1978: Το καλύτερο καλοκαίρι της ζωής μου
Γνώρισα δεύτερα και τρίτα ξαδέλφια μου, γνώρισα πολύ κόσμο, έκανα φιλίες που κάποιες κρατούν ακόμη, γνώρισα τον πρώτο μου έρωτα....
Το καλοκαίρι του 1978, ήμουν 12,5 χρονών. Είχα τελειώσει την πρώτη γυμνασίου. Τότε δίναμε εξετάσεις σε κάθε τέλος χρονιάς του γυμνασίου. Οι σεισμοί είχαν αρχίσει από τον Απρίλιο, αν θυμάμαι καλά, και μέσα στο Μάϊο είχε αρκετούς. Τον Ιούνιο άρχισαν να πυκνώνουν τα κουνήματα. Εξετάσεις, εφηβεία και σεισμοί, τα νεύρα μου ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Φοβόμουν υπερβολικά. Τρόμαζα (και ακόμη τρομάζω) πολύ, χωρίς να υπάρχει κάποια προηγούμενη κακή εμπειρία. Την Δευτέρα 18 Ιουνίου, το απόγευμα, έγινε ένας 5άρης, αν δεν κάνω λάθος, και μ’ έπιασε κάτι σαν υστερία. Με βούτηξαν οι γονείς μου, μόλις είχαν τελειώσει τα σχολεία, και με πήγαν στο χωριό στον παππού και την γιαγιά. Έμειναν κι αυτοί το βράδυ και έφυγαν την άλλη μέρα το πρωί. Εγώ θα έμενα στο χωριό, πράγμα που με ανακούφιζε πολύ. Κοιμόμουν στο ίδιο δωμάτιο μαζί με τη γιαγιά που είχε την καρδιά της.
Το χωριό απέχει από την Βόλβη, όσο και η Θεσσαλονίκη από αυτήν. Το βράδυ, στις 11, όταν αρχίζει και κουνάει, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες μέρες που υστεριαζόμουν, η πρώτη μου κίνηση είναι να σηκωθώ και να καθησυχάσω τη γιαγιά. Κουνούσε ακόμη, η γιαγιά ψύχραιμη και εγώ κατευθύνομαι στο χολ, όπου βρίσκονταν το τηλέφωνο. Όσοι ζούσατε τότε, θα ξέρετε πόσο δύσκολο ήταν να βγάλεις ένα υπεραστικό τηλέφωνο, πάρε το 0 και ξαναπάρε τον κωδικό και δεν σε ακούω και μύρια όσα. Έβγαλα γραμμή στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη με την πρώτη. Άκουσα τους γονείς μου να λένε ότι είναι καλά, η μικρή αδελφή μου επίσης καλά, κάτι πράγματα έπεσαν και έσπασαν, αλλά μέχρι εκεί. Θα έβγαιναν να περάσουν την νύχτα στο αυτοκίνητο. Οι αλάνες περίσσευαν εκείνον τον καιρό. Θα πήγαιναν και στο σπίτι των άλλων παππούδων, που ζούσαν στην Θεσσαλονίκη, για να βεβαιωθούν ότι είναι και εκείνοι καλά.
Τότε οι υποψήφιοι για πανεπιστήμιο έδιναν εισαγωγικές εξετάσεις τον Σεπτέμβριο, επάνω σε μια ακαθόριστη ύλη, τόσο οι του “Πρακτικού” όσο και του “Κλασσικού”. Τα παιδιά που ήταν στον καιρό τους, από το χωριό, είχαν κατεβεί στη Θεσσαλονίκη για φροντιστήρια, ή για να διαβάσουν απερίσπαστα από τις αγροτικές δουλειές εκείνο το καλοκαίρι. Σαν έγινε αυτό, γύρισαν όλα πίσω στο χωριό, το οποίο για τον επόμενο ένα δυο μήνες, ξαναβρήκε παλιές δόξες και γέμισαν όλα του τα σπίτια από οικογένειες που ήρθαν να ξεκαλοκαιριάσουν με ασφάλεια. Γέμισε νέους και νέες ο τόπος. Γνώρισα δεύτερα και τρίτα ξαδέλφια μου, γνώρισα πολύ κόσμο, έκανα φιλίες που κάποιες κρατούν ακόμη, γνώρισα τον πρώτο μου έρωτα. Φιλοξένησα δικές μου φίλες από την πόλη, απέκτησα μια κάποια αυτονομία, να μπορώ να κυκλοφορώ μόνη μου μέχρι κάποια ώρα, πήγα σε ντισκοτέκ, χόρεψα μπλουζ, άκουσα του Αχαρνείς του Σαββόπουλου, διάβασα το “Άκου ανθρωπάκο” του Βίλχελμ Ράιχ. Ήταν το καλοκαίρι της ενηλικίωσης. Ήταν το καλύτερο καλοκαίρι της ζωής μου.