25-χρόνια-χωρίς-τον-τάσο-μιχαηλίδη-1334239

Parallax View

25 χρόνια χωρίς τον Τάσο Μιχαηλίδη

Ένα σημείωμα μνήμης για το δημιουργό του Εξώστη

Parallaxi
Parallaxi

Λέξεις: Δημοσθένης Ξιφιλίνος

Ήταν Τετάρτη 14 Ιουνίου του 2000. Μια ακόμα μέρα στη δουλειά, όπου δουλειά τότε για τον γράφοντα σήμαινε εφημερίδα “Μακεδονία”. Στο πολιτιστικό της τμήμα εργαζόταν σχεδόν σύσσωμος ο “εξώστης”. Έντυπο αφιερωμένο ακριβώς σ’ αυτό, στον πολιτισμό δηλαδή, και με ειδικότητά του τον κινηματογράφο, στον οποίο αφιέρωνε τις 8 από τις 16 σελίδες του, ο “εξώστης” είχε συμπληρώσει ακριβώς την προηγούμενη εβδομάδα τα 500 φύλλα κυκλοφορίας. Το είχε γιορτάσει με ένα επετειακό τεύχος, όπου φίλοι, αλλά και “φίλοι” (πάντα υπάρχουν τέτοιοι) μιλούσαν με θαυμασμό για το επίτευγμα και εύχονταν τα καλύτερα για την εβδομαδιαία αυτή εφημερίδα.

Με συμπαραστάτη στο ξεκίνημα τον Αλέξη, τον κορυφαίο κριτικό κινηματογράφου της πόλης ήδη από τα τέλη του ’70, πριν φύγει για το “Fix carre”, εκδότης του “εξώστη” ήταν ο Τάσος Μιχαηλίδης. Άνθρωπος πολύ μπροστά από την εποχή του, ο πρώτος διδάξας την ευδοκιμήσασα -ειδικά τα χρόνια του ’90 και του ’00- ιδέα ενός δωρεάν διανεμόμενου εντύπου, που θα ζούσε μόνο από τις όποιες διαφημίσεις του, αλλά και από την εθελοντική σε μεγάλο βαθμό συνδρομή σε κείμενα των περισσότερων αρθρογράφων του. Τι σήμαινε αυτό; Ότι προφανώς οι πιο πολλοί εξ αυτών τουλάχιστον αρχικά δεν θα ήταν δοκιμασμένες στο χρόνο πένες, αλλά πρωτάρηδες στο χώρο της δημόσιας γραφής.

Υπήρξε σπουδαίος στο να κρίνει ποιος γραφιάς είχε αυτό το κάτι, ο Τάσος, όπως τον μάθαμε όσοι διανύσαμε μαζί του μικρό η μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής από την Παρασκευή και 13 (καθόλου τυχαία επιλογή) Νοεμβρίου του 1987 και τη στοά Χρυσικοπούλου ως την προαναφερθείσα Τετάρτη 14 Ιουνίου 2000 και την Ισαύρων 3. Τον μάθαμε έτσι γιατί ο λόγος της απίστευτης αντοχής και επιτυχίας του “εξώστη” ήταν η λειτουργία του με τη λογική μιας μικρότερης ή μεγαλύτερης αληθινής παρέας. Χωρίς πληθυντικούς ψευδεπίγραφης ευγένειας. Ίσως γι’ αυτό και άντεξε τις μικρές ή μεγάλες τρικυμίες που συνάντησε. Σημαντικότερη εξ αυτών η οργή των αιθουσαρχών, που πετούσαν στα σκουπίδια τα τεύχη όταν δεν είχαν κάθε εβδομάδα κάποιον να εκθειάζει τις ταινίες που πρόβαλαν, όπως είχαν φανταστεί ότι θα συνέβαινε σχεδόν ανέξοδα, με μια μικρή διαφημισούλα, αποφεύγοντας πάντως προς τιμήν τους τη μεσαιωνική πυρά…

