Featured

Άδειο από ζωή

Έκλεισε. Τώρα το σπίτι ήταν πάλι άδειο από ζωή. Χωρίς ντριν-ντριν πάλι με ησυχία...

Χρήστος Ωραιόπουλος
άδειο-από-ζωή-572840
Χρήστος Ωραιόπουλος
Photo by Mohammad Mahdi Samei on Unsplash

Το σπίτι ήταν άδειο από ζωή, αφού εκείνος ήταν ένα πια με αυτό. Δέκατη πέμπτη μέρα αυτοπεριορισμού. Δέκατη πέμπτη συνεχόμενη μέρα που δεν μπήκε μέσα τρεκλίζοντας από τα τζιν, που δεν χώθηκε στο ασανσέρ με κάποια συντροφιά, με την οποία θα γέμιζαν πνιχτά γέλια και δυνατά χάχανα την είσοδο της πολυκατοικίας ή με οργασμούς που φορούν σιγαστήρα εκείνο το πάλαι ποτέ γραφειάκι του θυρωρού, που καταχωνιάζονται μέσα του όλο και περισσότερα διαφημιστικά.

Είχε γίνει κινούμενο έπιπλο του σπιτιού. Έτσι του έβγαινε ηθικά. Άσχετα που το κράτος το επέβαλε από ένα σημείο και μετά. Εγκλεισμός. Αυτοπεριορισμός. Καραντίνα./ Ήτοι διάβασμα, γράψιμο, ξύσιμο, ωφέλιμο χάζεμα και άσκοπη παραγωγική ώρα./Ήτοι ένα καλλιεργημένο ξεγέλασμα, μια οικτρή εξαπάτηση εαυτού. Μια πολυτέλεια τραβηγμένη από τα μαλλιά.

Το σπίτι ήταν άδειο από ζωή. Όπως μπαίνει το φως στα σπίτια, έτσι μπορεί να μπει και η μουντάδα -η μουντίλα, όπως την έλεγε. Ειδικά εκείνη την αδιάφορη, αλλοπρόσαλλη, άχρηστη, περιττή, χαριστικά ενταγμένη στο εικοσιτετράωρο, ώρα, μεταξύ μεσημεριού και απογεύματος. Που το σκοτάδι αρχίζει να εισβάλει στο σπίτι, αλλά δεν το έχει αποφασίσει ακόμη και ακροβατεί σε βαριεστημένες χρωματικές αποχρώσεις, μίζερους τονισμούς, λες και έχει πέσει στο σπίτι καταραμένη ομίχλη ή ομιχλώδης κατάρα. Από την κουζίνα στο δωμάτιο δια μέσου του χωλ.

Από μικρός δεν χώνευε καθόλου εκείνη την ώρα. Που ξυπνάς από έναν μισάωρο μεσημεριανό ύπνο χωρίς να ξέρεις πού έχεις ξυπνήσει νομίζοντας ότι κοιμόσουν για μέρες. Που δεν προσφέρεται ούτε καν για ένα γαμημένο ξύπνημα. Που μπορεί να κάνει το κεφάλι σου να πονέσει. Που δεν σου έρχεται ούτε καν χέσιμο. Που ο μόνος τρόπος να περάσει αυτό το ρημάδι διάστημα είναι να καπνίζεις πάνω από ένα γυάλινο τασάκι στο σαλόνι, προσπαθώντας να πλάσεις σχέδια με τον καπνό που επιμένει να νομίζει πως θα κατακτήσει τον ουρανό και εν τέλει ανεβαίνει απλά στο ταβάνι. Αλλά αυτός είχε κόψει εδώ και δεκαπέντε ημέρες το τσιγάρο.

Το σπίτι ήταν άδειο από ζωή και από ήχους. Ο ήχος του σταθερού άρχισε να ακούγεται από παντού, λες και γινόταν επιστράτευση ή έστελνε μήνυμα η γενική γραμματεία πολιτικής προστασίας ή εμφανιζόταν ένας κακός οιωνός. (Προφανώς υπάρχουν ήχοι από τη φύση τους θετικοί και αρνητικοί καλοί και κακοί). Κούνησε όλο το σπίτι, όλα τα αντικείμενα λες και σηκώθηκε ωστικό κύμα, μια παλίρροια ήχων και επίμονων ντριν. Το τηλέφωνο ήταν ένα κόκκινο παλιομοδίτικο σταθερό, που δεν είχε παραδόξως σχήμα φιλιού ή τακουνιού, πολύ γουστόζικο ωστόσο για ταινίες που προορίζονταν να γυριστούν σε φιλμ. Αυτός ήταν και ο λόγος που έφερε βόλτα όλα τα παλαιοπωλεία της πόλης μέχρι να το βρει. Έβλεπε πολλές ταινίες.

Το σπίτι ήταν άδειο από ζωή και γεμάτο από ντριν-ντριν, που τρέχανε γύρω-γύρω, χοροπηδούσαν, έστηναν γλέντι σε κάθε γωνία. Σύρθηκε μέχρι το επιπλάκι πάνω στο οποίο είχε τοποθετήσει το κόκκινο τηλέφωνο, το έπιασε με το χέρι του, σήκωσε το ακουστικό, το έφερε στο αυτί του και παίρνοντας και περνώντας ένα διάστημα αμήχανης σιωπής, τον απαιτούμενο χρόνο που χρειάζεται η φωνή για να απευθυνθεί σε κάποιον έκανε ένα ‘’ναι’’, το οποίο βράχνιασε και ξεθώριασε λίγο μετά το κλείσιμο του νι. Ήταν η Α. που του είχε πει πριν κάνα χρόνο να χωρίσουν, για την ακρίβεια του το είχε επιβάλει και εκείνος μόλις προχθές αισθάνθηκε να φεύγει από εκείνη. Να την ξεπερνά, όπως το λένε πιο απλά. Αυτή μίλησε πρώτη και γεμάτη σιγουριά. Σαν να ήταν από τις πιο φιρμάτες, αλλά και ταλαντούχες ηθοποιούς που ήξερε απέξω τα λόγια της, πώς θα χρωματίσει την κάθε της ατάκα και εκείνος ήταν σίγουρος ότι και οι κινήσεις της ήταν σύμφωνες με τη σκηνοθεσία και ανάλογες του σεναρίου, ακόμη και αν δεν την έβλεπε το κοινό της. Μόνο και μόνο για να προσδώσει αληθοφάνεια στα λόγια της ή αυτοπεποίθηση στο παίξιμό της. Μόνο που δεν επρόκειτο ούτε για παίξιμο, ούτε για αληθοφάνεια.

Έτσι έδειξε η καταγραφείσα συνομιλία:

-Τι κάνεις; Πώς περνάει η καραντίνα σου; -Πώς έχεις το σταθερό; -Εσύ μου το είχες δώσει τότε που σου κλέψανε το κινητό, δεν θυμάσαι; -Τι θέλεις Α. ; -Να σε ρωτήσω αν σου λείπω, αν με θυμάσαι, αν με ξέχασες, διάφορα τέτοια. -Τράβα γαμήσου. Καλή συνέχεια Α.. -Αφού δεν θα κλείσεις και το ξέρεις, απάντησέ μου. Σου έχω λείψει ε; κοντεύεις να σαλτάρεις; -Όχι. Βασικά ναι. Βασικά όχι. Παλαιότερα μου έλειπες πολύ. Σε έψαχνα παντού και συνέχεια. Όταν γυρνούσα σπίτι έβαζα τα κλάματα στο κρεβάτι. Γιατί το σπίτι ήταν άδειο από ζωή. Αλλά τώρα δεν μου λείπεις. Δηλαδή ούτε ναι, ούτε όχι. Με όλα αυτά που συμβαίνουν και την καραντίνα νιώθω πως το μυαλό μου δεν μπορεί να καταλάβει, πόσω μάλλον να αποφασίσει αν κάποιος ή κάποια του λείπει ή όχι. Για την ακρίβεια μπορεί να καταλάβει ότι του λείπει κάποιος με την έννοια ότι πριν μπορούσε να τον δει και τον έβλεπε, ενώ τώρα βάσει συνθηκών δεν μπορεί. Εσένα δεν σε έβλεπα ούτως ή άλλως. -Εντάξει. Γράφεις κάτι τώρα που είσαι κλεισμένος σπίτι; -Προσπαθώ μάταια. -Δηλαδή; -Δεν μπορώ να γράψω πάνω από δέκα λεπτά, ούτε να διαβάσω πάνω από μισή ώρα. -Φαντάζομαι καπνίζεις σαν τρελός… -Όχι το έκοψα. -Πίνεις; -Κάνα μεσημέρι ή κάνα βράδυ, καμιά μπύρα, σπάνια όμως. -Την παίζεις; -Κάνα μεσημέρι ή κάνα βράδυ. Εσύ το παίζεις; -Ναι. Τώρα. Έχεις δει καθόλου τους δικούς σου; -Όχι φοβάμαι να πάω και επίσης δεν μπορώ την καταστροφολογία. – Είσαι μόνος τόσες μέρες; Είδες όταν σου έλεγα να πάρουμε ένα σκυλάκι… -Δεν θα μου το άφηνες. -Γιατί δεν παίρνεις κουνέλι; -Είναι κλειστά τα pet shops. – Είδες τους λαγούς του Lynch; -Ναι. -Σου άρεσαν; -Ναι. -Βρήκες καμία να βλέπετε μαζί Παζολίνι; -Όχι. -Γαμάς; -Α. … -Λέγε πηδάς τίποτα; -Τώρα όχι. -Ούτε εγώ. -Δεν σε ρώτησα. -Τα αγαπημένα μου τραγούδια… τα θυμάσαι ; -Ναι. -Τα ακούς; -Όχι. -Ακούς ακόμα Κέιβ, Κοέν και Ντύλαν; -Όχι, σταμάτησα να ακούω μουσική. Κάνεις ακόμα παρέα με εκείνη την περίεργη τύπισσα; -Ναι. Εσύ διαβάζεις ακόμα αυτόν τον Μπαμπακάτι; -Μπαμπασάκη και ναι. Χόρτο, πίνεις ακόμα χόρτο; -Όχι. Καπνίζω μόνο κάμελ κρεμασμένη στο παράθυρο κρυφά από την αδερφή μου. -Κάνεις ακόμα παρέα με εκείνη τη συμφοιτήτριά σου που νόμιζε ότι ήξερε να διαβάζει Χέμινγουεϊ και Κέρουακ; -Την Γ. εννοείς; Ναι και δεν είναι έτσι όπως τα λες. -Σκιτσάρεις ακόμη ; -Όχι δεν έχω ξύστρα για τα μολύβια. – Σήμερα βγήκα στο μπαλκόνι. -Πρωτότυπο. -Σήμερα βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα τον ουρανό. -Εξίσου πρωτότυπο. -Σήμερα βγήκα στο μπαλκόνι, κοίταξα τον ουρανό και είδα τα σωθικά μου. -Τσάο.

Έκλεισε. Τώρα το σπίτι ήταν πάλι άδειο από ζωή. Χωρίς ντριν-ντριν πάλι με ησυχία. Χωρίς φωνές που είτε παραμιλούν, είτε συνομιλούν. Γενικά χωρίς. Ήταν ένα σπίτι άδειο από ζωή.

{Ναι δικό μου ήταν το σπίτι. Όχι δεν σας έκρυψα κάτι κύριε αστυνόμε. Δεν έδειχνε τέτοιες άνθρωπος, ούτε δημιούργησε ποτέ θέματα. Και τα λεφτά στην ώρα του τα έδινε.Τα συνηθισμένα μόνο. Φασαρία από φωνές και μουσικές. Και αυτά σπάνια. Σας είπα ό,τι ήξερα. Για ποιο κόκκινο τηλέφωνο; Μια ασύρματη συσκευή είχε. Ναι προφανώς και θυμάμαι, μαύρη ήταν η συσκευή. Αλήθεια σας λέω, δεν ξέρω περισσότερα για το θάνατό του.}

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα