65ο ΦΚΘ: Οι ελληνικές ταινίες που αγάπησα

Νέος αέρας στις ελληνικές συμμετοχές.

Μυρτώ Τούλα
65ο-φκθ-οι-ελληνικές-ταινίες-που-αγάπησ-230381
Μυρτώ Τούλα

Στην εκπνοή του 65ου ΦΚΘ, έμειναν πολλά. Φέτος είδα μόλις 15 ταινίες και αν δεν είχαν εξαντληθεί οι θέσεις για κάποιες που ήθελα, θα είχα δει παραπάνω -εξάλλου η μεγάλη απογοήτευση σε αυτές τις δέκα μέρες, είναι όταν μπαίνεις να κλείσεις εισιτήρια και βλέπεις το ένα sold out μετά το άλλο.

Προτίμησα πιο πολύ από κάθε άλλη χρονιά το ελληνικό σινεμά. Και ναι, είναι πολύ ωραίο να παρακολουθείς την ταινία των χι- ψι συντελεστών με τους συντελεστές, την βλέπεις με άλλο μάτι, καταγράφεις τις αντιδράσεις τους, σκέπτεσαι διαφορετικά. Ήταν η πρώτη χρονιά από τότε που ήμουν εθελόντρια που έκατσα σε όλα τα q&a, οπότε εμβάθυνα σε σύμπαντα που διαφορετικά μπορεί να μην είχα την ευκαιρία να το κάνω.

Η ανάγκη, η δίψα και η αγάπη για το σινεμά κορυφώθηκε…και φυσικά οι ελληνικές παραγωγές μου έκλεψαν την καρδιά, αν και με μεγάλη στεναχώρια δεν παρακολούθησα τις 3 πολυσσυζητημένες “Arcadia”, “Κιούκα πριν το τέλος του καλοκαιριού” και “Wishbone” τις οποίες εύχομαι να τις δούμε στο σινεμά τους επόμενους μήνες. Εδώ αυτές που αγάπησα.

Utopolis

Στις γειτονιές του Πειραιά, δύο ένας πρόσφυγας, εργάζεται το πρωί σε εργοστάσιο και το βράδυ σε συνεργείο αυτοκινήτων-εκεί όπου έχει έναν άλλον φίλο πρόσφυγα, ο οποίος φαίνεται ολιγομίλητος και πληγωμένος ενώ ψάχνει κι αυτός μία δεύτερη δουλειά για να ανταπεξέλθει. Παράλληλα με τις ιστορίες των προσφύγων, ο Μάκης Παπαδημητρίου – ένας άνδρας γύρω στα 40 που μένει ακόμη με τους γονείς του και τον ακούς να μιλά και να αντιδρά με όλα τα ρατσιστικά στερεότυπα και ο Ανδρέας Κωνσταντίνου – ένας άντρας με οικογένεια και παιδιά που αισθάνεται πως δεν έχει καμία θέση στο αμάξι του Μάκη και αντιτίθεται σε όλα τα ρατσιστικά σχόλια που ακούει- παίρνουν ρόλους φρουρών στην γειτονιά. Περνάνε όλο το βράδυ μαζί και καταλήγουν στην καντίνα της γειτονιάς για καφέ, εκεί, όπου συμπτωματικά ο ένας από τους δύο πρόσφυγες φλερτάρει διακριτικά με την μία από τις δύο κοπέλες που σερβίρουν. Κάπως έτσι ξεκινάει ο καυγάς του Μάκη Παπαδημητρίου και του πρόσφυγα και καταλήγει πολύ άσχημα. Στην συγκεκριμένη ταινία γέλασα και σοκοράστικά, επίσης, είναι πολύ κοντά στις εποχές που βιώνουμε σήμερα. Η καχυποψία, η αμάθεια, το μίσος προς το άλλο χρώμα δέρματος, ακόμη και η ανάγκη των προσφύγων να αφήσουν πίσω τους την ζωή που κάνανε στις χώρες τους.

Έχω κάτι να πω

 Ο Σταύρος διδάσκει σε μια σχολή κινηματογράφου. Θέλει τα σενάρια να έχουν κάποιο βαθύ νόημα. Έτσι, έχει ελάχιστους σπουδαστές στην τάξη του και χάνει τη δουλειά του. Αποφασίζει να γράψει τις σκέψεις του για το βαθύτερο νόημα σε ένα βιβλίο. Αυτό, όμως, δεν φαίνεται να ενδιαφέρει κανέναν. Εκτός από μία προσφύγισσα σεξεργάστρια η οποία ήταν φιλόλογος στην χώρα της και δείχνει τρομερό ενδιαφέρον για τις απόψεις του Σταύρου aka Αντίνοου Αλμπάνη. Το βιβλίο ωστόσο πάει άπατο. Αυτό που ξεχώρισα στην ταινία του Στράτου Τζίτζη, είναι, η σκηνοθεσία, καθώς παρακαλουθούμε την ταινία, βλέπουμε πως η ταινία γυρνάται ταυτόχρονα, ουσιαστικά το backround, τα συνεργία, τους διαλόγους ανάμεσα σε σκηνοθέτη και πρωταγωνιστές. Μία ταινία που λύνεσαι στο γέλιο, ταυτίζεσαι με την ελπίδα του πρωταγωνιστή και σου παιρνά θετικά ακόμη και το αίσθημα της απογοήτευσης. 

Κυνήγι

Μεγάλη έκπληξη για εμένα η ταινία “κυνήγι”. Στην οποία ο σκηνοθέτης δημιούργησε το σενάριο πάνω στον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή του ο οποίος δεν είναι καν ηθοποιός. Ένας άντρας ξυλουργός λοιπόν, μένει σε ένα μικρό εργατικό διαμέρισμα στην Αθήνα, λίγο μοναχικός και πολύ χαμηλών τόνων. Κάθε Σαββατοκύριακο πάει για κυνήγι, στο χωριό του, μέχρι που πεθαίνει η μάνα του και ξεκινά να ασχολείται με την περιουσία της. Στο ακριβώς δίπλα διαμέρισμα ένας αστυνομικός κακοποιεί καθημερινά τον σκύλο του και το σκυλί κλαίει όλη μέρα. Η επαφή του πρωταγωνιστή με το σκυλί είναι ας πούμε ο καθρέφτης, το κοινό της αναζήτησης της φροντίδας και της αγάπης που ψάχνουν και οι δύο. Βλέπουμε τον αστυνομικό να χτυπά και να βρίζει τον πρωταγωνιστή επειδή μόνο και μόνο έδωσε στο σκυλί από τα κάγκελα του μπαλκονιού ένα μπαλάκι ή φαγητό. Αυτό που με σόκαρε ήταν το τέλος, το οποίο όμως δεν θα σας το περιγράψω γιατί εύχομαι η συγκεκριμένη ταινία να κυκλοφορήσει στην μεγάλη οθόνη. Ένα τέλος απελευθέρωσης και νέμεσης. Και φυσικά ξεχωρίζω την τρομερή υποκριτική του Γιάννη Μπελή, που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον χώρο του θεάματος.

Riviera

Μπορεί να μην είμαι καν αντικειμενική σε αυτή την ταινία αλλά ήταν μία από τις αγαπημένες μου λόγω συναισθηματικής φόρτισης. Στην Αθηναϊκή Ριβιέρα, βλέπουμε μία οικογενειακή πανσιόν που αρχίσει να καταρρέει να περνά σε ξένα χέρια. Μία οικογένεια, προσπαθεί με νύχια και με δόντια να την κρατήσει, όμως χρήματα δεν υπάρχουν και η πανσιόν πωλείται σε κινέζους επενδυτές,. Εκεί μέσα όμως υπάρχουν τα καλοκαίρια μιας ολόκληρης ζωής μίας 17χρονης κοπέλας, η οποία έχει χάσει τον πατέρα της και μιλά καθημερινά στον φοίνικα του – σαν να ταν αυτός – ο οποίος αργοπεθαίνει μαζί με την ανυπόφορη υγρασία που απλώνεται στους τοίχους του μικρού πανδοχείου. Νομίζω πως δεκάδες οικογένειες, έχουν μπει σε αυτή την σκέψη και διαδικασία τα τελευταία χρόνια για τις εξοχικές τους κατοικίες. Μία ταινία με εξαιρετική ρετρό σκηνοθετική ματιά, σύγχρονη πλοκή και σπουδαίους χαρακτήρες που κουμπώνουν άψογα στα τουριστικά θέρετρα του 80 που κάποτε γνώρισαν μεγάλες δόξες και σήμερα ρημάζουν ή πωλιούνται.

Cafe 404

Μία καλή ελληνική μαύρη κωμωδία που είχαμε χρόνια να δούμε. Ο Τζίμι παλεύει να κρατήσει ζωντανό το ξεχασμένο Café 404, μία οικογενειακή επιχείρηση που έχει βουτήξει στην χρεοκωπία. Μια μυστηριώδης τσάντα φέρνει την ελπίδα για σωτηρία παρέα με έναν ετοιμοθάνατο άντρα. Ο πιο παλιός συνεργάτης του Τζίμι φαίνεται να είναι μπλεγμένος με την διακίνηση ναρκωτικών, η οποία λαμβάνει χώρα κάτω από την μύτη του πρωταγωνιστή. Μία σύγχρονη ταινία με γρήγορο ρυθμό που εξερευνά ηθικά διλλήματα που συναντάμε στην καθημερινότητα. Εκεί κάπου συναντάμε και την Μαρία Ναυπλιώτου, ως βαρόνα των ναρκωτικών. Μία ταινία δράσης και μαύρης κωμωδίας που δεν σου αφήνει το περιθώριο να βαρεθείς και σε κάθε σκηνή σε κρατάει σε εγρήγορση.

Killerwood 

Η ταινία που αφηγείται την σάτιρα της μεταμοντέρνας βιομηχανίας ταινίων. Η πλοκή επικεντρώνεται στην προσπάθεια ενός νέου σκηνοθέτη να γυρίσει ένα θρίλερ που περιστρέφεται γύρω από μια σειρά ανεξιχνίαστους φόνους. Έτσι, η αφήγηση παίρνει τη μορφή της ταινίας μέσα σε ταινία… μέσα σε ταινία, αφού παρακολουθούμε παράλληλα τόσο τα παρασκήνια, τη μυθοπλασία και όσα συμβαίνουν γύρω από αυτά. Εξαιρετική η πρωταγωνίστρια, Έλσα Λεκάκου, την οποία σε λίγο καιρό θα συζητάμε για την σπουδαία της υποκριτική. Η ταινία μέσα από την σάτιρα των ρόλων της ξετυλίγει το κουβάρι της εμμονής και των δυσκολιών όλων όσων ασχολούνται με τον κινηματογράφο στην Ελλάδα σήμερα, meta χιούμορ και ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση τι καλύτερο;

Meat

Η ταινία διαδραματίζεται σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, όπου ο Τάκης ετοιμάζει τα εγκαίνια του νέου του κρεοπωλείου. Ο Τάκης όμως φαίνεται πως δεν κάνει καθαρές δουλειές κι έχει μπλεξίματα με άλλους συγχωριανούς του ενώ ταυτόχρονα λαδώνει τον “σερίφη” του χωριού για το παράνομο σφαγείο του. Ενώ με το ξετύλιγμα του νήματος της πλοκής, φαίνεται πως η ίδια η γυναίκα του Χρήστου δεν τον αντέχει. Μια μέρα πριν τα εγκαίνια, ο γιος του Παύλος σκοτώνει τον γείτονα που διεκδικεί μέρος της γης τους. Μοναδικός μάρτυρας ο Χρήστος, ένας νεαρός από την Αλβανία, τον οποίο ο Τάκης έχει μαζί του από μικρό. Εκεί λοιπόν ξεκινά και η ιδιοτροπία της Ελληνικής οικογένειας, να φορτώσουν δηλαδή την ανθρωποκτονία από δόλο στον μετανάστη Χρήστο, με το αζημείωτο. Ο Χρήστος ζει σε ένα παραγκόσπιτο δίπλα στο σφαγείο και η σχέση του με τα ζώα είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη του τυπικού σφαγαία. Η οικογένεια του στην Αλβανία χρειάζεται χρήματα οπότε μπαίνει σε σκέψεις να δεχθεί την προσφορά. Ξεχωρίζω την υποκριτική του Ακύλλα Καραζήση, τον οποίο και αγάπησα από την περσινή σειρά milky way. Ενώ το τέλος σε αφήνει άφωνο να δείνεις μόνος σου διαφορετικές οπτικές στο σενάριο.

To ποτάμι

Είχα καιρό να νοιώσω αυτό το συναίσθημα που βγαίνεις από την αίθουσα και θέλεις να φιλήσεις όλο τον κόσμο. Το ποτάμι, ήταν μία ταινία που μου ξύπνησε την νοσταλγία, την αγάπη και την καλοσύνη. Ο Μάκης Παπαδημητρίου, εργάζεται στην Αττική οδό και στο τέλος του έργου, κολλά στα τζάμια των δρόμων μαύρα χελιδόνια. Σε μία γειτονιά δίπλα στην λεωφόρο, στην οποία και μένουν τσιγγάνοι, τα αυτοκόλλητα δεν κολλούν. Βλέπουμε τον Μάκη να παλεύει γι αυτά σε όλη την ταινία ενώ ταυτόχρονα ξεκινά να χτίζει το δικό του σπίτι και με τα χρήματα που του έχουν απομείνει βοηθά τους τσιγγάνους να φτιάξουν την δική τους γειτονιά, επισκευάζει τα σπίτια τους, τα συντηρεί ενώ ταυτόχρονα ερωτεύεται την πιο μικρή τσιγγάνα. Ένας ευγενής εργολάβος, από καλή κοινωνική τάξη που ερωτεύεται μία φιγούρα από έναν άλλο κόσμο και τους βλέπουμε μαζί να ανακαλύπτουν απλές καθημερινές στιγμές που για εμάς είναι δεδομένες. Τρομερή σκηνοθεσία και σπουδαία υποκριτική. Τελικά πώς τα τροχαία, τα χελιδόνια και η ασφάλεια του δρόμου συνδέονται; Θα το δεις σε αυτή την ταινία!

Πανίδα

Μια φωτορεπόρτερ, ένας αρχιτέκτονας κι o πατέρας του, ο οποίος πάσχει από άνοια, εγκλωβίζονται στο κέντρο της Αθήνας μια μέρα που εκτυλίσσονται εκτεταμένα επεισόδια. Και οι τρεις εμπλέκονται σε μια μεγάλη πυρκαγιά με δεκάδες νεκρούς. Η συμβίωση φέρνει συγκρούσεις, καθώς σχέσεις εξάρτησης και συσσωρευμένος θυμός αναδύονται. Η αναζήτηση της αλήθειας μοιάζει ανέφικτη. Ο πατέρας του αρχιτέκτονα φέρεται σαν μικρό παιδί, έχει σύνδρομο αποχωρισμού, τον βλέπουμε να κρεμιέται από το σώμα της φωτορεπόρτερ, είναι ο ένοχος για ένα μεγάλο έγκλημα που στέρησε την ζωή δεκάδων ανθρώπων, εκείνη ψάχνει να βρει την αλήθεια κι εκείνος είναι παντρεμένος με δικηγόρο, ανιψιά γνωστού πολιτικού προσώπου. Σας φαίνετια όλα γνωστά; Και κοινότυπα; Ναι θα μπορούσαν οι ήρωες να είναι υπαρκτοί σε ανάλογα σκάνδαλα της Ελλάδας. Μία πολύ έξυπνη πλοκή που θίγει, την δικαιοσύνη, την δημοσιογραφία και την εξουσία της χώρας. 

Θολός Βυθός

Η ιστορία του συγγραφέα Γιάννη Ατζάκα στην Μεγάλη οθόνη. Τα χρόνια του εμφυλίου που φαίνονται πολύ μακρινά αλλά δεν είναι καθόλου, τα ορφανά παιδιά ή εκείνα των ανταρτών, πηγαίνανε σε παιδουπόλεις, της Βασίλισσας Φρειδερίκηςς. Αυτό συνέβαινε, συχνά, διότι, οι οικογένειες τους δεν είχαν χρήματα να τα συντηρήσουν. Στην ταινία, επικεντρωνόμαστε στο 1949, στην Θάσο, όταν ο Γιάννης, γιος αντάρτη, ξεριζώνεται και εκτοπίζεται σε μία από αυτές τις Παιδουπόλεις, όπου χειραγωγείται με ιδέες εκείνου του καθεστώτος. Δυνατή σκηνή εκείνη που η ομαδάρχισσα του Κάτια Γουλιώνη, χτυπά τα παιδιά με βέργες στο χέρι επειδή τόλμησαν να βγουν να παίξουν εκτός ορίων και τελικά ένα από αυτά σκοτώνεται από νάρκη και άλλο, σκοτώνεται από επιληψία. Ύστερα από λίγο, εμφανίζεται στην θέση της άλλη κοινοτάρχισσα που δεν βλέπουμε να μιλά στα παιδιά για το καθεστώς της βασίλισσας, αλλά να παίζει μαζί τους και να τα νοιάζεται. Ο Γιάννης όμως όντας έφηβος, έχει ήδη αναπτύξει αρνητικά συναισθήματα και σκοτεινές σκέψεις για τον αντάρτη πατέρα του. Ενήλικας πια, επαναπροσδιορίζει την ύπαρξή του. Αποφασίζει να πάει να τον συναντήσειμ, όταν η χούντα έπεσε και τα σύνορα άνοιξαν. Τρομερό ασπρόμαυρο φιλμ, που μιλά για όλα εκείνα που ίσως η γενιά μου να μην γνωρίζει, που όλα εκείνα βρώμισαν και πότισαν με αίμα έναν λαό με διαφορετικές (τότε πεποιθήσης) σε μία εποχή που χάραξε την πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Αξίζει να σχολιάσω τα νεαρά παιδιά του cast που ήταν πραγματικά ξεχωριστά το καθένα, εμβάθυναν τόσο πολύ στον ρόλο και σε έπαιρναν μαζί τους βαθιά στις πληγές τους.

*Υ.Γ. Μαλδίβες και Αγαπούσε τα λουλούδια πεισσότερο, υποκριτική, σκηνοθεσία και παραμυθένια μουσική! 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα