ΑΓΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΧΙΙ
Από το αρχείο της Parallaxi...
Έπρεπε να το ‘χει ψυλλιαστεί από την αρχή. Όταν δεν έδειχνε να εντυπωσιάζεται από τα αµάξια και τις γνωριµίες του. Που έλεγε ότι είχε. Και συνέχεια τον κοίταζε, σαν να κοιτούσε κάποιον που βρισκόταν ακριβώς από πίσω του. Και µε ένα ελαφρύ χαµόγελο. Σαν να θυµόταν κάτι αστείο. Κάτι που είχε γίνει πριν πολλά χρόνια αλλά συνέχιζε να τη διασκεδάζει. Ελαφρά. Την είχε ρωτήσει κιόλας. Γιατί χαµογελάς; Εκείνη δεν είχε απαντήσει. Ποτέ δεν απαντούσε. Μόνο κοίταζε. Εκείνος µιλούσε κι εκείνη κοίταζε. Και µετά, πέφταν στο κρεβάτι. Κι εκείνη τον κρατούσε µέσα της µε ένα τρόπο, λίγο τροµακτικό. ∆ηλαδή τροµακτικό, τέλος πάντων. Περισσότερο σαν να ήταν κάτι πολύ σηµαντικό αυτό που γινόταν. Ενώ, βασικά, απλώς το κάνανε. ∆ηλαδή, όχι ότι δεν είναι σηµαντικό, αλλά όχι τόσο σηµαντικό. Τέλος πάντων. Έπρεπε το ΄χε καταλάβει ότι δεν θα ΄χε καλά ξεµπερδέµατα µε την γκόµενα, από τη στιγµή που εκείνη µιλούσε λιγότερο από αυτόν. Ε, ναι , γιατί για γκόµενες ήξερε πέντε – δέκα πράγµατα.
Λοιπόν, ένα βασικό συµπέρασµα είναι ότι στις γκόµενες µετράς πολύ παραπάνω άµα είσαι βαριεστηµένο πλούσιο κωλόπαιδο απ’ ότι µπινές παρκαδόρος. Στάνταρ. Άµα δε µιλάς κι είσαι µπινές, οι γκόµενες λένε ότι είσαι βλάκας και δεν έχεις τίποτα να πεις. Άµα δεν µιλάς κι είσαι πλούσιος και κωλόπαιδο, οι γκόµενες νοµίζουν ότι φταίνε εκείνες. Ότι εκείνες είναι βαρετές. Οπότε κάνουν τα πάντα για να σου αποδείξουν το αντίθετο. Εξακριβωµένο. Ένα δεύτερο βασικό συµπέρασµα για τις γκόµενες είναι πως είναι πιο ευχαριστηµένες άµα έχουν να σου αποδείξουν κάτι, απ’ ότι αν περιµένουν από σένα. Να τους αποδείξεις κάτι. Κι αυτό στάνταρ, εξακριβωµένο. Τέλος πάντων – πριν στραβώσει η φάση µε αυτήνα δηλαδή, εξακριβωµένο. Γιατί αυτή ήταν περίεργο τρένο.
Καταρχήν, εντάξει, σχεδόν τα διπλά του χρόνια είχε. Αλλά, ντάξει, περπατούσε µε το ταγιέρ και το τακούνι και σκιζότανε το κράσπεδο το αντιολισθητικό. Χωρίς πλάκα. Κι είχε κι αυτήν την αυστηρότητα στη φάτσα. Σαν να θυµόταν κάτι πολύ τραγικό. Κάτι που είχε γίνει πριν πολλά χρόνια αλλά συνέχιζε να τη βασανίζει. Μόνιµα. Την είχε ρωτήσει. Τι πακέτο έχεις φάει; Στα ίσια. Κι εκείνη πάλι δεν απάντησε. Αλλά ούτε και γέλασε. Μόνο τον ρώτησε κάτι για τα αµάξια και τις γνωριµίες του, µια ερώτηση λίγο επικίνδυνη, σαν να το ‘ξερε ότι ήταν τύπου πλούσιος και πήγε να τον κάνει ρόµπα. Οπότε εκείνος δεν είχε απαντήσει και κάθισαν κι οι δυο µούγκα. Και µετά το κάνανε. Και το ίδιο βράδυ είχε δει ένα όνειρο ότι και καλά η τύπισσα είχε βγάλει κάτι τρελά δόντια και τον έτρωγε. Πολύ ζόρικο όνειρο. Τέλος πάντων.
Ένα άλλο συµπέρασµα είναι ότι η τύχη κι ο χρόνος είναι περίεργα πράγµατα. Πολύ περίεργα. ∆ηλαδή, τη µέρα που πήρε απόφαση να της πει ότι πούλαγε τρέλα και δεν ήταν βαριεστηµένος πλούσιος αλλά µπινές παρκαδόρος (δεν άντεχε άλλο να την παραµυθιάζει – σαν να ‘λεγε ψέµατα στον εαυτό του το ένιωθε), εκείνη ήρθε και πάρκαρε το κωλάµαξό της σε αυτό το συγκεκριµένο πάρκινγκ. ∆ε γίνονται αυτά τα πράγµατα. ∆εν γίνονται, αλλά να που γίνονται. Τίποτα. Του ΄δωσε το κλειδί του καγιέν, τον κοίταξε µια καλά από πάνω µέχρι κάτω, δεν είπε τίποτα κι έφυγε. Έµεινε µε το κλειδί στο χέρι. Στο σκοτάδι. Σαν να κατέβασε το γενικό. Με όλα τα συµπεράσµατα, για τις γκόµενες αλλά και γενικότερα, βραχυκυκλωµένα.
Την επόµενη φορά που συναντηθήκανε, έκανε σαν να µην τον είχε δει στο πάρκινγκ. Κι εκείνος, όµως. Ούτε µια λέξη, ούτε ένα συµπέρασµα. Ούτε µια απάντηση στις ερωτήσεις του. Ποια ακριβώς ήταν, τι ζόρι τραβούσε, γιατί έκανε ότι δεν τον είχε δει στο πάρκινγκ µε τη µουτζούρα στα χέρια. Τίποτα. Λαχανιασµένοι, τελικά, ξάπλωσαν δίπλα δίπλα. Όλα τα συµπεράσµατά µου είναι για µπάτσες, σκέφτηκε. Μεγαλώνω…