Parallax View

Αυτό που βίωσα στη Θεσσαλονίκη ήταν το πιο δύσκολο «παιχνίδι» της ζωής μου

Κι αυτό είναι το πιο δύσκολο κείμενο που έχω γράψει ποτέ.

Δέσποινα Μουστάκα
αυτό-που-βίωσα-στη-θεσσαλονίκη-ήταν-το-447591
Δέσποινα Μουστάκα

Το δυσκολότερο κείμενο που έχω γράψει ποτέ. Δε ξέρω από πού να αρχίσω και πώς να μεταδώσω αυτό που έζησα. Οι λέξεις είναι λίγες, μπορεί και περιττές αλλά πρέπει να προσπαθήσω.

Το Μάρτιο έζησα μία από τις πιο συναισθηματικά φορτισμένες μέρες της ζωής μου. Ήταν ένα βιωματικό «παιχνίδι» της Ύπατης Αρμοστείας στα πλαίσια του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Εγώ πήγα για ρεπορτάζ, με τα πολλά κατέληξα να συμμετέχω. Το παιχνίδι είναι «τα περάσματα» και το concept είναι να ζήσει ο συμμετέχων την πορεία των προσφύγων από τη χώρα τους μέχρι τη χώρα υποδοχής.

Τίποτα δε μπορούσε να με προετοιμάσει. Μας έλεγαν ότι είναι δύσκολο παιχνίδι, δεν περνάς καλά και ανά πάσα στιγμή μπορείς να σταματήσεις αν δεν αντέχεις.

Χωριστήκαμε σε «οικογένειες», μας κλείσανε τα μάτια και μας δημιούργησαν την εικόνα μιας ηλιόλουστης Κυριακής που περνάμε με την οικογένειά μας μια μέρα στην εξοχή. Ξαφνικά βλέπουμε αεροπλάνα να πετάνε πολύ χαμηλά προς το μέρος μας. Ενώ τα μάτια μας ήταν κλειστά και ήμασταν όρθιοι μέσα σε ένα δωμάτιο, ξαφνικά οι διοργανωτές του παιχνιδιού άρχισαν να τσιρίζουν ΒΟΗΘΕΙΑ, να κοπανάνε θρανία, καρέκλες, πόρτες, να τρέχουν ανάμεσά μας και να δημιουργούν μια κατάσταση πανικού. Γενικά δεν τρομάζω εύκολα, αλλά αντανακλαστικά προστάτεψα το κεφάλι μου με τα χέρια μου και απλά στεκόμουν σοκαρισμένη στη θέση μου. Όταν σταμάτησε ο «βομβαρδισμός» έπρεπε με κλειστά μάτια ακόμη, να βρούμε τα μέλη της οικογένειάς μας φωνάζοντας τα ονόματά τους. Όλοι να φωνάζουν. Και να μην ακούγεται κανείς καθαρά.

Αυτή ήταν η πρώτη «σκηνή». Ακολούθησαν πολύ στρες, φωνές και αληθινός φόβος. Αληθινός. Σε ένα παιχνίδι. Έχω δει φωτογραφίες από βομβαρδισμένες περιοχές, έχω δει πτώματα, έχω δει ανθρώπους να διηγούνται το ταξίδι τους. Τίποτα δε συγκρίνεται με εκείνο που έζησα εκείνη την ημέρα. Έχουν περάσει 2 μήνες και ακόμη χτυπάει η καρδιά μου πιο γρήγορα όταν γράφω αυτές τις λέξεις.

Σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού είχα ξεχάσει ότι έχω τη δυνατότητα να σταματήσω. Ήταν τόσο πιεστικό, έπρεπε να παίρνουμε αποφάσεις για το υπόλοιπο της ζωής μας σε δευτερόλεπτα, να «κοιμόμαστε» όλοι μαζί στοιβαγμένοι όρθιοι σε σκοτεινά δωμάτια όπου ανά πάσα στιγμή μπορεί να μας ανακάλυπταν και να μας σκότωναν. Να σέρνουμε γέρους και μωρά. Τραυματίες. Χωρίς νερό, χωρίς φαΐ. Για χιλιόμετρα. Να μη ξέρουμε αν εκεί που θα φτάσουμε θα μας δεχτούν ή θα μας στείλουν πίσω ή θα δεχτούν κάποιους από εμάς. Αυτά είναι η ζωή χιλιάδων ανθρώπων.

Μετά το παιχνίδι συζητήσαμε όλοι για το πώς νιώσαμε μέσα στο παιχνίδι. Απόγνωση. Αδιέξοδο. Εξάντληση. Ντροπή. Μερικά από τα συναισθήματα που ακούστηκαν. Κατάλαβα πόσο κοντά είναι ο θάνατος κάθε στιγμή, πόσο εύκολο είναι να χαθείς με την οικογένειά σου και πως κανείς δε θέλει να αφήσει τη χώρα του αλλά δεν έχει πραγματικά άλλη επιλογή.

Στο τέλος είχαμε την ευκαιρία να θέσουμε 10 ερωτήσεις σε μία πρόσφυγα που είχε δεχτεί να μας συναντήσει. Δε μπορούσα να την αντικρίσω. Τι να τη ρωτήσω; Ήταν μια γυναίκα με 3 γιους. Μας είπε πως έπρεπε να φύγει από τη Συρία επειδή όπου και να πήγαινε για να αποφύγει τον πόλεμο αυτός ακολουθούσε. Δεν πίστευαν ότι θα φτάσει στο σπίτι τους αλλά έφτανε όπου και αν πήγαιναν. Οι τζιχαντιστές στρατολογούσαν όλα τα αγόρια από 12 χρονών οπότε για να σώσει τη ζωή των παιδιών της επέλεξε να έρθει στην Ελλάδα. Ευχή της είναι να σταματήσει ο πόλεμος και να γυρίσει στο σπίτι της, ή σε ό, τι απέμεινε από αυτό.

Για όλη την υπόλοιπη μέρα ένιωθα την πίεση στους ώμους μου (την οποία αντιλήφθηκα αρκετή ώρα μετά το πέρας του παιχνιδιού) και ήταν το μόνο για το οποίο μπορούσα να μιλήσω. Ήξερα ότι ήθελα να γράψω αυτή την εμπειρία μου αλλά απέφευγα να ξαναβάλω τον εαυτό μου σε αυτή την κατάσταση.

Αυτό που μου έμεινε εμένα από αυτή τη μέρα είναι πως αυτά που βλέπουμε στις ειδήσεις είναι αληθινά, συμβαίνουν σε αληθινούς ανθρώπους με ζωές σαν τις δικές μας. Ποτέ δεν πιστεύεις ότι μπορούν να συμβούν σε εσένα μέχρι που γίνεται. Καμία απολύτως όρεξη δεν είχαν οι πρόσφυγες να κάνουν αυτό το ταξίδι. Είναι ό,τι χειρότερο και πολύ δύσκολη απόφαση. Είναι κουραστικό, τρομακτικό, θανατικό.

Το να ρωτάς κάποιον άνθρωπο γιατί δεν έμεινε να πολεμήσει ή να μείνουν στις χώρες τους εμείς δεν έχουμε λεφτά για αυτούς και περιφρονήσεις τη ζωή του θεωρώντας τον εαυτό σου ανώτερο κατάλαβε πως είσαι απλά ΤΥΧΕΡΟΣ. Αυτή είναι η μόνη μας διαφορά. Τυχαία γεννήθηκες σε χώρα που δεν έχει πόλεμο αυτή την εποχή. Εγώ είμαι εγγόνι πρόσφυγα, η μισή Καλαμαριά είναι πρόσφυγες, η μισή Ελλάδα είναι πρόσφυγες. Θα πίστευε κανείς πως θα είμαστε πιο συμπονετικοί σε κάτι τόσο σύνηθες, γιατί απλά κλείνοντας τα μάτια μας δε θα φύγει μακριά.

*Περισσότερες πληροφορίες για τα Περάσματα εδώ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα