Ο Άγιος Νικόλαος
Η πρόσφυγιά χθες σήμερα και αύριο έχει την ίδια γεύση.
Λέξεις-Εικόνες: Γκέλη Δούμπη
Οι χρόνοι συμπλέκονται στο νου μου.
Οι σπηλιές της ψυχής μου έχουν τη ζεστασιά της νοσταλγίας. Μιας νοσταλγίας που την ύφαναν ιστορίες χιλιοειπωμένες που, με τον καιρό, έγιναν «δικές μου».
Όταν γύρω μου υπάρχει αντάρα, στις σπηλιές μου κουρνιάζω και αισθάνομαι ασφαλής. Μέρες όπως αυτές, ζορισμένες και άγριες, γιατρεύω την οδύνη μου με αφηγήσεις που βγάζω από τα μπαούλα της μνήμης μου. Αυτής της αρχέγονης επουλωτικής μνήμης που έχει εγγραφεί στα αυλάκια του μυαλού μου. Αφηγήσεις για βάσανα περασμένα, για δυσκολίες, για απώλειες και πληγές. Αφηγήσεις τρυφερές, για όνειρα, για δεσμούς ψυχής και σχέσεις αγάπης. Αφηγήσεις που διαρρηγνύουν τον μανδύα της τραυματισμένης μου λογικής και πλημμυρίζουν τα κύτταρά μου με ανακουφιστική, παρηγορητική ηρεμία.
Οι χρόνοι συμπλέκονται στο νου μου. Τα πρόσωπα γλιστρούν, δραπετεύουν από τις ιστορίες τις παλιές και με κοιτούν με απόγνωση πίσω από συρμάτινους φράχτες που υψώθηκαν ξαφνικά με βία στη ζωή μας. Περπατούν σε κακοτράχαλους δρόμους, κουβαλούν στην πλάτη τους μπόγους απόγνωσης και ελπίδας και στοιβάζονται σε πλεούμενα που ταξιδεύουν στα ίδια νερά –με διαφορετικούς, όμως, προορισμούς και αλλιώτικους φόβους.
«Το εικόνισμα του Αγίου Νικολάου να το πάρεις εσύ παιδί μου. Με την ευχή μου.»
Είχε και τα δυο της χέρια μπανταρισμένα σε γύψους μετά από ένα άγριο πέσιμο στα σκαλιά της εκκλησίας. Η γιαγιά μου η Λουκία, όμως, υπέμενε τον πόνο και την ταλαιπωρία αγόγγυστα. Όπως έκανε πάντα. Γιατί από αυτό το μέταλλο ήταν φτιαγμένη. Του στωικού ανθρώπου, του καρτερικού. Γιατί έτσι την είχε σμιλέψει η προσφυγιά. Τα υπέμενε όλα αδιαμαρτύρητα. «Δόξα τω Θεώ να λέμε πάντα. Δόξα σοι κύριε. Σε δοξάζω, σε προσκυνώ!» Ένοιωθε ευγνωμοσύνη γιατί ήξερε καλά πως στη ζωή παραμονεύει πάντα το χειρότερο.
Την εξυπηρέτηση των καθημερινών της αναγκών μετά το πέσιμο την επωμίστηκε η μάνα μου. Το μόνο πράγμα που ανέλαβα εγώ ήταν το τάισμα της γιαγιάς. Στη φούρια των δεκαέξι μου χρονών, φρόντισα να ανακαλύψω τη διασκεδαστική πλευρά της αγγαρείας. Για να γελάμε και να …ξεγελιόμαστε. Και μια μέρα, εκεί που τρώγαμε σαχλαμαρίζοντας, μου ψιθύρισε σχεδόν συνωμοτικά: «Το εικόνισμα του Αγίου Νικολάου σε σένα το δίνω, παιδί μου». Μου το ‘ταξε με την ψυχή της και το συνόδευσε με την ευχή της.
Η γιαγιά μου απέδιδε την καλοτυχία της στην προστασία του Αγίου. Τον …αντάμωσε αναπάντεχα στην πιο οδυνηρή δίνη της ζωής της. Εδραίωσε έτσι την πεποίθηση ότι, παρά τις δυσκολίες, η χάρη του τα έφερνε όλα ευνοϊκά.
Ήταν προς το τέλος του καλοκαιριού του ‘22, κατά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, όταν ξεκίνησε η μεγάλη φυγή, η καταστροφή και η προσφυγιά. «Έτσι όπως ήμασταν. Άρον-άρον. Σαν τους τρελούς τα αφήσαμε όλα και φύγαμε κυνηγημένοι. Με τα ρούχα που φορούσαμε», έλεγε στις διηγήσεις της. Ήρεμα, χωρίς ένταση στη φωνή. «Πήραμε μόνο ένα μποξά με ό,τι πιο πολύτιμο προλάβαμε να μαζέψουμε.» Η ίδια τύλιξε σε ένα νάμαζλι, ένα κιλίμι προσευχής, ελάχιστα απ’ τα υπάρχοντά της και, σε μια πετσέτα απ’ τα προικιά της, τα εικονίσματα του σπιτιού. «Η Μαρία, μέσα στο χαλασμό, άρπαξε το μαντολίνο της και το κλουβί με την καρδερίνα! Τι να πεις, παιδί ήταν… Από το σπίτι το ξερίζωναν, απ’ τη ζωή του», θυμόταν.
Στο σταθμό του Αλά Σεχίρι κατόρθωσαν, χάρις σε ένα συγγενή τους σιδηροδρομικό, να ανέβουν στο τελευταίο τρένο με προορισμό τη Σμύρνη. Με την ψυχή στο στόμα. «Είναι η μάνα μου», παρακάλεσε «και οι αδερφές μου. Πρέπει να τις σώσω.» Ο ίδιος έμεινε πίσω. Δεν κατάφερε να φύγει και κανείς δεν έμαθε τι απέγινε. Μέχρι το τέλος της ζωής τους οι γυναίκες της οικογένειας τον μνημόνευαν στις προσευχές τους ως σωτήρα τους.
Καθώς τους ξεπροβόδιζε, πρόλαβε και έδωσε στη γιαγιά μου μια εικόνα που μάζεψε απ’ το χώμα. Θα ‘χε παραπέσει μάλλον από τα πράγματα κάποιων κυνηγημένων ανθρώπων. «Για να σε φυλάει και να αποδιώχνει κάθε κακό, Λουκία», της είπε. «Είναι προστάτης των ανύπαντρων κοριτσιών ο Άγιος Νικόλαος».
Βάδισαν ώρες αμέτρητες, κρύφτηκαν σε χαλάσματα για να γλιτώσουν, σε σχολεία και σε μισοκαμένες εκκλησιές για να προστατευτούν, κοιμήθηκαν σε πρόχειρα καταλύματα για να ξεκουραστούν. Ένοιωσαν τον τρόμο στο πετσί τους. Όταν, με τα πολλά, έφτασαν στη Σμύρνη, η γιαγιά μου ήταν πια μονοσάνδαλη. Είχε χάσει το ένα της παπούτσι τρέχοντας μέσα στην αλλοφροσύνη. Μονοσάνδαλη αλλά ζωντανή. Η περιπέτεια της ζωής της μόλις άρχιζε.
Οι χρόνοι συμπλέκονται στο νου μου. Τα πρόσωπα γλιστρούν, δραπετεύουν από τις ιστορίες τις παλιές και με κοιτούν με απόγνωση πίσω από συρμάτινους φράχτες που υψώθηκαν ξαφνικά με βία στη ζωή μας. Περπατούν σε κακοτράχαλους δρόμους, κουβαλούν στην πλάτη τους μπόγους απόγνωσης και ελπίδας και στοιβάζονται σε πλεούμενα που ταξιδεύουν στα ίδια νερά –με διαφορετικούς, όμως, προορισμούς και αλλιώτικους φόβους.
Καθώς προσπαθούσαν να μπουν στα καράβια της φυγής, μέσα στον πανικό, οι Τούρκοι πήραν αιχμάλωτο τον άντρα της μεγάλης αδερφής της, τον Γιουβακίμ. Μπροστά στα μάτια τους. Έμειναν άλαλοι από το φόβο αλλά συνέχισαν για να μην δώσουν στόχο. Συνέχισαν δεμένες με νήματα ανθεκτικής αγάπης και υπομονής -μια γριά μάνα, οι δυο της κόρες και τα τρία μικρά, ορφανά πια, εγγόνια της. Ο Γιουβακίμ δεν έδωσε σημεία ζωής. Φήμες έλεγαν πως κάποιος τον είδε ετοιμοθάνατο σε ένα στρατόπεδο στα βάθη της Ανατολής, άλλος πως έμαθε ότι τον είχαν σκοτώσει… Πιστεύω πως η θεία Στέλλα πάντα καρτερούσε την απρόσμενη επιστροφή του. Όμως, αξιοπρεπής, αυστηρή και στωική, με το που έφτασε στη Θεσσαλονίκη, φόρεσε μαύρα, έπιασε τα μαλλιά της σφιχτό κότσο, απέκτησε πρόωρα εμφάνιση και συμπεριφορά γερασμένης γυναίκας και αφοσιώθηκε στο μεγάλωμα των παιδιών της. Έτσι τη θυμάμαι μέχρι που έσβησε κοντά στα ενενήντα.
Για εβδομάδες ολόκληρες η ζωή τους κυλούσε στα πάρκα της Μυτιλήνης. Εκεί έπιασε το καράβι στην αρχή. Με σκέπασμα τον ουρανό και τα άστρα να αχνοφωτίζουν τους φόβους. Με την ψυχή σφιγμένη και ένα σωρό θολές ελπίδες για αποκούμπι. Ορίζοντας το άγνωστο, ένα άγριο και σκοτεινό άγνωστο.
Πρώτο λιμάνι της καινούριας ζωής η Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά την εγκατάστασή τους, η γιαγιά μου με τη γριά μάνα και ένα από τα τρία ορφανά παιδιά της μεγαλύτερης αδερφής της, έφυγαν με καράβι για το Παρίσι. Ο πατέρας της είχε εγκαίρως -ήδη από το 1914- φροντίσει να φυγαδεύσει στην Αθήνα το νεαρό παλληκάρι του, τον Μανώλη, για να μην υπηρετήσει στον Τουρκικό στρατό καθώς μαζεύονταν μαύρα σύννεφα και τα πράγματα έμοιαζαν απειλητικά και δυσοίωνα. Όταν τέλειωσε ο Μεγάλος Πόλεμος, στη Γαλλία ζητούσαν χέρια εργατικά. Ανδρικά χέρια. Έτσι, ο Μανώλης ξενιτεύτηκε για να βρει την τύχη του εκεί. Αυτόν ξεκίνησαν να βρουν στο Παρίσι, ταξιδεύοντας με καράβι από λιμάνι σε λιμάνι στη Μεσόγειο και με αργόσυρτα τρένα στη στεριά. Επί έναν ολόκληρο μήνα. Αναζητούσαν μια καλύτερη μοίρα σε έναν άλλο τόπο, εκεί που ζούσε ένας άνθρωπος δικός τους.
Στο Παρίσι η γιαγιά μου δούλεψε στο πλευρό του αδερφού της. Ήταν τεχνίτης στην παραγωγή βιομηχανικού παπουτσιού που τότε πρωτοξεκινούσε. Ζούσαν στην καρδιά του Παρισιού, στο νούμερο 11 της Rue de La Sourdière, έναν παράδρομο της Place de l’Opéra. Αναγκασμένη να επιβιώσει και να επικοινωνεί με τον κόσμο γύρω της, αν και είχε πάει μόνο μέχρι την τρίτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου στην πατρίδα της, άρχισε να μαθαίνει, τσάτρα-πάτρα, γαλλικά. Τα αποτύπωνε έτσι ακριβώς όπως τα άκουγε. Λέξεις παράταιρα κολλημένες η μια με την άλλη ή χωρισμένες σε λάθος συλλαβές –αυτό άκουγε, αυτό μάθαινε. Τα κατάφερνε, όμως, και αυτήν την ιδιότυπη εκδοχή της γαλλικής γλώσσας δεν την ξέχασε ποτέ.
Τρία χρόνια αργότερα, οι δυο γυναίκες επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη για να ανταμώσουν με την μεγάλη κόρη που πάλευε μόνη με δυο παιδιά. Εδώ ρίζωσαν όλες τελικά. Στο κοινό τους σπίτι, ένα τούρκικο δίπατο με αυλή στην Άνω Πόλη. Μια φωλιά που είχε μείνει άδεια με τις ανταλλαγές των πληθυσμών και πήρε ζωή ξανά από παλληκάρια που αγάπησαν τις κοπέλες, από γυναίκες που γέννησαν παιδιά, από εγγόνια που μεγάλωναν με τρυφερότητα… Από όλους εμάς.
Ο έφηβος Λάσκαρης, όμως, βρήκε σε αυτήν τη δεύτερη φυγή, τόπο για να στεριώσει, δουλειά για να προκόψει και σύντροφο για να ονειρευτεί. Αυτός δεν επέστρεψε στην Ελλάδα.
Οι χρόνοι συμπλέκονται στο νου μου. Τα πρόσωπα γλιστρούν, δραπετεύουν από τις ιστορίες τις παλιές και με κοιτούν με απόγνωση πίσω από συρμάτινους φράχτες που υψώθηκαν ξαφνικά με βία στη ζωή μας. Περπατούν σε κακοτράχαλους δρόμους, κουβαλούν στην πλάτη τους μπόγους απόγνωσης και ελπίδας και στοιβάζονται σε πλεούμενα που ταξιδεύουν στα ίδια νερά –με διαφορετικούς, όμως, προορισμούς και αλλιώτικους φόβους.
Όσα κι αν της συνέβησαν, όποιες δυσκολίες κι αν αντιμετώπισε, για την γιαγιά Λουκία ο Άγιος Νικόλαος ήταν η ελπίδα, η φώτιση και η παρηγοριά της. Η προστασία του γλύκαινε την ψυχή της. Χάρη σε αυτόν βρήκε ταίρι, γεύτηκε αγάπη, έφτιαξε οικογένεια, έκανε παιδιά και εγγόνια, χάρηκε καλούς γαμπρούς.
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70, λοιπόν, το εικόνισμα πέρασε στα δικά μου χέρια. Μαυρισμένο απ’ τον καιρό, φορτισμένο με συμβολισμούς και ποτισμένο με αγάπη. Το τύλιξε στην ίδια υπόλευκη κιμπάρικη πετσέτα που φύλαγε τριάντα χρόνια στο συρτάρι της. Την είχε υφάνει με τα χέρια της για τα προικιά της -από το μεταξωτό νήμα που έφτιαχναν «στην πατρίδα». Έτσι αποκαλούσε τη Φιλαδέλφεια μέχρι το τέλος της ζωής της.
Μέρες όπως αυτές, λοιπόν, που γύρω μου υπάρχει αντάρα, στις σπηλιές της ψυχής μου κουρνιάζω και αισθάνομαι ασφαλής. Βουλιάζω στη ζεστασιά της νοσταλγίας, της αρχέγονης επουλωτικής μνήμης που ύφαναν οι ιστορίες των δικών μου και έτσι γιατρεύω την οδύνη. Και παρακολουθώ τους χρόνους να συμπλέκονται στο νου μου. Και αναγνωρίζω στα πρόσωπα που με κοιτούν με απόγνωση πίσω από συρμάτινους φράχτες ανθρώπους αγαπημένους που έφυγαν πια, αφήνοντας τα πολύτιμα ίχνη τους στη ζωή μου. Και σκέφτομαι πως, ίσως και αυτοί που σήμερα περπατούν σε κακοτράχαλους δρόμους, που κουβαλούν στην πλάτη τους μπόγους απόγνωσης και ελπίδας και στοιβάζονται σε πλεούμενα που ταξιδεύουν στα ίδια νερά, θα βρουν τόπους για να στεριώσουν. Και με το χρόνο οι φόβοι τους θα καταλαγιάσουν και οι κόμποι της ψυχής τους θα λυθούν καθώς θα αφηγούνται κι αυτοί ιστορίες για την «πατρίδα».