άρα έχει σκοπό. Πόσο μάλλον όταν οι δυο ξεκινάνε να ερωτεύονται ακόμα κι αν κανείς δεν το ομολογήσει ποτέ, ο καθένας το κοινοποιεί με τον τρόπο του. Η Έλενα κάνοντας ερωτήσεις για τον έρωτα και μιλώντας κι αυτή πιο προσωπικά για το πώς τον βλέπει και ο Αντώνης αρνούμενος ολικά το συγκεκριμένο συναίσθημα. Και οι δυο με τον τρόπο τους εκδηλώνονται.
Αυτό το μείζον εξουσιαστικό και παραλυτικό αίσθημα είναι κόντρα στην έννοια κάθε περιπλάνησης, γι’ αυτό και ο Γούσης μας το δίνει στο πιάτο γιατί το ξέρει. Ο Ζωρζ το σήμα κατατεθέν της ταινίας, μαζί με τα γυαλιά της Έλενας και το αρειμάνιο τσιγάρο του Αντώνη, παίρνει την κατρακύλα για τον γκρεμό και κάπου εκεί το υφαντό της πεπλανημένης περιπλάνησης.
Διαδέχονται στιγμές κωμικές μέσα στον μουντό σκηνικό και την ψιλή θανατίλα που υπάρχει, η οποία δεν πηγάζει τόσο από τα κόκαλα της θείας, αλλά από δυο ανθρώπους ματαιωμένους, που βρέθηκαν εκεί προσπαθώντας κάτι. Η Έλενα να αφήσει πίσω μια ζωή που βαρέθηκε, ακόμα κι αν κάποτε της έδινε ανάσα και της άφησε το παιδί της που λατρεύει. Ο Αντώνης ένας άνθρωπος που μόνο μια φορά στη ζωή του ερωτεύτηκε, ασχολείται με τα κόκαλα μιας νεκρής θείας που παίζει να μην είδε ποτέ στη ζωή του, παρά να άκουσε για αυτήν. Τέτοιες οι ασχολίες ενός ανθρώπου που δεν μπόρεσε να χωρέσει τη ζωή του πουθενά. «Βίος ἀνεόρταστος μακρά ὁδός ἀπανδόχευτος». Ας τον πούμε βίο ανέραστο.
Στη μικρή αυτή συνάντηση έχουμε να κάνουμε με μια μικρή οδό, ωστόσο. Μια μικρή διαδρομή που δεν ήταν καν ευθεία, παρά ένας κύκλος. Δυο άνθρωποι ματαιωμένοι, έψαξαν νόημα ο ένας στον άλλον μέσα από την περιπλάνηση. Μπορεί να το βρήκαν έστω για λίγο, όμως σύντομα κατέρρευσε. Άρα δεν ήταν νόημα, ήταν ένας μύθος που απομυθοποιήθηκε γιατί a priori είχε λάθος κίνητρο και λάθος μέσο. Μια εκπλήρωση για τον Αντώνη, μια προσπάθεια ολικής ρήξης της Έλενας και το μέσο ήταν μια περιπλάνηση στο κυνήγι της ομορφιάς και κρυφά του έρωτα. Ένα φιλί που έκανε πολλούς κύκλους και δεν βρήκε να παρκάρει.
Κι όμως έτσι είναι. Πορευόμαστε μυθοποιώντας, πράττοντας το μύθο κι ύστερα απομυθοποιώντας. Η ταινία του Γούση προέρχεται από υψηλές σκέψεις και θα μπορούσε όντως να αποτελεί μια μικροκλίμακα παραβολής της ζωής που θέλει να γίνει βίος. Όπως η φύση, που όταν απλά στέκεται εκεί είναι φύση, αλλά όταν την συλλαμβάνει τον ανθρώπινο μάτι μεταμορφώνεται σε τοπίο. Τα Μαγνητικά Πεδία θα μπορούσαν να διαρκούν και 4 ώρες, διότι η ημι-ματαιότητα της αναζήτησης ήρθε πολύ πιο σύντομα από όσο διαρκεί η εκπλήρωση του μύθου. Προσωπικά δεν θα είχα θέμα, ο Γούσης ένα τέτοιο θέμα να το κρατήσει και να το τραβήξει πολύ.
Υ.Γ. Οι διάλογοι, στοιχείο πολύ βασικό, σε μια ταινία που αναπτύσσει προσδοκίες road trip δεν είναι κοινότοποι με την έννοια του συνήθους στα κοινωνικά στρώματα, αλλά ορισμένες φορές παίρνουν το επιτηδευμένο και παγιωμένο πλέον ύφος στο ελληνικό συνεφίλ κοινό οιονεί weird ύφος, το οποίο ανταποκρίνεται κυρίως σε ένα φασεϊσμό του κόσμου που πηγαίνει μόνο σε συγκεκριμένα θερινά και βλέπει ταινίες με ινσταγκραμικές αφίσες.
Κατά τα άλλα πρόκειται για μια καλή αρχική σύλληψη, ένα τρομερό φωτογραφικό μάτι, μια έξυπνη προσαρμογή στα εμπορικά κινηματογραφικά δεδομένα και δυο συγκλονιστικές ερμηνείες. Έλενα Τοπαλίδου, Αντώνη Τσιοτσιόπουλε CHAPEAU!