Parallax View

ΑΓΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΧΙΙΙ

ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ PARALLAXI Λοιπόν, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, ξεκίνησε να πίνει επειδή της άρεσαν τα µπουκάλια. Όπως ήταν τοποθετηµένα στο µπαρ. Με τα βαθυκίτρινα, τα διαφανή, τα κατακόκκινα περιεχόµενά τους. Που µαρτυρούσαν πολύχρονη ωρίµανση. ∆ρύινα βαρέλια. Παράδοση αιώνων. Τσάρους, γκάιντες και κουρσάρους. Και παιδικές µνήµες από διαβάσµατα. Γιο χο, χο κι ένα […]

Παναγιώτης Ιωσηφέλης
αγρια-παιδια-χιιι-39774
Παναγιώτης Ιωσηφέλης
1.jpg

ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ PARALLAXI

Λοιπόν, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, ξεκίνησε να πίνει επειδή της άρεσαν τα µπουκάλια. Όπως ήταν τοποθετηµένα στο µπαρ. Με τα βαθυκίτρινα, τα διαφανή, τα κατακόκκινα περιεχόµενά τους. Που µαρτυρούσαν πολύχρονη ωρίµανση. ∆ρύινα βαρέλια. Παράδοση αιώνων. Τσάρους, γκάιντες και κουρσάρους. Και παιδικές µνήµες από διαβάσµατα. Γιο χο, χο κι ένα µπουκάλι ρούµι. Στη διαδροµή για το Νησί του Θησαυρού. Κάθε γουλιά, µερικές γιάρδες πιο κοντά στο Θησαυρό. Που, βέβαια, αποµακρυνόταν κάθε πρωί. Σε αντίθεση µε τους διάφορους άσχετους που έβρισκε κολληµένους πάνω της. Πολλά πρωινά. Τις περισσότερες φορές ούτε θυµόταν το όνοµά τους. Ούτε εκείνοι το δικό της. Εκείνοι ήταν οι ανώνυµοι αλκοολικοί. Κι εκείνη, η ανώνυµη αλκοολική. Κι όλα αυτά επειδή της άρεσαν τα µπουκάλια. Ούτε εκείνη δεν το πίστευε. Τέλος πάντων.

Ξύπνησε εκείνο το πρωινό. Ξένο σπίτι. Σχεδόν άδειο. Ντιζάιν αλλά άδειο. Μύριζε απολυµαντικό τουαλέτας και καφέ ελληνικό. Πλησίασε την µπαλκονόπορτα. Έβρεχε. ∆ε θυµόταν ποιανού το σπίτι ήταν, ούτε πώς είχε έρθει. Λογικά ήταν Κυριακή. Κρύωσε και τύλιξε τα µπράτσα µε τα χέρια της. Μετά κατάλαβε πως ήταν ξυπόλητη. Έψαξε τα παπούτσια της, δεν τα βρήκε πουθενά. ∆εν γινόταν να έχει βγει από το σπίτι της ξυπόλητη, Νοέµβρη µήνα. Έψαξε κι άλλο, τα παπούτσια πουθενά. Πόνεσε το κεφάλι της από το ψάξιµο. Σαν καρφί στο µέτωπο. Κι ένα µικρό τρέµουλο. Αν έπινε θα της περνούσε και µετά ήρεµη θα µπορούσε να ψάξει τα παπούτσια της. Στο σπίτι βρήκε ένα σωρό βιολογικά προϊόντα κι ούτε µια στάλα αλκοόλ. Τι τύπος ήταν αυτός; Αδύνατον να θυµηθεί. Το τρέµουλο µεγάλωνε, το καρφί στο µέτωπο πίεζε όλο και περισσότερο. Έντεκα η ώρα το πρωί, Κυριακή, χαµένη σε κάτι άσχετους δρόµους στο Μαρούσι να ψάχνει περίπτερο για µπύρα. Ξυπόλητη και να βρέχει.

Πήγε και τους άκουσε, λοιπόν. ∆ώσε µου τη δύναµη να αλλάξω αυτά που αλλάζουν, να αποδεχτώ αυτά που δεν αλλάζουν και να ξεχωρίσω ποια είναι ποια. Και άλλα τέτοια. Για ένα βήµα τη φορά. Κι ότι δεν είχαν την ευθύνη του εθισµού τους γιατί όλοι αυτοί οι ανώνυµοι έτσι γεννήθηκαν. Με προδιάθεση στον εθισµό. Είναι σαν να γεννήθηκαν µ’ ένα κουσούρι. ∆εν φταίνε αυτοί. Η µόνη ευθύνη που είχαν ήταν απέναντι στην απεξάρτησή τους. Παρηγορητικό της φάνηκε αυτό. Το σκεφτόταν µια δύο ώρες µετά. Πολύ σωστό. Πολύ βαθύ. ∆εν έφταιγε εκείνη. Το µόνο που έπρεπε να κάνει είναι να µην τρέξει πίσω από άσπρο κουνέλι. Που χοροπηδώντας, ένα πήδηµα τη φορά, την έφερνε όλο και πιο κοντά στο Νησί των Θησαυρών.

∆ιασωληνωµένη στην Εντατική, άκουγε τους γιατρούς να µιλάνε για αλκοολικό σοκ. Ήπιε τόσο που έπαθε δηλητηρίαση. Αλλά δεν την αφορούσε. Ήταν ήρεµη, ξαπλωµένη µπρούµυτα στον καναπέ που γινόταν κρεβάτι και διάβαζε. Η µητέρα της έλειπε στη δουλειά, εκείνος ήταν σπίτι. Που τον έλεγε ∆ηµήτρη, ενώ εκείνος ήθελε να τον λέει µπαµπά. Αισθανόταν κάτι να πηγαίνει πολύ λάθος, το χέρι του δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί που ήταν αλλά δεν τολµούσε να µιλήσει. Άκουγε την ανάσα του, κοφτή και βαθιά. Τη µια ανάσα µετά την άλλη. Ούτε να γυρίσει προς το µέρος του ήθελε, φοβόταν αυτό που θα έβλεπε. Κάποιον τροµακτικό πειρατή. Με το πρόσωπο παραµορφωµένο. Από τη λάµψη κάποιου καταραµένου θησαυρού. Όπως του θησαυρού που αναζητούσαν στο βιβλίο που διάβαζε.

Έκλεισε το βιβλίο.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα