ΑΓΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΧΙ
Από το αρχείο της Parallaxi...
Συστηνόταν ως δηµόσιες σχέσεις. Που δεν απείχε και πολύ από την αλήθεια. Αφού σταδιακά όλες οι υπόλοιπες σχέσεις του είχαν πάει φούντο. Πρώτα το διαζύγιο. Μετά τα κληρονοµικά µε τον αδελφό του. Τέλος οι γονείς. Όλες οι προσωπικές του σχέσεις ήταν µια στις δεκαπέντε που έβλεπε το γιo του. Κι οι µουνίτσες που πέρναγε, αλλά αυτές δεν ήταν ακριβώς προσωπικές. Και σίγουρα όχι ιδιωτικές σχέσεις. Με την έννοια πως ήταν ευρέως διαδεδοµένο πως προωθούσε αυτές µε τις οποίες κοιµόταν. Άρα, ήξερε, πως τα κορίτσια έβλεπαν το κρεβάτι του περίπου για δουλειά. Ως δηµόσιες σχέσεις.
Ήτανε λοιπόν αυτός ο τύπος. Πολλά λεφτά. Καλός πελάτης – τον είχε αναλάβει εξ’ ολοκλήρου. Όλη τη δηµόσια εικόνα. Πού θα πάει, πώς θα φάει, τι θα πει. Τα πάντα. Μια στις τόσες ο τύπος οργάνωνε κάτι παρτάκια άγρια. Που τα γνώριζαν µόνο οι καλεσµένοι. Το µπούγιο πάντα εκτός. Οι φυλλάδες, τον πούλο. ∆εν είχαν ανάγκη δηµοσιότητας οι καλεσµένοι. Ανάγκη ιδιωτικότητας είχαν. Κι εκείνος είχε, πάντα, την πλήρη επιστασία. Καθαρά κορίτσια, καθαρά ναρκωτικά. Ποιότητα και εχεµύθεια. Μέχρι που ένα κορίτσι έµεινε. Το παράκανε, φαίνεται, µε τις σκόνες. Ποιος ξέρει. Κι αυτός, ο κύριος δηµόσιες σχέσεις, όφειλε να το ρυθµίσει. Με λεπτότητα. Χωρίς, σε καµία περίπτωση, να γίνει θέµα. Που να αφορά τον πελάτη του.
Οδηγούσε µε το πτώµα του κοριτσιού στο πορτ µπαγκάζ του αυτοκινήτου του όλη την Κυριακή. Χωρίς να ξέρει τι ακριβώς να κάνει. ∆εν του ‘χε ξανασυµβεί. Ευελιξία, είναι δουλειά που χρειάζεται ευελιξία οι δηµόσιες σχέσεις, αλλά τι ευελιξία έχει ένα πτώµα; Καµία. Το απόγευµα σταµάτησε να φάει και θυµήθηκε ότι έπρεπε να πάει να δει το γιο του. Ήταν οι εξετάσεις στο καράτε. Για την πράσινη, την κόκκινη, εν πάσει περιπτώσει για µια ζώνη. Οδήγησε µέχρι το γυµναστήριο, πάρκαρε και κάθισε να παρακολουθήσει τις εξετάσεις. Ο γιός τα πήγε καλά, πήρε τη ζώνη – η κόκκινη ήτανε – και τη φόρεσε πάνω στην άσπρη στολή. Μπήκανε στο αµάξι, πήγανε φάγανε σε ένα φάστφουντ και µετά πήγε το µικρό στη µάνα του.
Η δουλειά πήγαινε όλο και καλύτερα, ο γιός είχε πάρει κι άλλες ζώνες, µπορεί και τη µαύρη, αλλά αυτός δεν είχε παρακολουθήσει τις εξετάσεις. ∆εν ήταν ότι δεν ήθελε. Εκείνος ήθελε, ο µικρός τον απέφευγε. Είχε πει στην τέως ότι ο µπαµπάς εκείνο το βράδυ τού είχε δείξει το πτώµα µιας κοπέλας στο πορτ – µπαγκάζ. Φυσικά κανένας δεν το πίστεψε το πιτσιρίκι, είχε φάει και τις κλωτσιές του λίγο πριν στο καράτε, ό,τι ήθελε έλεγε. Πάντως ήταν και µια απογοήτευση όλο αυτό. ∆ηλαδή να σου συµβεί κάτι τέτοιο και να µην µπορείς να το πεις ούτε στο µόνο, στον ένα άνθρωπο που αισθάνεσαι δικό σου; Τουλάχιστον οι δηµόσιες σχέσεις έχουν ένα τρόπο. Μια λογική. Κάτι. Είµαστε αυτό που κάνουµε, κατέληγε συνήθως όταν µιλούσε για τη δουλειά του.