Αυτός που δεν έκανε ποτέ κακό
Είναι 24 χρονών, δείχνει πολύ μικρότερος. Το βαφτιστικό όνομά του σημαίνει, στη γλώσσα του, Αυτός Που Δεν Έκανε Ποτε Κακό. Ορφάνεψε βρέφος και μεγάλωσε κυριολεκτικά χάρη στην καλωσύνη των ξένων. Κάνοντας θελήματα, μαθήματα σε μικρότερα παιδιά και σπουδάζοντας. Άλλοτε έβρισκε ένα προσωρινό κατάλυμα και κάποια απασχόληση για ένα κομμάτι ψωμί, κι άλλοτε όχι. Άκουσε τότε […]
Είναι 24 χρονών, δείχνει πολύ μικρότερος. Το βαφτιστικό όνομά του σημαίνει, στη γλώσσα του, Αυτός Που Δεν Έκανε Ποτε Κακό. Ορφάνεψε βρέφος και μεγάλωσε κυριολεκτικά χάρη στην καλωσύνη των ξένων. Κάνοντας θελήματα, μαθήματα σε μικρότερα παιδιά και σπουδάζοντας. Άλλοτε έβρισκε ένα προσωρινό κατάλυμα και κάποια απασχόληση για ένα κομμάτι ψωμί, κι άλλοτε όχι. Άκουσε τότε από έναν συμπατριώτη του που μόλις είχε γυρίσει στην ασιατική πατρίδα τους από την Ελλάδα ότι σ’ αυτή τη χώρα υπάρχουν δουλειές. Πλήρωσε 5.000 δολάρια για να φτάσει σ’ αυτή τη ―μυθική στα μάτια του― χώρα. Πήρε ροζ κάρτα (6μηνης διάρκειας), που σημαίνει ότι υπέβαλε αίτηση παροχής ασύλου. Βρήκε, με τα πολλά, δουλειά στην κουζίνα μεγάλου εστιατορίου. Κάθε τόσο του κρατούσαν χρήματα από τον μισθό του, τάχα για πιάτα κτλ. που είχε σπάσει. Στους υποτιθέμενους αιφνίδιους ελέγχους της Επιθεώρησης Εργασίας, ο υγιειονομικός υπεύθυνος του μαγαζιού, ειδοποιημένος (έλα ρε συ, συμβαίνουν αυτά στην Ελλάδα;) έδιωχνε για λίγη ώρα από το εστιατόριο όσους δούλευαν ανασφάλιστοι. Όταν έληξε η ροζ κάρτα τον έδιωξαν. Ανανέωσε, κάποια στιγμή, τη ροζ κάρτα, πήγε να δουλέψει σε ένα νησί. 16 ώρες τη μέρα, χωρίς διακοπή, χωρίς ρεπό. Όταν κατάλαβαν ότι μπορεί να έφευγε, δεν τον πλήρωναν. Τον απειλούσαν ότι θα τον καταγγείλουν στην αστυνομία. Εγκατέλειψε το νησί κρυφά.
Στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη, κάθε τόσο, κάποιος αστυνομικός τον παίρνει στο Τμήμα, παρότι έχει ροζ κάρτα («και πού ξέρω εγώ ότι δεν είναι πλαστή;») και τον κρατάει χωρίς λόγο, με τις ώρες, απαγορεύοντας του κάθε επικοινωνία, για να τον αφήσει αργότερα χωρίς κάποια, έτσι, για τα μάτια ―που λένε― δικαιολογία. Η ελληνική έννομη τάξη!
Όταν ένας συμπατριώτης του με ρώτησε στην Αθήνα, πάνω σε μια συζήτηση, «έφαγες καλά;», συνειδητοποίησα τι ακριβώς σήμαινε γι’ αυτούς, τους μελαψούς ξένους, η φράση «έφαγα καλά» που είχα ακούσει να λένε μεταξύ τους αρκετές φορές: ότι λίγο κρέας είχε σπάσει τη ρουτίνα του συνηθισμένου γεύματος ρύζι-φακές-αυγά! Γιατί γι’ αυτό είναι ο αγώνας τους, για ένα πιάτο φαΐ, μια κάποια στον ήλιο μοίρα και κανα ευρώ στην άκρη, για να σταλεί στην πατρίδα…
Τις τελευταίες μέρες, Αυτός Που Δεν έκανε Ποτέ Κακό φοβάται να βγει από το σπίτι του. Κάποιοι, ‘’περισσότερο Έλληνες’’ από εμάς τους υπόλοιπους, κυνηγάνε στην Αθήνα όσους δεν έχουν το αρμόζον χρώμα. Προχτές σκότωσαν έναν συμπατριώτη του όχι επειδή είχε διαπράξει κάποιο έγκλημα (που και σ’ αυτήν την περίπτωση η αυτοδικία δεν έχει θέση στον πολιτισμό μας) αλλά απλώς επειδή ήταν σκούρος και βρέθηκε στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή.
Όπως έγραψε πολύ εύστοχα στην «Καθημερινή» ο Νίκος Γ. Ξυδάκης « Βία εγκληματική, βία παρακρατική, βία φασιστική. Οι φονιάδες παραμένουν άγνωστοι, κυκλοφορούν ανάμεσά μας· κι είμαστε όλοι υποψήφιοι θύτες και θύματα, όλοι βυθισμένοι σ’ έναν δαιμονικό κύκλο βίας και μίσους, φόβου και μισαλλοδοξίας, εξαθλίωσης και αυτοδικίας. Και παράλογης διεκδίκησης νεκρών: κάθε φατρία διεκδικεί το αίμα ενός αθώου.»