Parallax View

1189 λέξεις για το “Maestro” – Είδαμε όλο τον 2ο κύκλο και… το αναλύουμε

Πώς ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης έφτασε να θεωρείται ο καλύτερος δημιουργός τηλεοπτικών σειρών στην ελληνική τηλεόραση - Χωρίς Spoiler

Γιώργος Σταυρακίδης
1189-λέξεις-για-το-maestro-είδαμε-όλο-τον-2ο-κύ-1165284
Γιώργος Σταυρακίδης

Μπορεί στην τηλεόραση του Mega να ξεκίνησε μόλις την προηγούμενη εβδομάδα ο δεύτερος κύκλος του «Maestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, ωστόσο ταυτόχρονα, από το βράδυ της προβολής του πρώτου επεισοδίου μπήκε στην πλατφόρμα του Netflix ολόκληρος ο δεύτερος κύκλος για εκείνους που βιάζονται ή δεν αρκούνται σε ένα εξηντάλεπτο της σειράς.

Και ναι, από αυτούς είμαστε κι εμείς που δεν έχουν υπομονή να περιμένουν και πατώντας το play για να ξεκινήσει η σειρά, σηκώνονται από τον καναπέ μόνο όταν τελειώσουν ΟΛΑ τα επεισόδια και ειδικά, όταν δεν το μετανιώνεις και δεν σε προδίδει η εξέλιξη της ιστορίας, τότε τα πράγματα είναι εξαιρετικά!

Όπως έγινε κι αυτή τη φορά, με τον δεύτερο κύκλο του «Maestro in Blue» όπως είναι ο διεθνής τίτλος της σειράς, που ήδη φιγουράρει στην πρώτη θέση του TOP10 των σειρών του ελληνικού Netflix (είμαστε πολλοί τελικά που δεν έχουμε υπομονή) και – με όσους μπορούμε να μιλάμε ελεύθερα γι’ αυτήν αφού την είδαν – άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις για όσα έκανε ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης.

Βλέποντας λοιπόν το σύνολο των έξι νέων επεισοδίων της σειράς και αναμένοντας από Νοέμβρη τα τέσσερα τελευταία όπως έχει ανακοινώσει ο ίδιος ο δημιουργός τους, μια γενικά αίσθηση όσων είδαμε θα μπορούσε να διατυπωθεί, όσο γίνεται χωρίς να φανερώσουμε σημαντικά σημεία για την εξέλιξη της ιστορίας και χωρίς να χρειαστεί να νιλωσουμε τύψεις για όσα θα διαβάσετε, ΑΝ είστε από αυτούς που υπομονετικά θα περιμένουν να δουν βδομάδα με βδομάδα τα επεισόδια.

Αρχικά, θέλω να συμφωνήσουμε όλοι, πως ο Παπακαλιάτης έχει πάει πια την δημιουργία μιας τηλεοπτικής σειράς σε άλλο level, ανώτερο από κάθε άλλο που είδαμε στην ελληνική τηλεόραση, κάνοντας απόλυτα λογική την συνθήκη της πρώτης ελληνικής σειράς που ανέβασε το Netflix και ανεβάζοντας τον πήχη πολύ ψηλά τόσο για τον ίδιο και το μέλλον του, όσο και για τους άλλους δημιουργούς της γενιάς του και μικρότερους του, που  φτιάχνουν τηλεόραση και, ειδικά, σειρές μυστηρίου.

Ο Παπακαλιάτης βέβαια, ποτέ δεν είπε πως θέλει να κάνει μία σειρά μυστηρίου και νομίζω πως όποιος τον παρακολουθεί, γνωρίζει πως δεν είναι ο καημός του να γίνει ένας δημιουργός τέτοιου είδους, αλλά νιώθω πως θέλει και είναι πολλά παραπάνω από αυτό. Ακόμα από την ταινία του «Ένας άλλος κόσμος» ο έλληνας δημιουργός έδειξε πως η πρόθεση του είναι να θίξει και να σχολιάσει τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας και, γιατί όχι, και μίας παγκόσμιας νοοτροπίας που τον αφορά. Από θέματα όπως ο ρατσισμός, η συντροφικότητα, η μοναξιά των ανθρώπων μέχρι η σεξουαλικότητα και η αποδοχή, απασχολούν τον Παπακαλιάτη τόσο σε εκείνη την ταινία – που για μένα αποτελεί την αρχή μίας νέας δημιουργικής φάσης του – μέχρι το «Maestro» που ξεδίπλωσε ακόμα πιο έντονα τους προβληματισμούς του με τον δικό του τρόπο – περισσότερο mainstream για κάποιους, λόγος να τον κατηγορούν κάποιοι γι’ αυτό – αδιαφορώντας ωστόσο για όλα εκείνα που διαχρονικά του προσάπτουν, όπως είναι οι όμορφοι πρωταγωνιστές του, οι πλούσιοι ήρωες του και ένας κόσμος κάπως γυάλινος σε σχέση με τον μέσο έλληνα τηλεθεατή.

Βέβαια, κάποια στιγμή, θα πρέπει να αποδεχτούμε τουλάχιστον όσοι επιμένουμε να τον βλέπουμε, πως αυτό είναι ο Παπακαλιάτης, δίνοντας προσοχή στο λαμπερό αμπαλάρισμα των ιστοριών του, αλλά με ακόμα πιο μεγάλη και αξιόλογη προσοχή στο περιεχόμενο του, κρατώντας τελικά την ισορροπία στις ιστορίες που θέλει να πει. Κι αυτό, είναι το σημαντικό στην περίπτωση του, πως εκτός από την λάμψη των ηρώων του, ο θεατής βρίσκει και ιστορίες τόσο καθημερινές, ιστορίες που δεν ξέρω αν κάποιοι αδυνατούν να ταυτιστούν λόγω της κοινωνικής θέσης των ηρώων,  ωστόσο δεν είμαι και πολύ σίγουρος αν αυτό είναι το ζητούμενο. Καθώς ένα μεγάλο θέμα στην μυθοπλασία είναι αν η πρόθεση της πρέπει να είναι να ταυτιστεί ο θεατής μαζί της ή απλά να την παρακολουθήσει ακριβώς γι’ αυτό που είναι, ως μια ιστορία στο γυαλί.

Από την άλλη, η επιλογή του σε ένα σύνολο ηθοποιών, απόλυτα ιδανικών στους ρόλους που καλούνται να ενσαρκώσουν, δίνει στη σειρά ακόμα μεγαλύτερο «ανάστημα» για εκείνον αλλά και για τον θεατή, που απολαμβάνει – ειδικά στο Maestro – την κινηματογραφική αισθητική αλλά και τις απαιτήσεις μίας δουλειάς που γυρίζεται για την τηλεόραση με όρους σινεμά. Κι αυτό, ίσως μαζί με το πρόσφατο «Milky Way» του Βασίλη Κεκάτου, είναι μία συνθήκη που δεν υπήρχε παλιότερα στις ελληνικές παραγωγές, όσο κι αν υπήρξαν πολύ καλές παραγωγές που πάντα όμως, είχαν μια αισθητική τηλεόρασης.

Ασφαλώς σε όλα αυτά, παίζει ρόλο η νέα πραγματικότητα που δημιουργεί απαιτήσεις στον θεατή, κάτι που δημιούργησαν οι πλατφόρμες τα προηγούμενα χρόνια. Κι αν αυτή είναι μία κατάσταση που προσάρμοσε τα διεθνή δίκτυα που φτιάχνουν τηλεόραση, στην Ελλάδα με αρκετή καθυστέρηση το είδαμε να συμβαίνει αυτό τώρα, απαντώντας ίσως με αυτόν τον τρόπο και σε όσους αναρωτιούνται ποια είναι τα συστατικά τελικά για να ξεχωρίσει μία ελληνική σειρά στο εξωτερικό.

Επιστρέφοντας λοιπόν, στον δεύτερο κύκλο του Maestro, είναι ξεκάθαρη η σπουδαία δουλειά που έχει κάνει ο Παπακαλιάτης, με πλοκή που κυλάει εξαιρετικά, με ιστορίες ανθρώπων διαφορετικών μεταξύ τους που όμως, διηγούνται τις ζωές τους αριστοτεχνικά παράλληλα με των άλλων και προχωρούν προς μία κορύφωση που στο τελευταίο επεισόδιο δικαιώνει και τους πιο δύσκολους θεατές.

Μια ιστορία φόνου, μια ιστορία κακοποίησης, μία ιστορία έρωτα, μία ιστορία αποδοχής. Κάθε επεισόδιο εστιάζει σε άλλον ήρωα και σε μία αλλιώτικη κατάσταση που μάς φέρνει τελικά όλο και πιο κοντά στους χαρακτήρες αλλά και στη λύση των θεμάτων που βγαίνουν μπροστά τους και μπροστά μας. Οι ήρωες του Παπακαλιάτη έχουν να παλέψουν με τα μικρά ή μεγάλα προβλήματα τους, να αγωνιστούν γι’ αυτά, να τα λύσουν ή να τα κρύψουν.

Η Στεφανία Γουλιώτη, για ακόμα μία φορά είναι σπουδαία. Άλλωστε μιλάμε για την κορυφαία θεατρική ηθοποιό της γενιάς της και έχει σημασία που επιλέγει σε μία από τις σπάνιες εμφανίσεις της στην τηλεόραση, να συμμετέχει σε σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Βέβαια, κάπως έτσι είναι οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς της σειράς αυτής. Ηθοποιοί που προσέχουν πολύ που θα παίξουν τηλεοπτικά και αυτό τους κάνει «ακριβούς» καλλιτεχνικά και πολύτιμους για μία τηλεοπτική σειρά. Από την υπέροχη Μαρία Καβογιάννη και τον εξαιρετικό Γιάννη Τσορτέκη, μέχρι τους συγκινητικούς Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου και Αντίνοο Αλμπάνη και τους νεότερους Ορέστη Χαλκιά και Γιώργο Μπένο.  Με την Χαρούλα Αλεξίου σε μία δική της κατηγορία ακριβώς επειδή είναι η Χαρούλα μας κι αυτό δεν το προδίδει ούτε παίζοντας τον ρόλο που της έγραψε ο δημιουργός της σειράς. Κομμένα και ραμμένα όλα για τον κάθε ηθοποιό του όπως φαίνεται και αυτό δείχνει την καλλιτεχνική ευαισθησία του Παπακαλιάτη αλλά και την ευκολία του να προσαρμόζει τους ηθοποιούς του πάνω στους ήρωες του.

Για τα επεισόδια αναλυτικά, ίσως θα πρέπει να μιλήσουμε όταν πια τελειώσει η προβολή της σειράς και στο Mega, όπως και για τις μουσικές που επιλέγει ο ίδιος ο Παπακαλιάτης, πέρα από αυτές τις σπουδαίες που έγραψε ειδικά για τη σειρά ο Κώστας Χρηστίδης, που αποτελούν ένα σημείο αναφοράς μόνες τους. Πάντως τα τραγούδια και οι μουσικές που ακούγονται και στον δεύτερο κύκλο, είμαι σίγουρος πως θα συζητηθούν.

Υ.Γ. Ανυπομονώ να συζητήσουμε το συγκλονιστικό τέλος του κύκλου

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα