Χριστούγεννα για όλους;
Κάπου μακριά, σε χώρα που ακόμα κάνει ζέστη, ένα ζευγάρι ψάχνει να βρει ένα ήσυχο μέρος να διανυκτερεύσει. Εκείνη είναι ανεβασμένη σε ένα γαϊδουράκι
Λέξεις: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος
Δύο μέρες για τα Χριστούγεννα και ο κόσμος περνάει βιαστικός. Ο Τάσος τους κοιτάει ατάραχος. Κάποτε ήταν και εκείνος σαν και αυτούς. Όχι πλέον. Μέσα στην κρίση αναγκάστηκε να κλείσει το μαγαζί του. Τα χρέη μαζεύτηκαν. Προμηθευτές, ΙΚΑ, εφορία του πήραν τα πάντα. Η γυναίκα του τον άφησε και πλέον ζει με αυτόν που κάποτε νόμιζε για καλύτερο φίλο του. Η κόρη του, που σπούδαζε στο Λονδίνο, βρήκε μια δουλειά εκεί και έριξε μαύρη πέτρα πίσω της.
Εκείνος, από «κύριος Τάσος», έγινε ο «Τάσος ο άστεγος» και νιώθει ικανοποίηση γιατί βρήκε ένα ήσυχο μέρος, που δεν το πιάνει ο Βαρδάρης για να κοιμάται τα βράδια. Έχει κάνει τις καβάτζες του με κάτι παλιά σκεπάσματα και μια χαρτόκουτα από ψυγείο και νιώθει ότι δεν του λείπει τίποτα. Με τους ανθρώπους δεν έχει πλέον πολλά πολλά, αλλά έχει για παρέα του δύο τεράστιους κόπρους που τον συντροφεύουν και τον προστατεύουν. Μαζί τους μοιράζεται το φαγητό του, όταν βρίσκει φαγητό, μαζί τους μοιράζεται και το χαρτονένιο σπίτι. Με αυτούς τα λέει. Τους μιλάει και εκείνοι ακούνε. Τους λέει για τους ανθρώπους που ήταν κοντά του όταν ήταν «ψηλά» και τώρα κάνουν πώς δεν τον ξέρουν. Για την γυναίκα του δεν τους μιλάει, την έχει ξεγράψει από το μυαλό του. Ούτε για τον «φίλο» του τον Τάκη, που πήρε την θέση του στην αγκαλιά της. Όταν, όμως, πιάνει να τους πει για την κόρη του, μιλάει με παράπονο και πόνο. Μιλάει, όμως, και με καμάρι γιατί πλέον έγινε «μεγάλη και τρανή». Εύχεται ο Θεός να την έχει καλά και να την φωτίζει να μην κάνει τα ίδια λάθη που έκανε εκείνος, να χαίρεται την ζωή της και ας είναι μακριά του.
Τώρα που είναι Χριστούγεννα, θα ακολουθήσει και εκείνος «εορταστικό πρόγραμμα». Θα πάει στη «δομή», θα κάνει μπάνιο, θα πλύνει τα ρούχα του και θα καθίσει στο τραπέζι μαζί με τους άλλους που σαν και αυτόν «ατύχησαν», κατά πώς λένε, στη ζωή τους. Θα έλθουν και οι «επίσημοι», με τα ωραία ρούχα. Θα φωτογραφηθούν μαζί τους, για να έχουν κάτι να δημοσιεύσουν στα δελτία τύπου και στα social και ύστερα θα φύγουν βιαστικά για να προλάβουν το δικό τους τραπέζι «για την πιο λαμπερή νύχτα του χρόνου». Όταν θα φύγουν οι μεγάλοι θα αρχίσει η πραγματική γιορτή για αυτούς. Ο Μήτσος ο ψηλός, θα χορέψει την ζεμπεκιά του. Η Ελένη, η Δραμινή, θα ανέβει στο τραπέζι για το τσιφτετέλι – σήμα κατατεθέν της. Οι υπόλοιποι θα χτυπούν παλαμάκια, ενώ ο νους τους θα ταξιδεύει στα χρόνια που δεν τους ένοιαζε αν υπάρχει «δομή αστέγων» και περνούσαν τα Χριστούγεννα στα ζεστά σπίτια τους με τους δικούς τους ανθρώπους.
Ας είναι. Ίσως να είναι πιο καλά έτσι. Τα έχει βρει με τον εαυτό του και έχει ισορροπήσει. Ο αρχικός θυμός έδωσε την θέση του σε μια περίεργη γαλήνη. Πλέον κοιμάται καλά το βράδυ και όταν είναι τυχερός, κάτι τέτοιες μέρες γιορτινές, δέχεται επισκέψεις στα όνειρα του. Βλέπει την κορούλα του, πανέμορφη, με ρούχα επίσημα. Έχει έλθει να τον δει και εκείνος δεν είναι ο «Τάσος ο άστεγος». Είναι και πάλι, για λίγο, ο «κύριος Τάσος». Φοράει κουστούμι και γραβάτα. Κάθονται σε ένα όμορφο τραπέζι και την ακούει να του μιλάει για την ζωή της. Και ύστερα εκείνος ξυπνάει με μια γλύκα και μια ζεστασιά στην καρδιά του, λες και τα έχει ζήσει στ’ αλήθεια όλα αυτά. Χαϊδεύει τα σκυλιά του και εκείνα του ανταποδίδουν την αγάπη, με τον τρόπο που μόνο τα ζώα ξέρουν να το κάνουν.
Λίγο πιο κάτω, από την καβάτζα του Τάσου βρίσκεται το μεγάλο θεραπευτήριο. Η Ισμήνη κάθεται στην καρέκλα και βλέπει τις σταγόνες «της χημείας» να μπαίνουν σιγά σιγά στο κορμί της. Είναι μισοζαλισμένη αλλά στο μυαλό της κάνει σχέδια για το βράδυ. Ξέρει ότι όταν θα φύγει από το νοσοκομείο θα είναι χάλια, αλλά έχει πάρει την απόφαση να δείξει στην αρρώστια ότι εκείνη κάνει κουμάντο στη «σχέση τους». Θα κοιμηθεί για λίγο, μπας και καταφέρει να έλθει λίγο «στα ίσια της» και ύστερα θα πάει στο κομμωτήριο. Θα πει να της φτιάξουν και τα νύχια. Πάντα της άρεσε να της φτιάχνουν τα νύχια. Οι λεπτομέρειες είναι που κάνουν τη διαφορά. «Απόψε θα καταπλήξουμε τα πλήθη», είπε από μέσα της κλέβοντας την ατάκα από την παλιά Ελληνική ταινία.
Ο Μανώλης φοράει νιτσεράδα κίτρινη και ας είναι ΠΑΟΚι τρελό. Επάνω στο μηχανάκι δεν χωρούν οπαδικά. Από το πρωί τρέχει και παραδίδει παραγγελίες. Εκμεταλλεύεται το «υπόλοιπο της αδείας» που του έδωσαν από την κανονική δουλειά και δουλεύει από το πρωί στην δεύτερη. Χριστούγεννα και οι ανάγκες είναι πολλές. Είναι και το PS5 που έχει ζητήσει ο πιτσιρικά και έχει αποφασίσει να του το πάρει ακόμα και αν πρέπει να παραδίδει καφέδες και πιτόγυρα σε όλη την άδεια του. Η κυρία Μαρία, ετών ογδόντα επτά – αλλά λέμε ογδόντα δύο, έχει ξυπνήσει από το πρωί για να πάει στο κομμωτήριο. Φοράει τα καλά του και περιμένει τα εγγόνια της να έλθουν να της πουν τα κάλαντα. Τους έχει ετοιμάσει τα δώρα τους αλλά και κουραμπιέδες, που τους αρέσουν και σοκολάτες για να τους βάλει στην τσέπη μαζί με χρήματα που τα έχει κάνει πακετάκι περίτεχνο.
Η κυρία Ελένη φέτος έχασε τον Πέτρο της. Δεν ήταν ξαφνικό. Όλοι είπαν ότι «αναπαύθηκε». Είχε προετοιμαστεί για αυτό, όσο μπορεί κανένας να προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο. Μετά το πρώτο σοκ, το είχε φιλοσοφήσει αλλά αυτές τις μέρες της ερχόταν δύσκολο. Το κουβέντιαζε με την φίλη της την Ιουλία και όπως της παραπονιόταν αποφάσισε ότι θα γιόρταζε τα Χριστούγεννα, όσο γίνεται καλύτερα, για να τιμήσει την μνήμη του και τις όμορφες γιορτές που είχαν ζήσει τόσα χρόνια μαζί. Στόλισε το σπίτι. Έφτιαξε γλυκά και τώρα καθόταν και περίμενε τον γιό της να έλθει να πιούν το καφεδάκι τους συνοδεία κουραμπιέ. Ο Νίκος δουλεύει στο σούπερ μάρκετ και γεμίζει ράφια. Θα το κάνει μέχρι το βράδυ. Παραμονή ξεπαραμονή η δουλειά δεν σταματά. Ο Κώστας είναι τροχονόμος και κάθεται κάτω από την βροχή σφυρίζοντας. Θα πάει στο σπίτι ξεπαγιασμένος αλλά, τι να κάνεις, έτσι είναι η δουλειά. Η Μαρία από το πρωί φτιάχνει μαλλιά αλλά δεν ξέρει αν θα προλάβει και αν θα έχει τις δυνάμεις για να φτιάξει και τα δικά της.
Ο Στέφανος με την Ελένη σπρώχνουν το καρότσι με το μωράκι τους. Έχουν κατέβει στο κέντρο για βόλτα. Στην αγορά, αλλά χωρίς να έχουν κάτι να ψωνίσουν. Τα δώρα τα έχουν πάρει από μέρες και για το τραπέζι δεν ανησυχούν αφού είναι καλεσμένοι στους γονείς του Στέφανου, που πλέον έχουν μετονομαστεί σε «παππούδες». Κοιτούν το μωράκι τους, που δεν έχει χρονίσει ακόμα και εκείνος τραγουδάει «It’s baby’s first Christmas».
Κάπου μακριά, σε χώρα που ακόμα κάνει ζέστη, ένα ζευγάρι ψάχνει να βρει ένα ήσυχο μέρος να διανυκτερεύσει. Εκείνη είναι ανεβασμένη σε ένα γαϊδουράκι. Είναι στις μέρες της και περπατάει με δυσκολία. Κάπου ψηλά ακριβώς από πάνω τους, ρίχνει το λαμπερό του φως και τους δείχνει τον δρόμο.
Εύχομαι να τον δείξει σε όλους μας. Καλά Χριστούγεννα!