28 Καρφούρ-Συκιές-Πανεπιστήμιο
της Παυλίνας Εξαδακτύλου Η ίδια διαδρομή για χρόνια. Από τότε που έφυγε από το πατρικό της, έκανε το ίδιο δρομολόγιο. Σούπερ μάρκετ, σπίτι, σχολή. Ήταν πολύ νέα όταν έφυγε από το σπίτι που μεγάλωσε. Είχανε περάσει καμιά δεκαριά χρόνια από τότε. Όσα ακριβώς και τα χρόνια που είχε να μιλήσει μαζί του. Δεν είχανε μαλώσει […]
της Παυλίνας Εξαδακτύλου
Η ίδια διαδρομή για χρόνια. Από τότε που έφυγε από το πατρικό της, έκανε το ίδιο δρομολόγιο. Σούπερ μάρκετ, σπίτι, σχολή. Ήταν πολύ νέα όταν έφυγε από το σπίτι που μεγάλωσε. Είχανε περάσει καμιά δεκαριά χρόνια από τότε. Όσα ακριβώς και τα χρόνια που είχε να μιλήσει μαζί του. Δεν είχανε μαλώσει κι ούτε είχανε ανταλλάξει κουβέντες. Απλά μια μέρα εκείνη κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να τον συγχωρήσει ποτέ κι εκείνος δεν έμπαινε καν στον κόπο να προσπαθήσει για εκείνη. Είχε χαθεί από φίλους και ζούσε απ’ το νοίκι της Αγγελάκη. Καλά που της άφησε η γιαγιά της εκείνο το σπίτι και μπορούσε να τα βγάζει πέρα χωρίς να δουλεύει. Το διδακτορικό τής έτρωγε όλο το χρόνο και την ενέργεια. Καλύτερα έτσι. Δεν της έμενε καθόλου καιρός να σκεφτεί ούτε καν τον εαυτό της. Όλο το πρωί στο εργαστήριο, μετά ένα βιαστικό πέρασμα από το σούπερ μάρκετ και πίσω στο σπίτι.
Πεντακάθαρο το σπίτι κι είχε να κοιμηθεί εδώ και κάτι μήνες. Κάθε βράδυ παρακαλούσε από μέσα της να καταφέρει να κοιμηθεί και κρατούσε στα χέρια της μια ξεθωριασμένη εικόνα που της είχε χαρίσει η γιαγιά. Κάθε βράδυ έμενε ξάγρυπνη μέχρι τα ξημερώματα και καθάριζε σχολαστικά κάθε γωνιά του σπιτιού. Ούτε άνθρωπος δεν πατούσε κι όμως αυτή το καθάριζε. Τα χέρια της ήταν πια νοτισμένα από τη χλωρίνη και όλες τις οι φούστες είχαν ξεβάψει από τα καθαριστικά. Δε μπορούσε να τον συγχωρήσει και ξέπλενε τις ενοχές της με τις χλωρίνες.
Τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια την είχανε λυγίσει εντελώς κι είχε μια βδομάδα να πατήσει στη σχολή. Η Κατερίνα, η υπάλληλος στα κασέρια και τα ζαμπόν, είχε αρχίσει να ανησυχεί. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που εμπιστευόταν από τότε που έφυγε από το πατρικό της. Πέρασε κάνα δυο φορές από το σπίτι αλλά δεν της άνοιξε. Το αναμμένο φως στην κουζίνα την καθησύχασε. Την φαντάστηκε να ξεφλουδίζει με επιμέλεια δυο-τρεις πατάτες, να τσεκάρει αν το νερό έχει βράσει και να σφουγγαρίζει τα λευκά μάρμαρα στο σαλόνι. Δεν την είδε ποτέ κανείς ξανά. Λες και είχε παραπέσει σε καμιά χαραμάδα του λεωφορείου. Λες και είχε χωθεί σε μια συσκευασία δημητριακών, απ’ αυτές που σου δίνουν δώρο 30% έξτρα περιεχόμενο. Λες και είχε εξαϋλωθεί σε κάποιο από τα πειράματα.
Ξημέρωνε Πρωτοχρονιά. Από το απέναντι παράθυρο μια μάνα έλεγε ένα παραμύθι στα παιδιά της που δεν έλεγαν να κοιμηθούν. «Σαν ξημέρωσε Πρωτοχρονιά, οι περαστικοί είδαν ένα κορίτσι να κοιμάται γαλήνιο στο πλατύσκαλο ενός σπιτιού επάνω στο χιόνι, τριγυρισμένο από αναρίθμητα σπίρτα».