Ένας από αυτούς που του οφείλει τα μέγιστα είναι και ο υπογράφων τούτον το μικρό φόρο τιμής σε έναν εκδότη διαφορετικό, ο οποίος πρώτος έφερε και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές στην υπηρεσία του τύπου στη χώρα μας, αλλάζοντας την αγαπημένη παλιομοδίτικη γουτεμβέργια συνταγή, επειδή αντιλήφθηκε έγκαιρα τα σημεία των καιρών και αγκάλιασε τα καλά της τεχνολογικής προόδου. Ήταν γύρω στην Πρωταπριλιά του 1995, όταν με ένα πρωτόλειο κριτικό κείμενο για το αριστουργηματικό “Lamerica” του Τζιάνι Αμέλιο ανταποκρίθηκα (ώρα και για λίγο πρώτο πρόσωπο, καμιά φορά πρέπει να μην τηρούμε τις βασικές αρχές μας) σε μορφή επιστολής στα γραφεία του εντύπου στην πρόσκληση που απηύθυνε ο “εξώστης” για νέο “αίμα”. Στις 6 Απριλίου μάλιστα, με το υπέροχο “Λεόν” του τότε ακμαίου Λικ Μπεσόν έγινε πραγματικότητα και η πρώτη δημοσίευση. Ακολούθησαν δύο και πλέον χρόνια τακτικότατης παρουσίας στις σελίδες, προτού προκύψει η αναπόφευκτη στρατιωτική θητεία. Μετά το φανταρικό οι επισκέψεις στην Ισαύρων 3 δεν αραίωσαν, έστω ως φιλική συμμετοχή στους πάντα απολαυστικούς καφέδες μετά σινεαναλύσεων. Και…

…Ας επιστρέψουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε. Στην οδό Μοναστηρίου στεγάζονταν οι ιστορικότερες ημερήσιες εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, η “Μακεδονία” και η “Θεσσαλονίκη”. Εκεί ήταν ο αγαπημένος φίλος του Τάσου Χρήστος (σπουδαίος και ως ηθοποιός, πέρα από δημοσιογράφος), ο Στράτος (συνώνυμος κι αυτός του εξώστη, ως αρχισυντάκτης), η Μαρία, η αφεντιά μου, η Μελίνα, η Βάγια, ο Γιάννης και αρκετοί ακόμα που πλάστηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από τον πηλό του.

Εκεί και το σούσουρο, οι ψίθυροι, τα βουρκωμένα κόκκινα μάτια: η απίστευτη είδηση ότι αυτός ο τόσο ζωντανός και κεφάτος τύπος (γιατί μιλάμε για… φοβερό τύπο και με τη μεταφορική έννοια) έφυγε από τη ζωή πριν κλείσει τα 40 του χρόνια από ανακοπή, μέσα σε ένα ταξί, που τον άφηνε στη δεύτερή του αγάπη (μετά τον “εξώστη” φυσικά), στο ραδιόφωνο του 102 FM επί της οδού Αγγελάκη.

Το εορταστικό τεύχος 500 το διαδέχτηκε το κατάμαυρο 501 με τη φωτογραφία του. Φτιάχτηκε εν μια νυχτί, από όλους εμάς που συγκεντρωθήκαμε το βράδυ εκείνο για να βρούμε τρόπο απάντησης στο σοκ, να πολεμήσουμε την κακιά μοίρα. Ως και το 2009, η ομάδα που δημιούργησε ο Τάσος, εμπλουτισμένη φυσικά με νέους και πιο νέους και ακόμα πιο νέους ανθρώπους, εκ των οποίων και πάλι αρκετοί παραμένουν πάντα στις επάλξεις μέσα από περιοδικά ή το διαδίκτυο, άντεξε και συνέχισε. Λεφτά δεν υπήρχαν όμως, το ταξίδι κάποτε τελείωσε.

Σήμερα, 25 χρόνια αργότερα, το σωτήριο έτος 2025, την αποφράδα 14η Ιουνίου, μια μέρα μετά από μια Παρασκευή και 13 ξανά, ας θυμηθούμε όσοι τον ζήσαμε και ας τον γνωρίσουν νοερά οι επόμενες γενιές τον γενάρχη του free press στην Ελλάδα…

Αντίο φίλε, κατά πώς θα έλεγαν και οι Αλέν Ντελόν και Τσαρλς Μπρόνσον στο περίφημο φιλμ του Ζαν Ερμάν. Αντίο από όσους καταγράφηκαν στις προηγούμενες γραμμές, αλλά και από την Άννα, την Έλσα, τη Βούλα, τη Σοφία, τη Χριστίνα, τον Μίλτο, τον Θόδωρο, τον Φιλήμονα και τόσους άλλους. Δεν χρειάζονται επώνυμα, άλλωστε μιλάμε για τον Τάσο.

*Ο Δημοσθένης Ξιφιλίνος είναι κριτικός Κινηματογράφου 

**Εικόνα: Το τεύχος 501 του Εξώστη με τη φωτογραφία του Τάσου Μιχαηλίδη στην πρώτη σελίδα, δύο μέρες μετά το θάνατό του

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα