Parallax View

Η αφήγηση της πραγματικότητας διαφέρει πολύ από το βίωμα

Αντί, λοιπόν, οι κατέχοντες τα οφίτσια να περιγράφουν την πραγματικότητα, θα ήταν καλύτερα να σκύψουν πάνω στα προβλήματα της προσφυγιάς και να δώσουν λύσεις

Παύλος Νεράντζης
η-αφήγηση-της-πραγματικότητας-διαφέρ-391207
Παύλος Νεράντζης

Διάβασα προχθές, με αφορμή την παγκόσμια μέρα μετανάστη, την ομιλία του υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής. «Ο ελληνικός Λαός, που άνοιξε την αγκαλιά του στους κατατρεγμένους, –είπε ο Δημήτρης Βίτσας- θα περιθωριοποιήσει τις όποιες εκδηλώσεις μίσους και βίας και δεν θα επιτρέψει να υψωθούν φρούρια και κάγκελα ξενοφοβίας».

Ο υπουργός αναγνώρισε ότι πολλοί από τους 550.000 μετανάστες που ήρθαν στην χώρα μας πριν το 2010 ακόμη και σήμερα αναζητούν ταυτότητα, βρίσκονται σε μια ενδιάμεση και ασαφή κατάσταση, ζουν σε «γκετοποιημένες» γειτονιές, δεν απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα με όλους, τα παιδιά τους, που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, εμποδίζονται από το να είναι σημαιοφόροι στις παρελάσεις». Για αυτούς, όμως, και για τους χιλιάδες άλλους πρόσφυγες που έφτασαν αργότερα, «εργαζόμαστε με συνέπεια και αίσθημα ευθύνης για την προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων που βρίσκονται εντός της ελληνικής επικράτειας».

Δεν θέλω να διολισθήσω στην εύκολη κριτική, υπενθυμίζοντας στον κ. Βίτσα τις εικόνες εξαθλίωσης των κέντρων υποδοχής σε Λέσβο, Σάμο, αλλά και σε καταυλισμούς προσφύγων σ΄ όλη την επικράτεια. Ούτε να περιγράψω τι συμβαίνει λίγες δεκάδες μέτρα μακριά από τη Βουλή, εκεί στην πλατεία Συντάγματος, όπου ανήλικοι πρόσφυγες εκπορνεύονται για λίγα ευρώ.

Διερωτώμαι, όμως, πώς ακούγονται αυτά τα λόγια παρηγοριάς (;) σ΄ έναν πρόσφυγα ή και μετανάστη, που περιμένει μήνες, αν όχι χρόνια να επανενωθεί με την οικογένειά του σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα ή απλά να πάρει μια απάντηση στην αίτηση παροχής ασύλου. Πώς ακούγονται σ΄ ένα παιδί που γεννήθηκε στην Ελλάδα και παραμένει ακόμη άπατρις. Κι ας μη δικαιολογηθεί κανείς εκ των αρμοδίων ότι η κατάσταση είναι καλύτερη σε σχέση με το παρελθόν.

Διερωτώμαι πώς ακούγονται αυτά τα λόγια από επίσημα χείλη, όταν εκείνο που θα περίμεναν πρόσφυγες και μετανάστες δεν είναι η περιγραφή του προβλήματος, δεν είναι «τα λόγια τα παχιά και τα μεγάλα», αλλά πράξεις και εξαγγελίες συγκεκριμένων μέτρων που θα τους ανακουφίσουν, που θα τους επιτρέψουν να ζήσουν μια κανονική ζωή.

Διερωτώμαι, τρόπος του λέγειν, ποια μέτρα έχει λάβει η πολιτεία για να περιθωριοποιήσει τις όποιες εκδηλώσεις μίσους και βίας, όταν, μετά από μια περίοδο ύφεσης, και πάλι με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών και ενόψει των εκλογών, η μισαλλοδοξία και ο ρατσισμός φουντώνουν;

Πριν αρκετές εβδομάδες στην έκθεση «Face Forward… into my home» στο Δημοτικό Εκθεσιακό Χώρο στο Λιμάνι Θεσσαλονίκης, αποκαλύφθηκαν είκοσι πρόσωπα πίσω από τους αριθμούς. Είκοσι πρόσωπα προσφύγων, είκοσι ιστορίες μοναδικές για τον καθένα που τις έζησε και ταυτόχρονα τόσο κοινές από τις εκατοντάδες χιλιάδες που διηγούνται όλοι αυτοί και αυτές που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους εξαιτίας του πολέμου ή/και των διώξεων. Ήταν ιστορίες από τη Μέση Ανατολή και την Ασία και την Αφρική, που διηγούνταν άνδρες, γυναίκες και παιδιά που βρήκαν ένα αποκούμπι κάπου στην Ελλάδα. «Aιωρούνταν» στο παρόν. Μιλούσαν με πόνο για το χτες. Κοιτούσαν με ελπίδα το μέλλον.

Είναι γνωστό ότι η έκφραση δείχνει τη διάθεση της στιγμής, ότι το βλέμμα αντικατοπτρίζει την ψυχή, ότι η στάση του σώματος είναι στοιχείο της εξωλεκτικής επικοινωνίας. Υποδηλώνει την πρόθεσή μας έναντι του Άλλου. Ο λόγος, άλλοτε αληθινός και ενίοτε «κατασκευασμένος», έπεται… Και η αλήθεια είναι ότι κανενός η έκφραση, ούτε το βλέμμα, ούτε η στάση του σώματος έδειχνε ότι επέστρεψαν στην κανονικότητα.

Αντί, λοιπόν, οι κατέχοντες τα οφίτσια να περιγράφουν την πραγματικότητα, θα ήταν καλύτερα να σκύψουν πάνω στα προβλήματα της προσφυγιάς και να δώσουν λύσεις εδώ και τώρα στη Λέσβο, τη Σάμο, την Αττική, τη Θεσσαλονίκη.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα