70s: Ένα ταξίδι σε μια ”ηρωική” εποχή
Η πιο παρεξηγημένη, ενδιαφέρουσα και πληθωρική δεκαετία σε ένα απολαυστικό λεξικό.
Των Γιώργου Τούλα-Γιάννας Δημηνά
Η μεγάλη επιστροφή αυτού του χειμώνα είναι της δεκαετίας του 70. Ο Bowie που επέστρεψε, το Star Wars που θριαμβεύει , οι οίκοι μόδας που αποτίουν φόρο τιμής, όλα αυτό το χειμώνα θυμίζουν μια θρυλική δεκαετία. Η νοσταλγία κυριεύει τον πλανήτη Γη. Ας δούμε όμως τι συνέβαινε σε κείνη τη μακρινή πια εποχή…
Η Μαρινέλλα τραγουδά στη Eurovision «Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι µου», n Ολυμπιάδα γίνεται το ’72 στο Μόναχο, n μεταπολίτευση φέρνει επαναστατικά συνθήματα και ανατρεπτικό παλµό. That was then, this is now. Τόσο μακριά πια και όμως υπήρξαν…
Mother India
Στη μόδα ήταν μονάχα μια χώρα. Εκεί πήγαιναν οι Μπιτλς, εκεί στις παραλίες ο διαλογισμός και η μαριχουάνα ήταν πακέτο. Οι άνθρωποι δεν χρειαζόταν να πολυπλένονται ούτε τις άλλες συμβάσεις του δυτικού πολιτισμού να ακολουθούν. Αντίθετα, οι ώρες που περνούσαν στην ακτή, ακούγοντας τους λόγους του Λοπσάν Ράμπα, του Χαλίλ Γκιμπράν, τραγουδώντας Χάριε Κρίσνα, τους έκαναν να νομίζουν πως η γη είναι ένας απέραντος παράδεισος. Η λέξη «αδερφέ» συντρόφευε κάθε προσφώνηση και το Βιετνάμ ήταν αγαπημένο θέμα συζήτησης. Α, και το όμορο Μπαγκλαντές, ειδικά αφότου το υιοθέτησε ο George Harrison.
Σπίτι πλένει η Eskimo
Στα γενέθλια, μια ξαδέρφη κουλτουριάρα έφερνε πάντα δώρο αφίσες κατακόκκινες, με έναν στρατιώτη που πέφτει νεκρός στο χώμα, ενώ η επιγραφή αναρωτιέται «Why?». Μια θεία φιλόλογος, πάλι, προτιμούσε μικρά ξύλινα καδράκια, που πάνω τους, σε χαλκό, ήταν σκαλισμένα κάτι προχωρημένα τετράστιχα τύπου Καζαντζάκη, σαν το «Δεν φοβάμαι τίποτε, δεν ελπίζω τίποτε, είμαι λεύτερος». Τα δώρα ήταν πάντα βιβλία του Λουντέμη με hit το «Ένα παιδί μετράει τα άστρα», του Βίλχελμ Ράιχ, άντε και κανένας Έριχ Φον Ντένιγκεν – για τους νεότερους ο πρόδρομος των «Χ- Files». Η μαμά είχε τον προσωπικό της κυρ- Βασίλη το δοσατζή, που έφερνε στο σπίτι από κουβέρτα μέχρι κρυστάλλινη φοντανιέρα και έγραφε τις δόσεις σε ένα τρισάθλιο τεφτέρι. Το πρώτο μας στερεοφωνικό έπιανε το μισό σαλόνι σε όγκο. Το πήραμε, για να ακούμε Frank Zappa, αλλά η μαμά ήταν έξω φρενών, γιατί της χάλαγε την όψη του σύνθετου. Τα Χριστούγεννα απλώναμε βαμβάκι στο δέντρο, για να ομορφύνει, και το τραπεζάκι, που μας είχαν φέρει δώρο από τη Γερμανία, είχε ένα χερούλι που, αν το γύριζες, ανεβοκατέβαινε. Μια χρονιά ντύσαμε όλο το σπίτι με ταπετσαρίες και οι γλαδιόλες ήταν το δώρο σε γιορτές. Και ψωνίσαμε καλυντικά Πατίστας.
Γυναίκα από φορµάικα
Το αγαπηµένο χρώµα της µαµάς στα καλσόν ήταν το «φιµέ» ή «φουµέ». Ποιότητα «µους», που έκανε το πόδι να φαίνεται σαν του λεπρού, αλλά εκείνη ήταν ευτυχισµένη που έπαψαν οι καλτσοδέτες να της κόβουν την κυκλοφορία του αίµατος. Στο ντουλαπάκι του µπάνιου, δίπλα στα «Baralgin», «Novalgin» και φιαλίδια για κάθε πόνο, αναπαυόταν η πορτοκαλί περλέ όζα της «Margaret Astor», το «σάπιο µήλο» κραγιόν της «Flame GIo», γαλάκτωµα «Tokalon», κρέµα «Schiaparelli», όλα αγορασµένα από τον «Πανίδη» στην Ερµού, µε τις κυλιόµενες και το τσιµεντένιο ντεκόρ στην πρόσοψη. Εκτός από την κρέµα της, «Aslan», που ήρθε από το Βουκουρέστι, µαζί µε πάνινα και φόρµες «Adidas», από κάποια διήµερη εκδροµή. Ο θόρυβος από τα ξύλινα σανδάλια «Scholl» και το τάκα-τάκα του µικρού αδελφού επισκίαζαν το πιστολάκι. Τα µαλλιά της µεγάλης αδελφής έπρεπε να ισώσουν µε το σίδερο του σιδερώµατος, για να είναι φτυστά Romina Power, ακριβώς σαν τη φωτογραφία στη σακούλα της µπουτίκ «Ιουλιέττα». Μαζεύαµε Sara Kaye και Snoopy από τον «Ζαχαριάδη» και το Μini Market, σιδερότυπα της Πάττυ από τη «Μανίνα» και της Τζελσοµίνα από την «Κατερίνα» και «Τυχερούληδες» της «ΕΙ Greco». Η µαµά µάζευε κεραµικά από τις «Ιδέες» του Κύρου και τον «Κωστή», φο µπιζού από την «Τσάικα» και το «Μάτι». Οι αγαπημένες βιτρίνες ήταν τα «Γεράνια» και η «Φύλλις». Μετά την αγορά, πίναµε καφέ στου «Φλόκα», γωνία Τ σιμισκή-Αγίας Σοφίας, και ίσως τρώγαµε λουκάνικο «Peppery’s» ή Χάµπουργκερ «Sammy’s». Σχολιάζαµε γεµάτες θαυµασµό την καπελαδούρα στον γάµο µιας συναδέλφου του µπαµπά και τα λευκά της παπούτσια µε τρία δάχτυλα φελλό. Η µαµά διάβαζε ευλαβικά στο εβδοµαδιαίο «Φαντάζιο» τη στήλη της κ. Ερµίνας µε γυναικείες συµβουλές και Μαλβίνα Κάραλη, στο δεκαπενθήµερο «Πάνθεον» την Πόλυ Mnλιώρη, στη «Γυναίκα» τις ιλουστρασιόν µόδες µε τη Βανέσα, την Μπέλλα και την Ελίζαµπεθ, στη «Βεντέτα» τα καλλιτεχνικά σκάνδαλα, στο «Ροµάντσο» τα προσεχώς του «Άγνωστου πολέµου» – µια παραγωγή του «Συνεργάτη χωρίς όνοµα». Αγόρασε φόρµα αδυνατίσµατος «Slim», από τον αποκλειστικό αντιπρόσωπο «Prisunic Μαρινόπουλος».
Αριστερών προδιαγραφών
Λόγω πρότερου εντίµου αριστερού βίου, ξεκαλοκαιριάζαµε στο γήπεδο του «Π.Α.Ο.Κ.» µε τις συναυλίες των απαγορευµένων τραγουδιών, που άρχισαν, µόλις κατέβηκε το πουλί της χούντας. Τον «Ριζοσπάστη» τον δίπλωναν διακριτικά και τον έβαζαν στην κωλοτσέπη, ενώ πάντα υπήρχε ο φόβος να σε καρφώσει ο περιπτεράς, αν δεν γνώριζες τι καπνό φουµάρει. Στα φεστιβάλ της Κ.Ν.Ε., κοίταζες πάντα από απόσταση στην είσοδο, πριν µπεις, γιατί η µαµά σου σε είχε προειδοποιήσει πως τραβάνε φωτογραφίες από αυτούς που µπαίνουν, για να τους µαυρίσουν το µητρώο. Όταν εφευρέθηκαν οι πορείες ειρήνης Λαγκαδάς-Θεσσαλονίκη, κατέρρευσες. Ένας ήταν ο εχθρός: ο ιµπεριαλισµός.
Ευτυχείτε
Η πρώτη φορά που πήγαµε σε χορό, ήταν στη φοιτητικά λέσχη. Τραπέζια από φορµάικα, χρωµατιστές ζελατίνες στα φώτα, κορίτσια µε κροσσάτες φούστες στην είσοδο, Α νταµό στα πλατό και βερµούτ. Ο αποκριάτικος χορός των Αρχιτεκτόνων στο Πολυτεχνείο ήταν το γεγονός της χρονιάς. Τα φρικιά πήγαιναν «Σελήνη» και, αργά, στο «Κατµαντού», το πρώτο πραγµατικό ροκ κλαµπ της πόλης, στην Καµάρα. Η κόρη του ιδιοκτήτη, η Κατερίνα, που στο γυµνάσιο ήταν δυο µέτρα ψηλή, µας έβαλε µια νύχτα κρυφά µέσα και µείναµε αποσβολωµένοι. Στη Λώρη Μαργαρίτη, το «Λιόγερµα» µε τους ξύλινους πάγκους ήταν το προσκύνηµα των κουλτουριάρηδων. Ο Γιώργος Παπάς, ο Λάκης Ζωγράφος, η Καίτη Χωµατά ιερουργούσαν καθ’ εκάστην νύχτα. Τις Κυριακές, ο µπαµπάς ήθελε ουζάκι στου «Λουκά». Δεν ξέρω γιατί όχι σε κάποιο από τα διπλανά, ας πούµε στον «Ξαρχάκο», αλλά ο «Λουκάς» ήταν το οικογενειακό φετίχ, λόγω γρανίτας και τοστ. Η µεγαλύτερη χλιδή της παρέας ήταν το παγωτό «σικάγο» στην «Αφροδίτη». Με οµπρέλες και καπελάκια.
Easy Rider
Τα φιλµ µε τα αµερικάνικα τσόπερ τύπου easy rider ήταν για την Ελλάδα ένα άπιαστο, πλην όµως, σταθερό όνειρο. Στην καθ’ ηµάς πραγµατικότητα, η δεκαετία του ’70 είχε µια σειρά από χαρτάκια που αγοράζαµε από τα περίπτερα, συλλέγαµε, ανταλλάσσαµε και πάνω τους απεικονίζονταν τα τελευταία µοντέλα Μοto Guzzi, Ducatti και ΚΤΜ. Το µεγάλο απωθηµένο ήταν, όµως, µια επίσκεψη στα ξαδέρφια µας, που είχαν αγοράσει µια από τις Florera εκείνης της εποχής και προθυμοποιούνταν να µας πάνε µια βόλτα. Βασιλιάδες για µια νύχτα.
Ώρα γιο χασµουρητό
Η µεταπολίτευση έφερε ένα βαρύ και συχνά ασήκωτο κύµα κουλτούρας στο διψασµένο και ανυποψίαστο κοινό, που είχε ανδρωθεί µε τα φιλµ του Φώσκολου και του Τζέιµς Πάρις, Το σινεµά της Ανατολικής Ευρώπης, ο Φασµπίντερ, ο ρωσικός ρεαλισµός, το βουλγάρικο γουέστερν το «Κέρατο της κατσίκας», Γιαπωνέζοι, Αµερικάνοι ανεξάρτητοι έγιναν το ευαγγέλιο των σινεφίλ, που άρχισαν να γεµίζουν δειλά δειλά τη «Θυµέλη», τον «Αίαντα», το «Ριβολί», για να µυηθούν σε όσα δεν καταλάβαιναν, και υποδύονταν ότι καταλαβαίνουν. Φιλµ απείρου κάλλους, αλλά και θεωρητικά κείµενα, που φιλοξενήθηκαν στον «Σύγχρονο Κινηματογράφο», αρχικά, και την «Οθόνη» αργότερα, έπλασαν τη νέα γενιά των ψαγµένων σινεφίλ, που έπιναν νερό στο όνοµα του Ρόµπερτ Βαν Άκερεν και του Αντονιόνι. Στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν καταλάβαινες τι έβλεπες, αλλά, αν το οµολογούσες δηµόσια, θα θεωρούνταν προδοσία για το κίνηµα. Γ ι’ αυτό, πάντα δήλωνες ενθουσιασµένος µε τις σιωπές, που κρατούσαν ένα δεκάλεπτο.
Κουρδιστό πορτοκάλι
Εντάξει, οι πιο άνετοι είχαν δει το «Κουνγκ Φου» και το πανόραµα ταινιών του Bruce Lee, στο σινέ «Δήµητρα», στην οδό Ιταλίας. Οι ερωτικές φαντασιώσεις είχαν ένα όνοµα, «Εμµανουέλα» και ένα επίθετο, «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» – βούτυρο και Μάρλον Μπράντο. Τα κανονικά πορνό µιλούσαν γερµανικά. Ο δυτικός κινηματογράφος είχε το δικό του µερίδιο στους θρύλους: «Το κουρδιστό πορτοκάλι», «Love Srory», «Ταξιτζής», «Εξορκιστής», «Στη φωλιά του κούκου», «Νονός», «Αποκάλυψη τώρα». Και, φυσικά, Μπέργκµαν…
Τσου, ρε Λάκη!
Ίσως να θυµάστε µε τρόµο τη µέρα που η µαµά σας ήρθε σπίτι, έχοντας βάψει το µαλλί ξανθό αλά Ζωή Λάσκαρη – την εποχή του µεγάλου έρωτα µε τον Τόλη Βοσκόπουλο – και ο µπαµπάς αγόρασε το πρώτο του τσαντάκι. Ήταν ένα πολιτισµικό σοκ. Το µεν µαλλί συνοδευόταν από την ανάλογη αµφίεση φορεµάτων µε γεωµετρικά σχήµατα, αλά Μέρι Κουάντ ή Flower Power πουκάµισα. Ο µπαµπάς, πάλι, προέβαλε ως δικαιολογία για το ελεεινό µαύρο τσαντάκι τα πολλά χαρτιά που ήταν υποχρεωμένος να κουβαλά. Ιδανικός συνδυασμός με το παντελόνι καμπάνα που έραβε ο Θέμης ο ράφτης, στον οποίο δεν χρειαζόταν να πάει ούτε για πρόβα, αφού είχε τα μέτρα και τα έραβε όλα τα παντελόνια του φασόν.
Unisex
Όταν ακούσαμε για πρώτη φορά τη μαγική λέξη, φοβηθήκαμε. Αγόρια, κορίτσια ένα σχέδιο. Μετά, ανοίξανε τα πρώτα γιουνισεξάδικα στην Ερμού, στην Αγίας Σοφίας και στην Εγνατία, που ήταν τότε το κέντρο του κόσμου. Τα πιο προχωρημένα ζευγάρια αγόραζαν ένα τζιν, που το μοιράζονταν, και οι μαμάδες έβγαζαν καντήλες από τη σκασίλα τους. Στο σχολείο, μπλε ποδιά με καλοσιδερωμένο γιακά, στην αρχή ανώνυμη και μετά «Τσεκλένης» στο σπίτι, όμως, «Μαμά, θέλω να ντύνομαι σαν τηv Τάμι». Καλτ φιγούρα της εποχής, ένας γκέι πωλητής στο περιβόητο κατάστημα «Τζιν-Νονός» στην Εγνατία, που σε προέτρεπε να χαλαρώσεις και να ακολουθήσεις άφοβα τη μόδα. Το να περάσεις το κατώφλι του «Κοντογούρη» ισοδυναμούσε με ενθρόνιση. «Lee» και «Wrangler», ας ήταν και made in Kalamata.
Sex Symbols
Μέγα breakthrough μοντερνισμού, τα αντρικά κομμωτήρια. Υπήρχε ένα στην Τούμπα, που το είχε η αδερφή του Λάκη Κομνηνού. Διακοσμημένο με τεράστιες φωτογραφίες του αδερφού της, είχε την περισσότερη πελατεία, γιατί η ιδιοκτήτρια είχε πάντα να διηγηθεί μια ιστορία από τη δράση του απόλυτου σεξ συμβόλου της εποχής. Εξώφυλλο σε περιοδικά, κοσμικές εμφανίσεις και ταινίες, που τον καθιέρωναν στη γυναικεία καρδιά, ειδικά όταν φώναζε στην ημίγυμνη Βέρα Κρούσκα «Χόρευε, σκύλα, χόρευε». Χορεία αλήστου μνήμης συμβόλων χαράσσουν τη δεκαετία. Αρχικά, οι αστυνομικοί. Ο ελληνοαμερικάνος Κότζακ με το γλειφιτζούρι του, ο θρυλικός Μαγκάρετ μετά του βοηθού του Ντάνο, Στάρσκι και Χάτς, Οι ζακάρ ζακέτες τους αντιγράφτηκαν μετά μανίας από τις βελόνες Νο 4 όλων των μαμάδων. Οι κορδέλες στο μέτωπο σαν του Bjorn Borg λατρεύονται και οι έφηβες κοιμούνται με το εξώφυλλο των Duran Duran. Ο John Taylor αρέσει και στη μαμά, για τον Adam Ant πάλι ούτε να ακούσει. Πριν από τον Beckham, υπήρχε ο George Best, ο πρώτος ποδοσφαιριστής, που έγινε star.
Ασπρόμαυρος κόσµοs
Τηλεχειριστήριο είχαν μόνον οι «παράνομες τηλεοράσεις κρυφά φερμένες μαζί με τις μπανάνες από το εξωτερικό. Αναγκαζόσουν να αφήσεις τον λαδολαχανί βελούδινο καναπέ, για να αλλάξεις κανάλι: zapping ΥΕΝΕΔ, ΕΙΡΤ και τούμπαλιν. «Τσομπανάκος ήμουνα… » και η συγκλονιστική Νάκυ Αγάθου λέει το πρόγραμμα. Οι εκπομπές τιις Αλίκης Νικολαΐδου για τον Μεγαλέξανδρο, που φήμες λένε πως ήταν τυφλή και για αυτό κοίταζε πάντα στο κενό, και της Έλλης Ευαγγελίδου με τίτλο «Σύγχρονη Εύα». Ο Γιώργος Κοινούσης να θριαμβεύει στην Αμερική με τα «φιλαράκια τα καλά». Ο Τσικ Νακασιάν να διευθύνει την ορχήστρα του φεστιβάλ. Ο Άλκης Στέας να περιγράφει το πατρινό καρναβάλι και ο Ίων Τυρταίος, σε ραδιοφωνικά χιουµοριστικά πεντάλεπτα. Στο «Ζουµ» της Πλάκας, το ’76, Μαρινέλλα-Χατζής, «Αν ξαναγεννηθείς, Χριστέ, στη γη µας». Ο «Συμβολαιογράφος» ήταν εκείνο που µας φόβιζε και µας γοήτευε, σε αντίθεση µε τον «Άνθρωπο δίχως πρόσωπο» που µόνο µας φόβιζε. Ζητάς άδεια, για να δεις «Chips», Erik Estrada-Larry Wilcox, τους δύο µηχανόβιους ντετέκτιβς, µετά τις δέκα. «Λούνα Παρκ», «Μάννιξ», «Ονειροπαρµένος» Κώστας Βουτσάς, «M.A.S.H.», «Άγνωστος Πόλεµος», «Παράξενος ταξιδιώτης» Αλέκος Αλεξανδράκης – Αλέξης Δαµιανός, «Εκείνος και εκείνος», «Η γειτονιά µας», «Μεθοριακός σταθµός» Βάσος Αδριανός. Στις δώδεκα, τελείωνε το πρόγραµµα. Υποστολή σηµαίας. Καληνύχτα σας.
Αφίσες
Δεν θα συζητήσουµε για Τσε… Υπάρχει, όµως, ζωή µετά τον Ντόνι και τη Μαρί Όσµοντ; Οικογένεια Μορµόνων, που έσπρωξε τα παιδιά της στον λαµπερό κόσµο της τηλεόρασης, κι εµείς ψυχαγωγούµασταν µε τα γλυκανάλατα εφιαλτικά τραγούδια και αστεία που µας σέρβιραν. «Puppy love», ΤΟ σουξέ. Δίπλα στο πορτοκαλί ηλιοβασίλεµα πόστερ «Ράµογλου», ο David Cassidy, χωρίς την «Partridge Family». Τα µελιά κοριτσίστικα µαλλιά κοντράρονται µόνον µε το σεξαπίλ του Πασχάλη, του Ρόµπερτ Ουίλιαµς και του Τζορντανέλλι. Αν υπήρχε AGB, θα χτυπούσε κόκκινο, ο Τζο Ντασέν στην εκποµπή «Αλάτι και πιπέρι» του Φρέντυ Γερµανού να τραγουδάει το «Όνειρο, πουλιά µου ταξιδιάρικα». Πάνω από την ανοιχτοπράσινη µπογιά του τοίχου, κρέµεται η Φάρα Φόσετ. Το κορµί της επιτυγχάνεται µόνον µε τη δίαιτα της NASA ή τη Scarsdale, που σου έστειλε η φίλη δι’ αλληλογραφίας από Αµερική. Οι Bay City Rollers νοµιµοποιούν το glitter make-up στα αγόρια. Θέλουµε να παντρευτούµε τον John Τ ravolta και να έχουµε αδελφό τον Leif Garrett.
Σωστόs άνθρωποs και επιστήμοναs
Στην Ελλάδα της ανοικοδόμησης, το όνειρο κάθε γονιού ήταν να δει το παιδί του αρχιτέκτονα ή πολιτικό µηχανικό. Εκεί είναι η κονόµα, σου έλεγε, και ας ήσουν ακόµα στο δηµοτικό, και ξηµεροβραδιαζόσουν όλη µέρα στον «Στρατηγάκη», µπας και µάθεις κανένα αγγλικό, για να ξεστραβωθείς. Βέβαια, εσύ τα αγγλικά τα µάθαινες, για να καταλαβαίνεις καλύτερα τα τραγούδια των ΑΒΒΑ ή των Clash – εξαρτάται από το τι άκουγες. Το σχολείο ήταν ένα µαρτύριο τα Σάββατα, ειδικά αν ήσουν απογευµατινός και είχες εξάωρο. Η πιο µακρινή εκδροµή ήταν στα Καλά Νερά ή στη Βόβδο και ο γυµνασιάρχης ήταν πάντα ανιψιός αξιωµατικού της Χωροφυλακής.
Ρετσίνα, φτώχεια και ρεµπέτικο
«Δόµνα», «Σουέζ», «Κούλουρης» … Δεν νοείται αναφορά στη δεκαετία του ’70, χωρίς µια εβδοµαδιαία επίσκεψη σε κουτούκι µε χύµα ρετσίνα και φάβα, όπου µια από τις χιλιάδες κοµπανίες έπαιζε ρεµπέτικα. Όταν δεν είχαµε λεφτά για τόση χλιδή, πηγαίναµε σε ένα κουτούκι της οδού Ιωαννίνων, τα «Καναρίνια», παίρναµε µια µαρίδα στα τέσσερα και χορεύαµε στο πατάρι µε το κασετόφωνο. Το ’78, όµως, όταν ήρθε ο «Πυρετός στο Σαββατόβραδο» και η πάνω βόλτα του Τζον Τραβόλτα, ξεπατικώσαµε τις φιγούρες του και ξεχάσαµε για πάντα τη Μαρίκα Νίνου.
Θυµάσαι;
Κώστας Καφάσης, Τέρης Χρυσός, Φίλιππος Νικολάου. Παποράκι του Μπορνόβα. Στρατηγός Βαρτάνης, Κίτσος και Μάρµω. «Προτιµάτε τα ελληνικά προϊόντα». «Ο επιµένων Ελληνικά». Η θεία Όλγα ξέρει. Μπέσι Αργυράκη. Τ άκα, τάκα, τάκα, τάκα, τάκα, τα. Πλατφόρµες. Ξύστε και µυρίστε. Τιτιριτιτι, Αιγαίο. Μαριάννα Τόλη σε σεντόνια. Μην τον παίρνετε από πίσω, πάρτε του µια πίπα, magic life. Με δύο φλουοράιντ. Ο Γιώργος Κατσαρός και το σαξόφωνό του, στην κρατική τηλεόραση. Ο διαγωνισµός της Eurovision, το άπαν της τηλεοπτικής διασκέδασης. Τζέιµς Πάρις – και όχι µόνον στις εθνικές επετείους.
Showbiz
Μια νύχτα στο Παλέ ντε σπόρ, τον χειµώνα του ’77, ήρθαµε σε επαφή µε το υπερθέαµα. Η Ραφαέλα Καρά, σούπερ σταρ του «Καντσονίσιµα» και του «Μίλε Λούτσι», έσκασε µύτη πάνω σε µηχανή και όλοι µείναµε άφωνοι, παιδιά όντας ακούγοντάς την να λέει το «Αφαρλοµόρε Κοµίντσα του».
Φώτα, ήχος στην τσίτα κι εµείς να κοιτάµε εµβρόντητοι κάτι που δεν φανταζόμασταν ότι υπήρχε ως σόου. Είχα πάει στη συναυλία µε το αυτοκίνητο του αµερικάνου συζύγου της νονάς µου, µια απαστράπτουσα «Μπιούικ», που, µια ώρα µετά την επιστροφή στο σπίτι από τη συναυλία, ο ΕΛΑ την ανατίναξε, απέναντι από το 26ο σχολείο στον Άγιο Φανούριο, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό πυρoτέxνnµα. Εκτός από το υπερθέαµα, βλέπετε, υπήρχε και η ”επανάσταση”. Για πάρα πολλές μέρες συζητούσα με τους φίλους μου αυτό που είχα βιώσει ακούγοντας το Σκόπια Σκόπια ευχαριστώντας τη νονά μου που με πήρε μαζί της στην πρώτη μου συναυλία ξένης μουσικής στα 11 μου…
Κι η γη γυρίζει!
Η πρώτη φορά που ανεβήκαµε στον πύργο του Ο.Τ.Ε., ήταν ταξίδι στο µέλλον. Σήµερα, πολλά από τα lounge bar όλου του κόσµου θα µπορούσαν απλώς να τον αντιγράψουν. Δερµάτινες πολυθρόνες, τετράγωνα κουταλάκια, τσιντσάνο και, κυρίως, διαρκής περιστροφή, που σε έκανε να νιώθεις ότι ταξιδεύεις. Εναλλακτική λύση στου «Τζανή» για παγωτό ή σεράνο, αναπαυτικοί δερµάτινοι καναπέδες και τασάκια, όπου πατούσες το κουµπί, στριφογύριζαν και χάνονταν οι στάχτες. Η απόλυτη νυχτερινή έξοδος ήταν το «Remezzo», στην παραλιακή οδό της Κρήνης. Το πρώιµο Μόντε Κάρλο της πόλης, είχε µυρωδιά «Pino Silvestre».
Shopping
Κατηφορίζοντας το Ναυαρίνο, υπήρχε το θρυλικό «Shaft», µε τις καλύτερες φούστες της αγοράς, αποκλειστικά για κορίτσια µε αναζητήσεις. Κρόσσια που σέρνονταν και σκούπιζαν τον δρόµο και τα απαραίτητα τσόκαρα. Από το φαρµακείο του Μπακάκου, στην Κούσκουρα. Ταγάρια αποκλειστικά από την οδό Εγνατία, που αποτελούσε το καταφύγιο των ψαγµένων ψυχών. Εκεί πηγαίναµε, για να αντιγράψουµε κασέτες σε ένα χριστιανικό βιβλιοπωλείο, που διέθετε µηχάνηµα αντιγραφής. Και όση ώρα οι κασέτες αντιγράφονταν, η κυρία µε τον κότσο µάς κοίταζε σαν να ήµασταν ένα σκαλί πριν από την κόλαση. Ίσως έφταιγε το αµπέχονο και οι αρβύλες, ίσως τα εξώφυλλα των δίσκων, που µόλις είχαµε αγοράσει από το θρυλικό δισκοπωλείο του “Σούτσου”, στον ίδιο δρόµο, και απεικόνιζαν άντρες µε µακριά µαλλιά. Επειδή, όµως εκτός από την κουλτούρα υπήρχε και ο καπιταλισµός, κατεβαίναµε κλεφτά τις κυλιόµενες σκάλες του σούπερ µάρκετ στο υπόγειο του «Κλαουδάτου» ή, απλώς, χαζεύαµε τις αγαπηµένες µας µάρκες αθλητικών στον πολυώροφο «Κατράντζο» της Τσιµισκή.
Hi-Tech
Όταν ακούσαµε για πρώτη φορά τη φράση το «παιδί του σωλήνα», όλοι φανταστήκαµε έναν µπόµπιρα να σκάει µύτη µέσα από ένα γυάλινο σωλήνα-γίγα, µπροστά στα έκπληκτα µάτια του πατέρα του, που αδυνατούσε να τεκνοποιήσει. Ο κόσµος στα 70s άρχισε να αλλάζει και, κάθε Σεπτέµβρη, πηγαίναµε στην Διεθνή Έκθεση και βλέπαµε µηχανές, που παρήγαγαν πλαστικά µπουκάλια, κάνοντας το µέλλον να µοιάζει πολύχρωµο πανηγύρι. Όταν ερχόταν η κυρία της τάπεργουεαρ για επίδειξη στο σαλόνι, δεν έπεφτε καρφίτσα. Στα γκισέ της «Ολυµπιακής», έσκασαν µύτη τα πρώτα κοµπιούτερ, κάτι τέρατα σε όγκο, ενώ οι πρώτες δισκέτες έµοιαζαν µε τόστ στο µέγεθος. Τα πιστολάκια για τα µαλλιά µπήκαν σε κάθε σπίτι, ενώ ένα µίξερ έγινε το απαραίτητο δώρο γάµου.
Super Market
«Dona Μοd». Η απόλυτη σερβιέτα της δεκαετίας. Χρησιμοποιώντας το τραγούδι της Τζόαν Μπαέζ, είχαµε το σάουντρακ µιας εποχής. Επειδή το τζοτζόµπα δεν είχε ανακαλυφθεί ακόµα στα 70s, πλενόµασταν µε «Μαρουλιού». Θυµηθείτε το περίφηµο «Απόλαυση στο µπάνιο, σαπούνι Μαρουλιού» και τηv κυρία που κατέβαινε τα σκαλιά της ολοστρόγγυλης µαρµάρινης µπανιέρας. Το πρώτο, σχεδόν, γυµνό της ελληνικής τηλεόρασης. Για τα µαλλιά «Amami» και «Clairol Herbal» και τα ρούχα να µοσχοβολούν «Tosca», «4711» και «Μυρτώ». Τα πρώτα Bic µιας χρήσης άλλαξαν την ψυχολογία µας. Ξυρίζει, ανάβει και γράφει: απλουστεύει τη ζωή. Αν ήσουν κάτω από δεκαέξι, µύριζες µόνον «Mum – perfume Spray» και «Bac».
Διακοπέs
Η χαρά του camping. Τα µεγαλύτερα ξαδέλφια πάνε Λευκάδα, ακτή Καρυώτες, λίγδα, ελεύθερο κάµπινγκ, ελεύθερο σεξ µε τουρίστριες. Φοράνε πλατφόρµες, καυτά σορτάκια, «Levi’s» ψαθάκια, κάνουν χειραψία µε τον Γιάννη Γαλάτη στη Μύκονο και λιώνουν το Wrangler, κατηφορίζοντας τα γαϊδουράγκαθα στα Μάταλα. Μούσια αλειµµένα µε Coppertone. Είδαν στον Πόρο τη Μαρίζα Κωχ. Αυτοί µας πήγαν πρώτη φορά σε πιτσαρία – χωρίς delivery -, τη «Verona» της Σοφούλη. Τον χειµώνα, ζηλεύαµε τα Clarks µποτάκια τους κι ότι µιλούσαν όλο για έναν Γιάννη Πετρίδη.
Rock Opera
Η δεκαετία των super groups και του glitter rock. Οι δίσκοι του Τζόνι Χάλιντεϊ και της Σιλβί Βαρτάν σκονίζονται στην άκρη. Το πικάπ παίζει Roxy Music, Barry White, (ο αγαπηµένος για µπλουζ στα πάρτι µαζί µε τον Ντέµη Ρούσσο) και το βινύλιο του «The Dark Side of the Μοοn» λιώνει από τις επαναλήψεις. «Άνθρωπε Αγάπα», «Πελόµα Μποκιού» ο Βλάσης Μπονάτσος είναι ροκ, «Tommy» των Who, Πουλικάκος αλλά και Socrates drunk the conium, Δέσποινα Γλέζου, Steely Dan και David Bowie, ειδικά το «Ziggy Stardust». Το ρουστίκ τραπεζάκι µε το σταχτοδοχείο από µουράνο αγνοεί την ύπαρξη του cd. Ακούει να µιλάνε µόνον για τα «Μουσικά πρωινά». Τι να απέγινε η Roberta Flack; Έχουν, άραγε, στο τόσο 70ς «Mommy’s», στην Αθήνα, το «Killing Me Softly»;
Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.